33 χρόνια ανυπότακτος
Μια εκ βαθέων εξομολόγηση από έναν συντάκτη του ΟΝΕΜΑΝ σε μια ιστορία λούφας χωρίς παραλλαγή.
- 1 ΜΑΙ 2017
Αυτή, φαντάζομαι, είναι μια ιστορία που αν παρερμηνευτεί, θα εκνευρίσει αρκετούς από εσάς, αγαπητοί αναγνώστες, όμως σας διαβεβαιώνω, η πρόθεσή μου δεν είναι αυτή. Πρόκειται για μια σειρά γεγονότων, που καλύπτοντας μια περίοδο 33 χρόνων, περιγράφουν την σχέση μου με τον ελληνικό στρατό, αλλά και εκείνη του ελληνικού στρατού με εμένα. Σε αυτή την αμφίδρομη σχέση, υπάρχουν αρκετοί άλλοι παράγοντες που έπαιξαν τον ρόλο τους, από τον πατέρα μου και την ελληνική αστυνομία, μέχρι την ΕΥΠ (!) αλλά και την σχεδόν παροιμιώδη μανία μου να κρατάω αντικείμενα, έγγραφα και αποδείξεις που για τους περισσότερους είναι άχρηστα και βρίσκουν πάραυτα τη θέση τους στα σκουπίδια. Φυσικά μια από τις βασικές πρωταγωνίστριες είναι και η ελληνική δικαιοσύνη, αυτή η οποία έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας, συν το στρατοδικείο, το οποίο πρέπει να παραδεχτώ ότι υπήρξε απόλυτα φιλόξενο μαζί μου. Για να ολοκληρώσω αυτόν τον μικρό πρόλογο, πριν ξεκινήσω, να πω ότι αυτό το κείμενο δεν απευθύνεται σε καμία περίπτωση σε στρατόκαυλους.
Η αναβολή και ο κυρ Μίμης
Ξεκινάμε λοιπόν από το σωτήριο έτος 1984, όταν τελείωσα το 7ο Λύκειο Παγκρατίου και λίγους μήνες αργότερα, στο τέλος Αυγούστου, έμαθα ότι είχα περάσει στην Γερμανική Φιλολογία της Αθήνας. Δεν ασχολήθηκα καθόλου – τουλάχιστον εκείνη την πρώτη περίοδο – με το Πανεπιστήμιο, είχα πάει μόνο να γραφτώ για να εξασφαλίσω το περίφημο φοιτητικό πάσο και στη συνέχεια πήγα τελείως πάσο στα μαθήματα και τις εξετάσεις, μέχρι το 1987, όταν έκανα θριαμβευτική επανεμφάνιση, αλλά αυτή είναι μια τελείως άλλη ιστορία. Αυτό που σίγουρα δεν είχα κάνει, από πλήρη αδιαφορία (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;), ήταν να ενημερώσω το στρατολογικό γραφείο για την εγγραφή μου στο Πανεπιστήμιο, έτσι ώστε να πάρω την αναβολή.
Έτσι λοιπόν, τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου του 1985, ένας αστυνομικός έφερε στο σπίτι το δελτίο κατατάξεως, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να παρουσιαστώ στις 16 Απριλίου στο Ναύπλιο, ώστε να υπηρετήσω τη θητεία μου στο ένδοξο σώμα του Μηχανικού. Το χαρτί επιδόθηκε στον πατέρα μου (απόστρατος αξιωματικός), ο οποίος έγινε έξαλλος. Όχι μαζί μου, όπως θα έπρεπε, αφού είχα αμελήσει τα βασικά, αλλά με τον ελληνικό στρατό, ο οποίος ήθελε να με αρπάξει από την ακαδημαϊκή μου καριέρα. Μια και δυο λοιπόν ο στρατηγός, πήρε όλα τα χαρτιά μου της εγγραφής στη σχολή μαζί με το δελτίο κατάταξης και πήγε στο στρατολογικό γραφείο στο Ρουφ. Ειλικρινά δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση των φουκαράδων που αντιμετώπισαν την οργή του όταν έφτασε εκεί.
Το πρώτο (και τελευταίο) δελτίο κατάταξης που πήρα στις αρχές του 1985. Δυστυχώς η σχέση Θανάση – Μηχανικού δεν καρποφόρησε.
Μου τα διηγήθηκε μετά, με μια αίσθηση υπεροχής είναι η αλήθεια και δεν το κρύβω, τον είχα απολαύσει. “Είπα σε αυτούς τους κακεντρεχείς ότι θα έπρεπε να ενημερώνονται πριν στείλουν χαρτιά δεξιά και αριστερά. Ο γιος μου είναι ακαδημαϊκός πολίτης, φοιτά (λέμε τώρα) στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και δεν έχει χρόνο για χάσιμο!” Οι φαντάροι βάρεσαν κανά δυο προσοχές μόλις έμαθαν τον βαθμό του και ο κυρ Μίμης επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος στο σπίτι. Την ίδια στιγμή, εγώ είχα πάρει και επίσημα πλέον δεκαετή αναβολή, κάτι που μου εξασφάλιζε πλήρη αποχή από στρατιωτικές σκοτούρες μέχρι το 1994. Τα χρόνια κύλησαν, το 1989 πήγα για πρώτη φορά στην Ισπανία, έναν χρόνο αργότερα έκανα την πρώτη μου εγκατάσταση εκεί, το 1991 επέστρεψα γιατί ο στρατηγός είχε πρόβλημα υγείας και τελικά το 1993 έγινα μόνιμος κάτοικος στην χώρα της Ιβηρικής.
Το 1994, όταν έληξε η αναβολή μου, ανανεώθηκε αυτόματα από το ίδιο το ελληνικό στράτευμα για δυο ακόμα χρόνια. Το πάρτι λοιπόν συνεχίστηκε μέχρι το 1996, όμως κάπου εκεί ξεκίνησαν τα πρώτα προβλήματα. Τον Ιούνιο, ένας αστυνομικός παρουσιάστηκε στο σπίτι στο Παγκράτι, ρωτώντας τον πατέρα μου πού βρισκόμουν. Η απάντηση του κυρ Μίμη έγραψε ιστορία: “Ο Θανάσης είναι στην Ισπανία, αλλά δεν γνωρίζω πού ακριβώς. Αν μάθετε, πάρτε με ένα τηλέφωνο να μου πείτε κι εμένα!” Το δεύτερο ‘χτύπημα’ ήρθε στα μέσα Σεπτέμβρη. Είχα επιστρέψει για λίγες μέρες στην Ελλάδα και όταν πήγα στο Ελληνικό για να πετάξω στη Σεβίλλη, ένας ευγενέστατος αστυνομικός στον έλεγχο διαβατηρίων, μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσα να ταξιδέψω: “Λυπάμαι κύριε Κρεκούκια, υπάρχει απαγόρευση εξόδου για εσάς από τη χώρα, θα πρέπει να πάτε στο στρατολογικό γραφείο και να τακτοποιήσετε τις υποχρεώσεις σας”.
Το αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες
Οκ, πίσω στο σπίτι και μετά στον Λέντζο για καφέ και συμβούλιο με τους κολλητούς. Τι γίνεται τώρα; Να ανοίξω μια μικρή παρένθεση εδώ για να πω ότι στα πλαίσια του χαβαλέ, όλα αυτά τα χρόνια, όταν η συζήτηση ερχόταν στα φανταρικά και τις θητείες, τα άτομα που δεν με γνώριζαν και με ρωτούσαν πού είχα υπηρετήσει, έπαιρναν πάντοτε την εξής απάντηση: “Πρασινοσκούφης ήμουν, αλλά αποσπάστηκα σχετικά γρήγορα στις Βρυξέλλες, στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ”. Πάρτυ οι κολλητοί κάθε φορά που ακουγόταν το παραμύθι, όλοι σοβαροί ώστε ο ανυποψίαστος συνομιλητής να ψαρώσει. Όλα αυτά με όλο τον σεβασμό στους πραγματικούς καταδρομείς, ας με συγχωρήσουν, αλλά όταν γεννήθηκε η συγκεκριμένη απάντηση, αυτοί μου ήρθαν κατευθείαν στο μυαλό, με σκοπό φυσικά να εντυπωσιάσω το εκάστοτε ‘θύμα’. Για να είμαι ειλικρινής, ο συγκεκριμένος χαβαλές συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, σε πολύ μικρότερη συχνότητα φυσικά, αλλά κάθε φορά που βγαίνει στη φόρα, οι φίλοι-γνώστες της αλήθειας κλαίνε από τα γέλια. Το ίδιο κι εγώ.
Το πιο κοντινό σε σκηνάκι που έχω κάνει. Τουλάχιστον η σκηνή ήταν στρατιωτική, του κυρ Μίμη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Η αποθέωση αυτής της ατάκας με τους πράσινους μπερέδες και το ΝΑΤΟ, είναι ότι δεν είχα ιδέα αν υπήρχε αρχηγείο στις Βρυξέλλες, έτσι μου ήρθε και το είπα. Και ποτέ δεν έψαξα αν ίσχυε. Αυτό όμως που ίσχυε πάντα, ήταν η αντίδραση του απέναντι, που πάθαινε πλάκα. Ειδικότερα κάτι στρατόκαυλους, δεν τους γλένταγα μόνο εγώ, αλλά και ολόκληρη η παρέα. Τί αλεξίπτωτα, τί ελικόπτερα, τί επιχειρήσεις, τί έτσι, τί αλλιώς, αφήστε τα. Ταγματάρχης τουλάχιστον! Να επανέλθω όμως στο 1996. Ακόμα και αν αποφάσιζα να πάω φαντάρος, είχα ένα ολόκληρο νοικοκυριό στην Ισπανία, κάτι έπρεπε να γίνει για να φέρω τα πράγματα πίσω. Τέλος πάντων, το πήρα απόφαση και πήγα στο Ρουφ. Με υποδέχτηκαν δυο καραβανάδες στο γραφείο, ένας λοχίας και ένας συνταγματάρχης. “Γεια σας, ήρθα”. “Καλώς τον, ήρθε η ώρα σου”. “Οκ, αλλά ξέρετε, το και το, έχω ένα κάρο πράγματα στη Σεβίλλη”. “Και τι θέλεις;” “Να μου ανανεώσετε το διαβατήριο για 6 μήνες (έληγε σε λίγες εβδομάδες), να πάω στην Ισπανία, να φέρω πίσω τα σέα μου και μετά να πάω φαντάρος”.
Αντί για απάντηση, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και άρχισαν να γελάνε και να κάνουν καζούρα. “Ρε συ, τι λες; Να του δώσουμε καινούργιο διαβατήριο;” “Μπαααα, δεν νομίζω”. Κατάλαβα ότι εκεί δεν θα έβγαζα άκρη, τους χαιρέτησα και έφυγα. Ξανά στο μηδέν. Και εκεί που το σκεφτόμουν τί ακριβώς να κάνω, ένας φίλος (όνομα δεν θα πω) μου είπε να ρωτήσω τον πατέρα του αν μπορούσε να με βοηθήσει, γιατί είχε κάτι μυστήριες άκρες. Πράγματι, τον πήρα τηλέφωνο, συναντηθήκαμε και μου είπε ότι θα με έστελνε σε έναν γνωστό του, ο οποίος πιθανότατα θα με έφτιαχνε. Μου είχε κλείσει ραντεβού το άλλο πρωί. “Θα πας στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, στον 7ο όροφο, στο τάδε γραφείο”. Μια και δυό, έφτασα εκεί, άφησα την ταυτότητα στην είσοδο, πήρα το ασανσέρ, έφτασα στον έβδομο όροφο, βρήκα το γραφείο που μου είχε πει και έμεινα να κοιτάζω την ταμπέλα πάνω στην πόρτα σα χαζός: “Υπηρεσία γεωργικής ανασυγκρότησης”… WTF?
Η υπηρεσία γεωργικής ανασυγκρότησης
Παρά την έκπληξή μου, χτύπησα την πόρτα, άκουσα από μέσα ένα υπόκωφο “εμπρός”, άνοιξα, μπήκα και βρέθηκα μπροστά σε ένα γραφείο, το οποίο είχε πάνω του μόνο δυο τηλεφωνικές συσκευές. Τίποτα άλλο. Με μια γρήγορη σάρωση του δωματίου, βρήκα και μια μεταλλική βιβλιοθήκη, παντελώς άδεια, μέχρι εκεί. Το ντεκόρ συμπλήρωναν δυο καρέκλες και ένας μυστήριος τύπος που καθόταν πίσω από το γραφείο και έδειχνε να έχει τόση σχέση με την γεωργία, όση εγώ με την πυρηνική φυσική. “Καλημέρα σας, είμαι…” “Ξέρω”, ήρθε η ξερή απάντηση, πριν καν προλάβω να πω το όνομά μου. “Κάθισε”, συνέχισε ο μυστήριος. Κάθισα. Σήκωσε το ένα τηλέφωνο, σχημάτισε έναν αριθμό και μίλησε για περίπου 20 δευτερόλεπτα μέσα από τα δόντια του. Μετά άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα στυλό και ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε κάτι πάνω και μου το έδωσε. “Θα πας εκεί αύριο το πρωί και θα ζητήσεις αυτόν. Θα σου κάνει τη δουλειά σου”.
Ήταν φανερό ότι η συνάντησή μας είχε ολοκληρωθεί, πήρα το χαρτί, τον ευχαρίστησα, κάτι γρύλισε, άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Τώρα, προφανώς και δεν χρειάζεται να σταθούμε περισσότερο στην ιδιότητα του μυστήριου. Φαντάζομαι συνεννοούμαστε. Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στην υπηρεσία διαβατηρίων, η οποία βρισκόταν στην Πατησίων, δίπλα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, αν θυμάμαι καλά. Μου έδειξαν πού βρισκόταν το γραφείο του ραντεβού μου, χτύπησα την πόρτα, δεν άκουσα τίποτα, άνοιξα και μπήκα. Ένας άλλος μυστήριος, αυτός με στολή, καθόταν πίσω από ένα γραφείο. “Καλημέρα σας, είμαι…” “Ξέρω”, με κάρφωσε ο μυστήριος και μου έδειξε την καρέκλα. Άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα στυλό και ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε κάτι πάνω και μου το έδωσε. “Θα πας τώρα στο τάδε γκισέ και θα πεις ότι σε έστειλα εγώ”. Σηκώθηκα μαθημένος πλέον, ευχαρίστησα και πήγα στη μεγάλη αίθουσα με τα πολλά γκισέ, στο συγκεκριμένο που μου είχε πει.
Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, στον 7ο όροφο του οποίου στεγαζόταν η Υπηρεσία Γεωργικής Ανασυγκρότησης…
Μπροστά μου ήταν δυο-τρεις, στάθηκα στην ουρά, όμως ο τύπος από το γκισέ μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Του έδειξα αυτούς που περίμεναν πριν από μένα, με αγριοκοίταξε και μου ξανάκανε νόημα. Πήγα, μου ζήτησε τα απαραίτητα δικαιολογητικά, του τα έδωσα και μου είπε να περιμένω μέχρι να με ξαναφωνάξει. Μετά από πέντε λεπτά, μου ξανάκανε νεύμα, πήγα δίχως δεύτερη κουβέντα και μου έδωσε πίσω το διαβατήριο, ανανεωμένο για έξι μήνες! Έφυγα χωρίς πολλά πολλά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τί είχε γίνει. Το ‘υπόγειο’ σύστημα είχε κάνει το θαύμα του. Δυο μέρες μετά, περνούσα χωρίς πρόβλημα τον έλεγχο διαβατηρίων στον ανατολικό αερολιμένα του Ελληνικού, επιστρέφοντας στη Σεβίλλη. Εκεί, όταν ξεκίνησε και πάλι η καθημερινότητα, ξέχασα τον ελληνικό στρατό και την προοπτική να φορέσω τα χακί. Πάντως, επειδή από την αρχή του κειμένου είχα μιλήσει για αμφίδρομη σχέση, το ίδιο με ξέχασε και ο ελληνικό στρατός, ο οποίος με ξαναθυμήθηκε ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, το 2012!
Το πλοίο θα σαλπάρει
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, μεσολάβησαν κάποια γεγονότα ακόμα. Καταρχήν, το διαβατήριο έληξε ξανά μετά από έξι μήνες. Ήταν Αύγουστος του 1997, όταν είχα έρθει πάλι για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Θα μου πείτε, καλά, δεν φοβόσουν ότι δεν θα σε άφηναν να επιστρέψεις πάλι στην Ισπανία; Με πάση ειλικρίνεια, όχι. Και αυτό επειδή είχα τα μυαλά μου πάνω απ’ το κεφάλι μου και ήμουν σίγουρος ότι θα βρεθεί ξανά λύση. Και βρέθηκε. Και μάλιστα επίσημη. Καταρχήν να σας πω ότι τότε τα τερματικά των ελληνικών αεροδρομίων είχαν απευθείας σύνδεση με το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, έτσι ήταν ενημερωμένα για τους ανυπότακτους που είχαν απαγόρευση εξόδου. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τα λιμάνια. Και όχι μόνο ήταν ‘ανοχύρωτα’ κέντρα διερχομένων τα ελληνικά λιμάνια, αλλά είχε αρχίσει να ισχύει και η ελεύθερη διακίνηση πολιτών της Ένωσης, λόγω της συνθήκης Σένγκεν, κάτι που σήμαινε ότι αρκούσε η αστυνομική ταυτότητα για να ταξιδέψω στην Ισπανία!
Για να μην τα πολυλογώ, φύγαμε από την Αθήνα μαζί με έναν φίλο και το αυτοκίνητό του και φτάσαμε στην Πάτρα. Όλα ήταν σχεδιασμένα όπως έπρεπε. Μέχρι και εισιτήριο είχα αγοράσει για τον κολλητό (που δεν θα ταξίδευε), για να πάει εκείνος πρώτος στον έλεγχο και να τεστάρουμε αν πραγματικά ίσχυαν τα περί ξέφραγου αμπελιού. Πράγματι ο Χάρης πήγε στον έλεγχο και μετά από 5 λεπτά ήρθε σε μένα, λέγοντάς μου “πήγαινε, δεν τρέχει μία, πέρασα αέρα”. Πράγματι, χαιρετηθήκαμε, πήγα στον έλεγχο, είδα τον αστυνομικό χυμένο σε μια καρέκλα να λύνει ένα σταυρόλεξο, του έδωσα την ταυτότητα και το εισιτήριο, ούτε καν με κοίταξε, έβαλε μια σφραγίδα και γύρισε στα οριζοντίως και καθέτως. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Μα τόσο εύκολο; Και όμως. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόμουν στο κατάστρωμα του πλοίου, πλέοντας για το Μπάρι.
Το φιλόξενο, όπως αποδείχτηκε για μένα, λιμάνι της Πάτρας.
Ένιωθα τόσο ενθουσιασμένος, που όταν ξανοιχτήκαμε στο πέλαγο, έκανα μια κίνηση σαν εκείνη του Ντι Κάπριο στον Τιτανικό, λίγους μήνες πριν βγει στις αίθουσες ο Τιτανικός. Και όχι ακριβώς με τα χέρια σε έκταση, αλλά σε πλήρη ανάταση και αμέσως μετά σε ξαφνική κάθοδο, αν καταλαβαίνετε τί θέλω να πω. Στο Μπάρι, πήρα το τρένο για τη Ρώμη και από εκεί το αεροπλάνο για Μαδρίτη. Το ίδιο κόλπο εφαρμόστηκε για δυο-τρεις φορές ακόμα. Όταν ερχόμουν από Ισπανία, δεν είχα πρόβλημα, έπαιρνα κανονικά το αεροπλάνο. Και όταν επέστρεφα από Ελλάδα, η Πάτρα ήταν το αποκούμπι. Το 1999 επέστρεψα μόνιμα στα πάτρια εδάφη, οπότε δεν χρειάστηκε να ξανακάνω την ταρζανιά. Και ο στρατός είχε σταματήσει να με απασχολεί. Αν με θέλουν, ας με ψάξουν, δεν κρύβομαι. Και δεν με έψαξαν. Σαραντάρισα, παντρεύτηκα, ξεκίνησα να εργάζομαι στην 24Media, ψηφίστηκε κι εκείνος ο ευεργετικός νόμος για τους γεννηθέντες από το 1966 και πριν που με έπιανε στο τσακ και ο οποίος έλεγε ότι το ελληνικό κράτος δεν θα ασχολιόταν μαζί μας και το γλυκό έδεσε.
12 μήνες με τριετή αναστολή
Και όμως, τελικά τα τσακάλια με θυμήθηκαν. Το 2012. Εγώ πλέον σε ηλικία 46 ετών! Ήρθε στο σπίτι μια κλήση από το στρατοδικείο Αθηνών να πάω για να καταθέσω. Τί ακριβώς, δεν έλεγε. Με τη συνοδεία του δικηγόρου μου και έχοντας μαζί μου έναν φάκελο με χαρτιά, παρουσιάστηκα στην στρατοδίκη, μια κυρία με γαλόνια γύρω στα 55, η οποία μου εξήγησε ότι υπήρχε νέα απαγόρευση εξόδου από τη χώρα για μένα (προφανώς για τα κράτη εκτός Σένγκεν) και πως έπρεπε να αποδείξω ότι το 1996 που κηρύχτηκα ανυπότακτος, ήμουν πράγματι μόνιμος κάτοικος Ισπανίας. Εκεί λειτούργησε η παραξενιά μου που έγραψα στην αρχή, να μαζεύω δηλαδή τα πάντα. Παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει 13 χρόνια από τότε που είχα αφήσει πίσω μου την Ισπανία, ο φάκελος που είχα μαζί μου είχε τα πάντα. Χαρτιά του πανεπιστημίου της Σεβίλλης, συμφωνητικά ενοικίου, μαζί και αποδείξεις πληρωμών, τα τραπεζικά βιβλιάρια από τις δυο ισπανικές τράπεζες που είχα νταραβέρι, διάφορα άλλα έγγραφα που αποδείκνυαν την συνεχή παραμονή μου στην Ισπανία.
Και τέλος, το ατού που εντυπωσίασε την κυρία στρατοδίκη. Την φοιτητική ταυτότητα από το διδακτορικό πρόγραμμα του οποίου ήμουν μέλος. “Ω, έχετε κάνει διδακτορικό;”, με κοίταξε ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Δεν απάντησα, απλά έσκυψα το κεφάλι με συστολή. Γιατί πώς να της έλεγα ότι ναι, είχα δώσει εξετάσεις και είχα μπει στο διδακτορικό, αλλά πιο πιθανό ήταν να γίνω συνταγματάρχης στον ελληνικό στρατό, παρά να πάρω τον τίτλο του διδάκτορος; Το άφησα λοιπόν τελείως φλου και η στρατοδίκης, αφού μάζεψε τα χαρτιά που είχα αραδιάσει μπροστά της, πήγε σε ένα διπλανό γραφείο και μόλις επέστρεψε, μου ανήγγειλε πως είχε αρθεί η απαγόρευση εξόδου και πως στο μέλλον υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να γίνει δίκη, για την οποία θα με ειδοποιούσαν. Αλλά επίσης δεν ήταν απίθανο το όλο θέμα να έμπαινε στο αρχείο. Το αφήσαμε εκεί, την χαιρέτησα και έφυγα.
Η σύνθεση του στρατοδικείου. Λιώνω με το “στο όνομα του ελληνικού λαού”…
Τα χρόνια κύλησαν, ειδοποίηση δεν μου ήρθε ποτέ, όμως πριν λίγες εβδομάδες, κοιτάζοντας η κυρία μου το TAXIS, είδε ένα χρέος 200 ευρώ, το οποίο παρουσιαζόταν στην καρτέλα μου από το στρατοδικείο Αθηνών! “Τι είναι τούτο πάλι;” αναρωτήθηκα και την επόμενη μέρα πήγα στο Ρουφ για να βγάλω άκρη. Βρήκα το στρατοδικείο και με υποδέχθηκε μια ακόμη στρατοδίκης. “Γεια σας, στο TAXIS υπάρχει αυτό το χρέος. Από πού προκύπτει;” “Δικαστικά έξοδα κύριε Κρεκούκια”. Έμεινα να την κοιτάζω σα χάνος. Το πήρε χαμπάρι και συνέχισε: “Δικαστήκατε ερήμην τον Μάρτιο του 2014, καταδικαστήκατε για ανυποταξία σε έναν χρόνο φυλάκισης με τριετή αναστολή, οπότε πρέπει να πληρώσετε τα δικαστικά έξοδα”. Κάγκελο εγώ. “Συγνώμη, δεν θα έπρεπε να έχω ειδοποιηθεί;” “Προφανώς κύριε Κρεκούκια. Σας επιδόθηκε ειδοποίηση από την αστυνομία, αλλά πιθανόν δεν σας βρήκαν στο σπίτι σας, το θυροκόλλησαν και ίσως χάθηκε”.
Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε η επιφοίτηση. “Αν καταδικάστηκα τον Μάρτιο του 2014 με τριετή αναστολή, τότε, αφού βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 2017, αυτό σημαίνει ότι πέρασαν τα τρία χρόνια, σωστά;” “Σωστά κύριε Κρεκούκια”. “Δηλαδή αυτό ήταν; Ξεμπέρδεψα από τον ελληνικό στρατό;” “Μάλιστα κύριε Κρεκούκια. Όταν εξοφλήσετε και τα 200 ευρώ, τότε ο ελληνικός στρατός δεν θα ασχοληθεί μαζί σας ποτέ ξανά”. Στο τσακ ήμουν να την ρωτήσω αν υπήρχε η περίπτωση να με καλέσουν στο μέλλον για εκπαίδευση στα νέα όπλα ή αν τα 33 χρόνια της ξεχωριστής μου σχέσης με το στράτευμα δικαιολογούσαν κάποιον βαθμό ή παράσημο, αλλά είπα να το αφήσω, γιατί εκτός από την στρατοδίκη, στο γραφείο υπήρχαν και τρεις νταγλαράδες της στρατιωτικής αστυνομίας, οι οποίοι δεν έδειχναν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την γνωριμία ενός κατ’ εξακολούθηση ανυπότακτου. Οπότε ευχαρίστησα, πήρα το αντίγραφο της καταδίκης μου, ψιθύρισα ένα “γεια σας στραβόγιαννα, εγώ απολύθηκα”, τόσο σιγά ώστε να μην φτάσει ποτέ στα αυτιά τους και αναχώρησα.
Ιδού και η καταδίκη!
Αυτή μέσες άκρες ήταν η ιστορία μου με τον στρατό. Ξεκίνησε στα 18 μου από προσωπική μου αμέλεια και ολοκληρώθηκε μετά από 33 χρόνια, στα 51 μου, με μια καταδίκη και 200 ευρώ. Σε όλα αυτά τα χρόνια, η μοναδική μας επαφή ήταν δυο επισκέψεις αστυνομικών στο σπίτι (το 1985 και το 1996), μια κατάθεση στο στρατοδικείο το 2012 και η τελευταία συνάντηση το 2017. Αν με ρωτήσετε πώς νιώθω που δεν υπηρέτησα την μαμά πατρίδα, θα σας απαντήσω ότι δεν μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. Απλά έτυχε να μην κάτσει. Προφανώς και δεν πέρασε ούτε μια φορά από το μυαλό μου να κοροϊδέψω όσους έκαναν τη θητεία τους, αντίθετα, κάθε φορά που βγαίνει στην επιφάνεια το θέμα, ακούω πάντα με ενδιαφέρον τις ιστορίες των φίλων και των γνωστών. Αν μου λείπει το ότι δεν υπηρέτησα; Καθόλου. Δεν έχει νόημα να λέω δράκους. Από την άλλη, ουδέποτε αγχώθηκα στην προοπτική. Έτυχε να μην ‘συναντηθούμε’, φαίνεται ότι και εγώ και ο στρατός, είχαμε άλλες προτεραιότητες. Και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν χάλασε κανέναν από τους δυο μας.