33 χρόνια αιώνιος φοιτητής. Ενόχλησα κανέναν;
Ένας συντάκτης του Oneman και αιώνιος φοιτητής για πάνω από τρεις δεκαετίες, ανοίγει με απέραντη νοσταλγία το κουτί με τις πανεπιστημιακές του αναμνήσεις.
- 22 ΦΕΒ 2021
Να ξεκινήσω το κείμενο με μια απαραίτητη διευκρίνιση. Ο τίτλος μιλάει για 33 χρόνια «αιώνιας φοίτησης», συνολικά όμως τα χρόνια που διατηρώ τη φοιτητική μου ιδιότητα, είναι 37. Και αυτό διότι δεν υπολογίζω τα τέσσερα πρώτα, από το 1984 μέχρι και το 1988, αφού στη διάρκεια εκείνης της τετραετίας ήμουν απλώς… φοιτητής. Από το 1988 και μετά είναι που άρχισε να μετράει η αιωνιότητα. Και θα συνέχιζε να με ακολουθεί και στο μέλλον, αν δεν παλάβωνε στα καλά καθούμενα η υπουργός παιδείας, αποφασίζοντας να μας εξαφανίσει από προσώπου γης και να μας διαγράψει από τα πανεπιστημιακά μητρώα. Φαντάζομαι θα έχετε ακούσει ή διαβάσει για το περίφημο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή και ψηφίστηκε πριν λίγες μέρες, με στόχο – ανάμεσα σε πολλούς άλλους – να απαλλάξει την ανώτατη εκπαίδευση από την κατάρα των αιώνιων φοιτητών, προχωρώντας στην «εκκαθάρισή» τους.
Για να υποστηρίξει αυτή της την απόφαση, η κυρία Κεραμέως σκαρφίστηκε ένα σωρό ανύπαρκτα επιχειρήματα, κατηγορώντας ευθέως τους «αιώνιους» ότι αποτελούν πληγή για τα πανεπιστήμια, την κοινωνία και τον προϋπολογισμό του κράτους. Αστειότητες χωρίς την παραμικρή βάση, αφού είναι γνωστό ότι μετά την παρέλευση της κανονικής διάρκειας φοίτησης σε οποιαδήποτε σχολή, κόβονται με το μαχαίρι όλα τα πιθανά βοηθήματα, όπως είναι η σίτιση, η στέγαση, το μειωμένο εισιτήριο, τα δωρεάν συγγράμματα κλπ. Όσο για το περίφημο διοικητικό κόστος, είναι να γελάει κανείς, αν σκεφτεί ότι τουλάχιστον στην περίπτωση των αιωνίων φοιτητών, πρέπει να περιορίζεται στο ξεσκόνισμα της περίφημης καρτέλας που υπάρχει στην αρχειοθήκη της γραμματείας κάθε σχολής. Ένα ξεσκόνισμα που έτσι κι αλλιώς γίνεται – φαντάζομαι – για όλες τις καρτέλες, πόσες; Δυο φορές το χρόνο; Τρεις; Να πούμε στην καλύτερη δέκα, αν υποθέσουμε ότι η υπεύθυνη είναι ακουσμένη με την καθαριότητα.
Βέβαια, το νομοσχέδιο για την ανώτατη παιδεία δεν είναι ο στόχος αυτού του κειμένου, αλλά η αφορμή του. Προσωπικά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας, δε μου καίγεται καρφάκι για το αν το θρυλικό 672 θα διαγραφεί οριστικά και αμετάκλητα από τα μητρώα του Τμήματος Γερμανικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (μιλάμε ο τίτλος τα σπάει). Αν αναλογιστείτε ότι χρωστάω όλα κι όλα τρία μαθήματα, μπορείτε εύκολα να καταλήξετε στο συμπέρασμα πως αν πραγματικά ήθελα να πάρω πτυχίο, θα διάβαζα έστω ένα μάθημα κάθε δεκαετία από τις τρεις που έχουν περάσει και θα είχα ήδη ορκιστεί. Αλλά μακριά από μένα τέτοιες φιλοδοξίες. Έτσι κι αλλιώς, από το μακρινό 1989, όταν ασχολήθηκα για τελευταία φορά ενεργά με τη σχολή μου, παράτησα τελείως τα γερμανικά και πλέον τα ελάχιστα που θυμάμαι ξεκινούν από το “das ist genug lieblicher Fritz” του αναγνωστικού και τελειώνουν σε μερικές σκόρπιες λέξεις, που αν τις βάλω όλες μαζί στη σειρά, δε βγάζουν κανένα νόημα.
Όμως με όλο αυτό το πρόσφατο σούσουρο και την προοπτική να κοπεί οριστικά κάθε δεσμός μου με την ιδιότητα του ακαδημαϊκού πολίτη, θυμήθηκα πολλές ιστορίες από την πανεπιστημιακή μου «καριέρα», η οποία διήρκεσε περίπου δυο χρόνια. Πώς γίνεται αυτό, θα με ρωτήσετε και θα έχετε δίκιο. Τουλάχιστον όσοι δε με γνωρίζετε. Γιατί για όσους με ξέρουν, είναι φυσιολογικό το να συμβαδίζω με οτιδήποτε μη φυσιολογικό. Όπως ήδη είπαμε, στη σχολή πέρασα το 1984. Με πολλή αφασία και ελάχιστο διάβασμα, κάτι που μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά – αν φυσικά έχετε τη διάθεση – σε αυτό το παλαιότερο κείμενο. Στις Πανελλήνιες είχα γράψει 7,5 Λατινικά, 9,5 Αρχαία, 17,5 Ιστορία, 17,5 Έκθεση και 19,5 Γερμανικά. Στο μηχανογραφικό είχα δηλώσει μόνο τις γερμανικές φιλολογίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τελικά κατάφερα να μπω στο τμήμα της πρωτεύουσας, 78ος στους 80! Βέβαια, όλα αυτά είχαν γίνει για χάρη του πατέρα μου, που το είχε μαράζι να δει τον γιο του στο Πανεπιστήμιο.
1984, η πρώτη επαφή με τη σχολή
Του έκανα λοιπόν το χατήρι, αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχα την παραμικρή όρεξη να εντρυφήσω στον συγκεκριμένο κλάδο, έτσι λοιπόν συνέχισα τη ζωή μου, σα να μην υπήρχε η σχολή. Πάντως, στη διάρκεια του πρώτου έτους, τον χειμώνα του ’84, αποφάσισα μια μέρα να πάω μέχρι εκεί, για να δω τι ακριβώς ήταν όλο αυτό το κόλπο. Να πω εδώ, ότι εκείνη την εποχή δεν είχε χτιστεί ακόμα η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου και η δική μας σχολή ήταν διασκορπισμένη σε διάφορα σημεία στο κέντρο. Αν θυμάμαι καλά, κάποια μαθήματα γίνονταν στη Νομική, κάποια άλλα στην Ιπποκράτους και κάποια άλλα σε μια ανηφόρα κάτω από τον περιφερειακό του Λυκαβηττού, ανάμεσα Κολωνάκι και Νεάπολη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Εκεί λοιπόν, σε εκείνη την ανηφόρα, στην οδό Χερσώνος, πήγα ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου, να παρακολουθήσω το πρώτο μου μάθημα, μετάφραση, με έναν Γερμανό καθηγητή που τον έλεγαν Ρικ. Κλασικός φίρικας, με τα παραδοσιακά σανδάλια και τις κάλτσες.
Στο έτος μου υπήρχαν γνωστά μου πρόσωπα, πρώην συμμαθητές από τη Γερμανική σχολή Αθηνών, οι οποίοι με καλωσόρισαν, νομίζοντας ότι πλέον θα με έβλεπαν καθημερινά στα μαθήματα. Ο Ρικ, μόλις μπήκε στην αίθουσα και θεωρώντας πως ήμουν άσχετος με την τάξη, αφού δε με είχε ξαναδεί μπροστά του, μου ζήτησε να αποχωρήσω, αλλά του έδειξα τη φοιτητική ταυτότητα, του είπαν και τα άλλα παιδιά ότι ήμουν της σχολής και αποφάσισε να ανεχτεί την παρουσία μου, κοιτώντας με πάντως τελείως περιφρονητικά, αφού στο κεφάλι του δεν μπορούσε να χωρέσει πώς ένας φοιτητής δεν είχε πατήσει για δυόμισι ολόκληρους μήνες ούτε μια φορά στο μάθημά του. Το οποίο μάθημα, περιττό να το προσθέσω, ήταν μια σαχλαμάρα, πιο βαρετή κι από τον ίδιο τον Ρικ. Τέλος πάντων, το δίωρο πέρασε, τα μάζεψα και έφυγα. Η ετυμηγορία είχε βγει, δε θα ξαναπατούσα το πόδι μου στη σχολή. Κράτησα το λόγο μου για τρία χρόνια, όμως όλα έμελλε να αλλάξουν το φθινόπωρο του 1987.
1987, από το Μποχώρι στην κατάληψη
Εκείνη την εποχή, λίγους μήνες μετά το έπος του Eurobasket, δούλευα σε ένα καφέ-ουζερί, το Μποχώρι, γωνία Ιπποκράτους και Διδότου. Μια μέρα, πρέπει να ήταν Οκτώβριος του ’87, έκανε την εμφάνισή της στο μαγαζί, μια παρέα συμφοιτητών για καφέ. Δεν είχαν ιδέα ότι θα με έβρισκαν εκεί, είχαμε λοιπόν καλωσορίσματα, αγκαλιές, χαρές και πανηγύρια, που είσαι, χάθηκες, τι κάνεις και όλα τα συναφή. Από τότε και στη συνέχεια, τα παιδιά έγιναν τακτικοί θαμώνες στο Μποχώρι, φέρνοντας ακόμα περισσότερους συμφοιτητές και συμφοιτήτριες τις επόμενες φορές, με αποτέλεσμα να γίνει το στέκι του έτους. Όποτε δεν είχα πολλή δουλειά, καθόμουν μαζί τους και έτσι μάθαινα τα πανεπιστημιακά νέα. Το κυρίαρχο θέμα ήταν ότι ενώ φοιτούσαν στη σχολή, δεν έβλεπαν προοπτική για το μέλλον, πέραν των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων. Η συζήτηση περιστρεφόταν στο γιατί να μην είναι τα γερμανικά ξένη γλώσσα επιλογής στα σχολεία, όπως συνέβαινε με τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Κάποια στιγμή, προς το τέλος Νοεμβρίου, ο σκληρός πυρήνας της παρέας ήρθε μια μέρα στο μαγαζί, όμως ήταν φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ήταν όλοι τους σα Μεγάλη Παρασκευή, είχαν κρεμάσει κάτι μαύρες πλερέζες και δε μιλιόντουσαν. Ρε παιδιά τι έγινε; Με τα πολλά, μου είπαν. Είχαν αποφασίσει να κάνουν κατάληψη με αίτημα στο Υπουργείο Παιδείας να συμπεριλάβει τη διδασκαλία των γερμανικών στα σχολεία. Ε ωραία, και πού είναι το πρόβλημα και είστε όλοι σα θλιμμένες χήρες; Η απάντησή τους καθόρισε την ακαδημαϊκή μου πορεία για τα επόμενα δυο χρόνια. Να, θέλουμε να στήσουμε ένα ραδιοφωνικό σταθμό για να εκπέμπουμε στην Αττική και μέσω αυτού να κάνουμε γνωστά τα αιτήματά μας, αλλά δεν υπάρχουν ούτε μηχανήματα, ούτε άνθρωπος να το αναλάβει. Γύρισα στην μπάρα για να φτιάξω καφέδες, αλλά το έκανα τελείως μηχανικά, γιατί μια σκέψη είχε αρχίσει να τριβελίζει το μυαλό μου. Δε χρειάστηκε να το επεξεργαστώ και πολύ, γύρισα στο τραπέζι με τις κλαίουσες και τους ανακοίνωσα την απόφασή μου.
Λοιπόν, αναλαμβάνω εγώ να σας φέρω μηχανήματα, να στήσω τον σταθμό και να τον λειτουργώ για όσο διαρκέσει η κατάληψη! Σιωπή στο τραπέζι, με κοιτούσαν σα χάνοι. Ο τύπος που δεν έχει πατήσει το πόδι του τρία χρόνια στη σχολή, θα έρθει τώρα να κάνει όλες αυτές τις παλαβομάρες; Μα η κατάληψη μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό, πώς θα αφήσεις τη δουλειά σου; Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, μη σας απασχολεί. Πράγματι, την ίδια μέρα μίλησα με το αφεντικό, τον Λευτέρη και του ανακοίνωσα ότι ήθελα άδεια αορίστου χρόνου άνευ αποδοχών, χωρίς όμως να του πω για ποιο ακριβώς λόγο, γιατί θα με φασκέλωνε με χέρια και με πόδια. Πήρα το ΟΚ του και το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με έναν παλιό γνωστό μου, από τους πρώτους ραδιοπειρατές στην Ελλάδα, αν θυμάμαι καλά ήταν ο νούμερο 15 (έτσι μετρούσαν στη δεκαετία του ’70 την αρχαιότητα του κάθε πειρατή) και να ζητήσω τη βοήθειά του. Του εξήγησα ποιο ήταν το πρότζεκτ και αμέσως ανταποκρίθηκε θετικά.
Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να πω ότι στο τέλος του 1987, η καινούργια Φιλοσοφική ήταν ήδη έτοιμη και οι συμφοιτητές μου είχαν «μετακομίσει» κάνοντας πλέον εκεί τα μαθήματά τους. Προφανώς, είχε μεταφερθεί στα καινούργια κτίρια και η γραμματεία, με τα προηγούμενα σούρτα φέρτα σε όλο το κέντρο της Αθήνας να αποτελούν πλέον παρελθόν. Κλείνει η παρένθεση και επιστρέφουμε στην ιστορία μας. Ήταν λοιπόν η ΠΟΕ (Προοδευτική Ομάδα Εργασίας), ανεξάρτητη παράταξη του Γερμανικού, εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία να συντάξει την πρόταση για κατάληψη διαρκείας. Το κείμενο γράφτηκε στο ιστορικό σπίτι του Αποστόλη, στην οδό Ιουστινιανού στα Εξάρχεια και στις 15 Δεκεμβρίου ψηφίστηκε από τη γενική συνέλευση της σχολής. Την ίδια μέρα κοινοποιήθηκε το απαραίτητο δελτίο Τύπου, ενώ την επομένη, στις 16, έγινε συμβολική κατάληψη στον πρώτο όροφο της Ιπποκράτους 20, εκεί όπου στεγάζονταν το σπουδαστήριο και η βιβλιοθήκη της Σχολής πριν φύγουν για του Ζωγράφου.
Στους 103,5 με πομπό δολοφόνο!
Την επόμενη μέρα πήγαμε στη σχολή μαζί με τον «15», τον βετεράνο πειρατή, ανεβήκαμε στην ταράτσα του 9ου ορόφου, εξέτασε το μέρος και βρήκε το ιδανικό σημείο για να μπει η κεραία του σταθμού. Κατεβήκαμε ακριβώς από κάτω, στον 8ο όροφο, καβατζώσαμε μια αίθουσα και ο τυπάς άρχισε να στήνει από το μηδέν το ραδιόφωνο. Είχε φέρει μαζί του κάτι πηνία, κάτι καλώδια, κάτι κουμπάκια, κάτι διακόπτες, ένα κολλητήρι, κάτι άλλα ακαταλαβίστικα και στρώθηκε στη δουλειά. Μετά από καμιά ώρα, ανεβήκαμε ξανά στην ταράτσα, έστησε την κεραία, έριξε στον 8ο το καλώδιο, έκανε την τελευταία ένωση, άνοιξε έναν διακόπτη, άναψε μια λυχνία, έψαξε την μπάντα των FM για να βρει συχνότητα και τελικά κατέληξε στο 103,5! Ο πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός της κατάληψης του Γερμανικού ήταν γεγονός! Κάναμε και κάτι δοκιμές για να είμαστε σίγουροι και μετά ο «15» αναχώρησε μέσα σε γενική αποθέωση.
Ο μεγάλος χαβαλές ήταν ότι πριν φύγει, μας προειδοποίησε πως αν ακουμπούσαμε καταλάθος με τα χέρια τον πομπό στον 8ο, θα μέναμε στον τόπο από ηλεκτροπληξία, οπότε φροντίσαμε να γράψουμε καμιά δεκαριά χαρτιά που ενημέρωναν τους πάντες για τον κίνδυνο που παραμόνευε. Την ίδια μέρα ξεκίνησε να λειτουργεί ο σταθμός, αποκλειστικά με κασέτες, αφού το διπλό κασετόφωνο που είχα ανεβάσει στην κατάληψη κρίθηκε υπεραρκετό για τον σκοπό μας. Παράλληλα, εγκαταστήσαμε και τηλεφωνικό κέντρο στον 7ο όροφο, σε μια αίθουσα του Γερμανικού τμήματος (στον 8ο δεν υπήρχε τηλέφωνο) για να δεχόμαστε και αφιερώσεις! Θυμάμαι, το πρώτο βράδυ, όλοι οι συμφοιτητές είχαν συντονιστεί από τα σπίτια τους για να δούμε αν ακουγόμασταν και σε ποιες περιοχές. Ταυτόχρονα, καλούσαμε τους ακροατές να μας παίρνουν στο τηλέφωνο και να μας λένε αν είχαν καλό σήμα ή όχι. Φαντάζεστε τον ενθουσιασμό μας, όταν μας τηλεφώνησαν μέχρι και από τη Σαλαμίνα και την Αίγινα! Θρίαμβος!
Τις πρώτες μέρες ο σταθμός λειτουργούσε από τις 9 το πρωί μέχρι τις 2 τη νύχτα. Δίπλα στην αίθουσα που ήταν εγκατεστημένος ο πομπός-υποψήφιος δολοφόνος, υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, στο οποίο κοιμόμουνα σε sleeping-bag όταν τελείωνε το πρόγραμμα. Οι μουσικές που ακούγονταν, κάλυπταν μεγάλο φάσμα, από ροκ και χέβι μέταλ, μέχρι λαϊκά και ρεμπέτικα. Κάθε μια ώρα, διαβάζαμε στον αέρα και ένα μικρό κείμενο με τα αιτήματα της κατάληψης, για να ξέρει ο κόσμος για ποιο λόγο βολοδέρναμε πρωί βράδυ μέσα στο κτίριο. Τα παιδιά του τηλεφωνικού κέντρου, κάθε λίγο και λιγάκι, ανέβαιναν στον 8ο και μας έφερναν τα χαρτιά όπου σημείωναν τις αφιερώσεις και τα μηνύματα των ακροατών. Ενώ τα υπέροχα κορίτσια μας, έφερναν κάθε μέρα στη σχολή τα απαραίτητα τάπερ, ώστε να μπορούμε να περιδρομιάζουμε και να συνεχίζουμε απρόσκοπτα το έργο μας. Τα βράδια ήταν τα πιο ωραία στον σταθμό. Μπύρες, χαβαλές, γέλια, σαχλαμάρες στο μικρόφωνο, μέχρι και live είχαμε κάνει, με τον Αποστόλη στο μπουζούκι και τον Τζούκο στην κιθάρα!
Μια εβδομάδα μετά το ξεκίνημα της κατάληψης, έκλεισε η Φιλοσοφική λόγω εορτών και κάπως έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας σε ένα αχανές κτίριο, να τριγυρνάμε χειμωνιάτικα σαν τις άδικες κατάρες. Εμείς και οι φύλακες, που έγιναν κολλητοί μας, κυρίως ο Θωμάς, και πού τους έχανες, πού τους έβρισκες, στον 8ο να αράζουν μαζί μας. Είχαν πολλή πλάκα εκείνες οι δυο εβδομάδες, δεν είχα κουνήσει ρούπι από τον σταθμό, εκτός από δυο ώρες τα Χριστούγεννα και άλλες δυο την Πρωτοχρονιά, που είχα πάει στο σπίτι μου να φάω με τους δικούς μου. Σχεδόν κάθε βράδυ είχαμε πάρτι στη σχολή, περνούσαμε ζάχαρη. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μέρα επανέναρξης των μαθημάτων μετά τις γιορτές, όταν είχα βγει από το δωματιάκι που κοιμόμουνα, με φόρμα και παντόφλες, αγουροξυπνημένος, με μια πετσέτα και μια οδοντόβουρτσα στο χέρι, να πηγαίνω στο μπάνιο, ενώ δεκάδες ζευγάρια μάτια φοιτητών και φοιτητριών από άλλες σχολές με κοιτούσαν σα να ήμουνα ούφο.
«Σύντροφοι, ησυχία παρακαλώ»!
Θα μου πείτε τώρα – και με το δίκιο σας – πώς γίνεται ένα ρεμάλι που δεν πάτησε επί τρία χρόνια στη σχολή του, να γίνεται ξαφνικά εσώκλειστος σε αυτή; Τόσο πολύ με ενδιέφερε να γίνουν τα γερμανικά ξένη γλώσσα επιλογής στη δημόσια εκπαίδευση; Προφανώς και όχι, μην τρελαθούμε τελείως. Προσωπικά δε μου καιγόταν καρφάκι, όμως από τη μια είχα συμπαθήσει πολύ όλα τα παιδιά και ήθελα να τους βοηθήσω με τον τρόπο μου, ενώ από την άλλη, μόλις είχα ακούσει για κατάληψη και πειρατικούς σταθμούς, είχα μυριστεί αρβάλα και χαβαλέ και όπως όλοι γνωρίζουμε, όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη. Να πω εδώ, ότι μέσα στον Ιανουάριο είχαμε και διαμαρτυρίες έξω από το Υπουργείο Παιδείας. Τα παιδιά είχαν κάνει πικετοφορία προσφέροντας μάλιστα και πατατοσαλάτα στους περαστικούς, ενώ μια άλλη φορά είχαν συγκεντρωθεί έξω από το υπουργείο, κάνοντας καντάδα στον τότε υπουργό, που δεν ήταν άλλος από τον Κεφαλονίτη Αντώνη Τρίτση!
Όλες αυτές οι εκδηλώσεις είχαν προβληθεί πολύ από τον ημερήσιο Τύπο, ενώ οι εφημερίδες είχαν ασχοληθεί εκτενώς με το αίτημα της ένταξης των γερμανικών στα σχολεία. Είχε γίνει και συνάντηση της διοίκησης της σχολής με τον υπουργό, όπου παρόντες ήταν ο καθηγητής μας, Βίλι Μπένινγκ (το θηρίο διδάσκει ακόμα!) και εκπροσωπώντας τους φοιτητές, ο Αλέκος ή αλλιώς, η ψυχή της ΠΟΕ. Στο μεταξύ, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η γενική συνέλευση αποφάσιζε αν θα συνεχιζόταν η κατάληψη, μέσα από θυελλώδεις συνεδριάσεις και πύρινους λόγους των εκπροσώπων των παρατάξεων. Σε κάποιες από αυτές, τα παιδιά της ΠΟΕ είχαν τη φαεινή ιδέα να με προτείνουν ως πρόεδρο της συνέλευσης, ξέρετε, αυτός που φροντίζει να υπάρχει ησυχία στο αμφιθέατρο, να μην ξεπερνούν τον προκαθορισμένο χρόνο οι ομιλητές και τα σχετικά. Σε μια από αυτές, μπερδεύτηκα και σε κάποια στιγμή, αντί να πω «συνάδελφοι, ησυχία παρακαλώ», είπα «σύντροφοι, ησυχία παρακαλώ» και έγινε εκεί μέσα το σύστριγγλο.
Σε μια άλλη, μέσα στον Γενάρη, ήμουν μάλλον εξαντλημένος από τα συνεχόμενα ξενύχτια, που πήγα να σηκωθώ και σωριάστηκα κάτω, προκαλώντας γενικευμένη υστερία. Με μάζεψε ένα ασθενοφόρο, με πήγε – αν θυμάμαι καλά – στον Ευαγγελισμό, μου βάλανε κάτι ορούς και όταν συνήλθα κάπως, ξαναπήγα στην κατάληψη, όπου με υποδέχτηκαν μέσα σε ντελίριο. Από εκείνη τη μέρα απέκτησα και συγκάτοικο. Ο Φίλιππος, γνωστός και ως «dark» (λόγω της μουσικής που άκουγε!) έφερε το δικό του sleeping bag και πλέον ξυπνούσαμε εναλλάξ νωρίς το πρωί για να ανοίξουμε τον πομπό. Μέσα σε όλο το “μπέρδεμα” εκείνων των ημερών, προέκυψε και ρομάντζο, αφού ένα βράδυ, ο Φίλιππος έπρεπε να πάει στο σπίτι του και μια συμφοιτήτρια, η Μανουέλα, προσφέρθηκε εθελοντικά να μείνει μαζί μου. Η νύχτα εξελίχθηκε σε love story και τελικά μείναμε μαζί για τα επόμενα δυόμισι χρόνια. Όμως, μέσα σε εκείνους τους δυόμισι μήνες που διήρκεσε η κατάληψη, συνέβη και κάτι άλλο.
Στην καθημερινή επαφή που είχα με συμφοιτητές και συμφοιτήτριες, συχνά με ρωτούσαν γιατί είχα παρατήσει τη σχολή, γιατί δεν είχα ασχοληθεί ποτέ μαζί της. Και μετά, ξεκίνησαν οι προτροπές. Ρε συ, γιατί δε δοκιμάζεις να δώσεις κανένα μάθημα, να δεις πώς θα σου πάει; Για να είμαι ειλικρινής, το επίπεδό μου στα γερμανικά ήταν υψηλό, τα είχα ακόμα «φρέσκα» στο κεφάλι μου. Και σιγά-σιγά άρχισα να «ψήνομαι». Ρε λες; Και τι έχω να χάσω; Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, μέχρι που το πήρα απόφαση. Στην επόμενη εξεταστική θα δώσω να δω πώς είναι, αν με πάει, αν με θέλει. Να πω εδώ ότι η εκπαιδευτική χρονιά 1987/88 ήταν το τέταρτο και τελευταίο έτος για τη δική μου «σειρά», άρα είχαμε μια εξεταστική επιπλέον, μπόνους, τον Μάιο, πριν την κανονική του Ιουνίου. Να επιστρέψω όμως για λίγο στην κατάληψη, η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές Μαρτίου, όταν τα παιδιά πήραν διαβεβαιώσεις από το υπουργείο για θετική έκβαση στα αιτήματά τους. Ήταν πλέον ώρα να πάμε στα σπίτια μας!
Παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση
Αποχαιρετήσαμε τον 8ο, εκπέμψαμε για τελευταία φορά στους 103,5, κλείσαμε τον πομπό-δολοφόνο, κατεβάσαμε την κεραία από την ταράτσα, μαζέψαμε τα sleeping-bag και γράψαμε τους τίτλους τέλους σε μια ξεχωριστή περίοδο στη ζωή όλων μας, είμαι σίγουρος. Εγώ νοίκιασα ένα ημιυπόγειο στον Ερυθρό Σταυρό και άρχισα να πηγαίνω στα μαθήματα, περισσότερο για χαβαλέ. Εκείνη τη χρονιά είχε έρθει ένας απερίγραπτος φίρικας από τη Γερμανία, ο Τάισεν, ο οποίος μας έκανε Stilistik. Είχε φρικάρει τελείως επειδή φουμάραμε φόρα παρτίδα μέσα στο αμφιθέατρο και είχε απαγορεύσει το κάπνισμα, με το επιχείρημα ότι βρωμίζαμε με τις στάχτες και τις γόπες το δάπεδο. Την επόμενη μέρα είχαμε πάει όλοι στο μάθημά του, ο καθένας με το ατομικό του τασάκι και ο τύπος είχε αλληθωρίσει από τα νεύρα του. Η εξεταστική του Μαΐου πλησίαζε σταθερά κι εγώ έπρεπε να ξαναθυμηθώ πώς είναι να διαβάζεις για να δώσεις εξετάσεις. Στο μεταξύ είχα γίνει αχώριστος με τη θρυλική τετράδα, δηλαδή τους Νίκο, Παντελή, Αποστόλη και Αλέκο.Και κάπως έτσι, με ατελείωτα γέλια και πλάκες είτε στο σπίτι του Αποστόλη, είτε στο δικό μου, είτε στου Νίκου, με εξόδους στον Κάβουρα και σε άλλα ρεμπετάδικα των Εξαρχείων ή στο Μαραμπού της Πανόρμου, με ατελείωτους καφέδες σε όλη την Αθήνα και επική σαχλαμάρα επί 24ωρης βάσης, έφτασε η παραμονή για το πρώτο μου μάθημα. Εντάξει, τα υπόλοιπα παιδιά χρωστούσαν κάποια μαθήματα, όμως εγώ ξεκινούσα από το μηδέν. Τότε, στη σχολή, για να πάρουμε πτυχίο, έπρεπε να περάσουμε 28 μαθήματα και να κάνουμε και τη διπλωματική εργασία. Τα 20 μαθήματα ήταν γερμανικά και τα υπόλοιπα 8 ελληνικά ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Εγώ, οποία σύμπτωση, θα άρχιζα τον Γολγοθά μου με τις Πρακτικές Γλωσσικές Ασκήσεις Α’, μάθημα του Ρικ, του Νιμπελούνγκεν που είχα δει στο πρώτο μάθημα που είχα παρακολουθήσει στο πρώτο έτος το 1984. Όταν μπήκα στο αμφιθέατρο, είδα πολλές γνωστές φάτσες από μικρότερα έτη, αφού είχα γνωριστεί σχεδόν με όλους και όλες στη διάρκεια της κατάληψης.
Έγραψα, έφυγα, δεν ήμουν και ιδιαίτερα ευχαριστημένος και πράγματι, τέσσερις μέρες μετά, όταν ο φίρικας ανάρτησε τα αποτελέσματα έξω από τη γραμματεία, είδα ένα μεγαλοπρεπές “4” δίπλα στο όνομά μου. Εκείνο το τεσσάρι ήταν που με έκανε έξαλλο, είπα από μέσα μου «μωρή κουφάλα Ρικ, δε θα περάσει το δικό σου, θα σε φτιάξω εγώ» και ξαναστρώθηκα στο διάβασμα. Συνέχισα με τις Πρακτικές Γλωσσικές Ασκήσεις Β’ (με τον ίδιο καθηγητή) και αυτή τη φορά ο βαθμός ήταν ένα υπέροχο 6, το πρώτο μάθημα που περνούσα στη σχολή! Από εκεί και μετά πήρα το κολάι και το ένα μετά το άλλο, τα εμπόδια που μου έστηναν οι Ζίγκφριντ, έπεφταν: Γλωσσολογία, Γραμματική, Γερμανική Φιλολογία, Γερμανικός Πολιτισμός, Ανάλυση Κειμένων, Μεθοδική Διδακτική, Μετάφραση και διάφορα άλλα περίεργα, θρίαμβος! Παράλληλα, άρχισα να δίνω και ελληνικά μαθήματα, υποχρεωτικά και επιλογής, όπως τη Γλωσσολογία του Μπαμπινιώτη ή την Αντιγόνη στο αρχαίο κείμενο, αυτήν την τελευταία με νεοελληνική αντιγραφή!
Ο Μπέτσεν και οι Νιμπελούνγκεν!
Εκείνο το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου του 1988, υπήρξε ένας πραγματικός οργασμός διαβάσματος και εξετάσεων, θυμάμαι μια μέρα είχα δώσει τρία μαθήματα, ένα 9-12 το πρωί, ένα 12-3 το μεσημέρι και ένα 3-6 το απόγευμα. Υπήρχαν καθηγητές που δε με είχαν ξαναδεί στη ζωή τους, κανά δυο φορές μου είχαν ζητήσει να βγω από το αμφιθέατρο θεωρώντας ότι ήμουν εξωπανεπιστημιακός, αλλά τελικά στις αρχές Ιουλίου, ο απολογισμός ήταν 14 στα 14 (είχα περάσει και τις Πρακτικές Γλωσσικές Ασκήσεις Α’ με τη δεύτερη)! Ειδική μνεία, αν μου επιτρέπετε, στην Ιστορία Γερμανικής Λογοτεχνίας, μάθημα που μας παρέδιδε ο πρόεδρος του τμήματος, Κλάους Μπέτσεν, ένας ημίτρελος – με την καλή έννοια – που θεωρούσε το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν ως την απόλυτη μορφή τέχνης. Ο Μπέτσεν πρέπει να ήταν τότε 60φεύγα χρονών (έδειχνε για τουλάχιστον εκατόν εξήντα), φαλακρός, με μια μύτη γύπα και συνήθιζε να περιφέρεται ασκόπως στους διαδρόμους της αίθουσας, όταν έκανε παράδοση. Το μάθημά του όμως ήταν το υπ’ αριθμόν ένα παλούκι της σχολής και ο γέρο-παλαβιάρης δε χάριζε κάστανα.
Για να μην τον αδικήσω τον άνθρωπο, να πω ότι το μάθημά του ήταν φοβερό, η θεατρικότητά του παροιμιώδης (καθόλου απίθανο να πίστευε και ο ίδιος ότι ήταν μετενσάρκωση του Ζίγκμουντ), στήριζε τους φοιτητές του σε κάθε πιθανό ζήτημα, όμως στις εξετάσεις ήταν αμείλικτος. Γι’ αυτό, την πρώτη φορά που πήγα να δώσω το μάθημά του τελείως αδιάβαστος, συνάντησα όλα τα φυντάνια του έτους μου σε μια “παράσταση” που θα μου μείνει αξέχαστη. Στην αίθουσα ήμασταν καμιά δεκαπενταριά ρεμάλια, μας μοίρασε τα θέματα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μας είχε πιάσει όλους ένα νευρικό γέλιο, δεν καταλαβαίναμε καν τι έγραφε ο θεούλης στα χαρτιά που μας είχε δώσει. Ένας-ένας αρχίσαμε να αποχωρούμε κλαίγοντας κυριολεκτικά με λυγμούς από τα γέλια, ενώ αυτός, αμάσητος, μας παρακολουθούσε με ένα αδιόρατο, σαρδόνιο χαμόγελο, «σα να έλεγε θα μου ξανάρθετε κωλόπαιδα, από μένα δε γλυτώνετε». Και πράγματι ξαναπήγα και το πέρασα με 8, ένα από τα «παράσημά» μου στη σχολή.
Ο καρνάβαλος της διπλωματικής και το τέλος
Επόμενος σταθμός ήταν η εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Εκεί πλέον πήγα με πιο χαλαρούς ρυθμούς, έδωσα άλλα έξι μαθήματα, τα πέρασα κι αυτά και πλέον βρισκόμουν στην τελική ευθεία για το πτυχίο, αφού μου είχαν μείνει μόνο οχτώ (εκ των οποίων τα τρία ελληνικά επιλογής) συν τη διπλωματική. Αυτή η τελευταία αποδείχτηκε άλλος, μεγάλος καρνάβαλος! Αποφασίσαμε να την κάνουμε από κοινού με τον Νίκο και τον Παντελή, πάνω στο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν, Μεφίστο, με θέμα τη σχέση τέχνης και πολιτικής, εξουσίας και ηθικής, σε ένα δικτατορικό καθεστώς. Ξεκινήσαμε μαζεύοντας υλικό, δανειστήκαμε από τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Goethe ένα φορτηγό βιβλία και αρχίσαμε να τη γράφουμε. Τα παιδιά βιάζονταν, επειδή είχαν ξεμπερδέψει με τα μαθήματα και τους έλειπε μόνο αυτή η εργασία για να πάρουν το πτυχίο τους και να πάνε φαντάροι αμέσως μετά. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που κάποια στιγμή με έπιασε μια διαβολεμένη βαρεμάρα και φόρτωσα τη διπλωματική στον κόκορα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το πρωί που ο Παντελής είχε έρθει από το σπίτι μου και άρχισε να χτυπάει την πόρτα για να του ανοίξω. Εγώ οχυρωμένος μέσα, έκανα τον ψόφιο κοριό. Όσο απίστευτο και αν σας φανεί, ο Παντελής συνέχισε να χτυπάει την πόρτα επί ώρες ολόκληρες, αμάσητος αυτός, αμάσητος κι εγώ, σε ένα μπρα-ντε-φερ που έδειχνε να έχει φτάσει στο απόλυτο αδιέξοδο, μέχρι που αποφάσισα να υποκύψω. Άνοιξα την πόρτα, μπούκαρε ο άλλος μέσα, δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω ακούγοντάς τον να μου βάζει κωλόχερο για την αναισθησία μου και τελικά στρώθηκα για την τελική ευθεία. Πράγματι, το φθινόπωρο του ’89 η διπλωματική ήταν έτοιμη, ανεβήκαμε και οι τρεις στη σχολή για να την παραδώσουμε στον Χανς Σλουμ, έναν Γερμανό καθηγητή μας που είχε υιοθετήσει στο 100% τον ελληνικό τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα να είναι ο αγαπημένος μας. Δέκα μέρες αργότερα, βρεθήκαμε και πάλι στο Πανεπιστήμιο για να μάθουμε τη βαθμολογία της εργασίας.
Ο Σλουμ μας είχε βάλει ένα θριαμβευτικό 9 και σε ένα χαρτί είχε σημειώσει ποιες αλλαγές θα έπρεπε να κάνουμε, για να πάρουμε 10. Ακόμα πρέπει να αναρωτιέται για ποιο λόγο αρχίσαμε να κλαίμε και οι τρεις μαζί από τα γέλια, η ουσία είναι ότι τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε πανηγυρίζοντας! Από εκεί και μετά, άρχισα να νιώθω την «παρακμή». Τα παιδιά έφυγαν για τον στρατό, η παρέα σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους και εγώ δυσκολευόμουν όλο και περισσότερο να βρω κίνητρο για να στρωθώ να διαβάσω. Στις εξεταστικές του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου του 1989, είχα δώσει τα πέντε τελευταία γερμανικά μαθήματα που μου απέμεναν, τα πέρασα και κάπου εκεί «μπλόκαρα» τελείως. Θα μπορούσα να είχα δώσει και τα τρία ελληνικά, αλλά είχα χάσει κάθε όρεξη, είπα από μέσα μου, δεν πειράζει, τα δίνω το χειμώνα. Η εξεταστική του Ιανουαρίου του 1990 έφτασε, αλλά για μένα το κεφάλαιο γερμανική φιλολογία είχε κλείσει οριστικά.
Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου και δεν ασχολήθηκα ξανά, ειδικά από τη στιγμή που άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή μου, εκείνο της Ισπανίας. Οι αναμνήσεις όμως από εκείνη τη διετία ποτέ δεν έσβησαν. Μπορεί πολύ γρήγορα να έγινα τελειόφοιτος, αλλά δεν το είχε η μοίρα μου να φτάσω στο «απόφοιτος». Δεν πειράζει, σε τελική ανάλυση ήταν δική μου επιλογή. Πριν λίγες μέρες ανέβηκα στη γραμματεία της σχολής, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 32 χρόνια, για να φωτογραφίσω την καρτέλα μου και να την έχω ενθύμιο, στην περίπτωση που η απειλή της υπουργού γίνει πραγματικότητα και διαγραφώ διά παντός από τα μητρώα. Όταν είπα στον υπεύθυνο τον αριθμό μου, 672, δεν μπόρεσε να κρατηθεί, τον έπιασαν τα γέλια. Όταν με ρώτησε αν έχω αποφασίσει να δώσω τα τρία μαθήματα και να πάρω επιτέλους πτυχίο, έπιασαν εμένα τα γέλια. Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Και ο δικός μου «Αύγουστος» σταμάτησε στο 1989. Τώρα φαίνεται ότι θα σταματήσει και η ακαδημαϊκή μου ιδιότητα. Κανένα πρόβλημα. Η δική μου φοιτητική «αιωνιότητα» κράτησε 33 ολόκληρα χρόνια. Είναι υπέρ αρκετά, δε νομίζετε;
*Επιτρέψτε μου να αφιερώσω αυτό το κείμενο στον Νίκο, τον Παντελή, τον Αποστόλη, τον Αλέκο, τον Φίλιππο, την Ντανιέλα, τη Μαρία, τη Μαίριλυν, τον Δημήτρη και την Αγγέλα, τον Γιώργο, τον αδικοχαμένο Δημήτρη Μπατζακίδη και συνολικά σε όλα τα παιδιά της σχολής που βρεθήκαμε μαζί τη διετία 1987-1989.