8 απλές ελληνικές λέξεις με περίπλοκη ιστορία
- 26 ΝΟΕ 2018
Το ότι η ετυμολογία μιας λέξης δείχνει και τη σημασία της είναι ένα κλασικό λάθος που αντιμετωπίζει κανείς συχνά. Κάθε λέξη με την πορεία της μέσα στο χρόνο μπορεί να επεκτείνει τη σημασία της ή, αντίθετα, να μικρύνει το σημασιολογικό της εύρος, μπορεί επίσης μορφολογικά να χάσει κάποια από τα στοιχεία της ή να προσθέσει άλλα, χωρίς να σημαίνει ότι οι νέες σημασίες που έρχονται δεν είναι ‘αληθινές’ ή οι νέες μορφές λάθος. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες των λέξεων είναι φανταστικά ενδιαφέρουσες, ιδίως μάλιστα εκείνες που δεν αφήνουν ίχνη πάνω στις λέξεις.
Ψάρι
Η αρχαία ελληνική λέξη για το ‘ψάρι’ ήταν η λέξη ‘ιχθύς’ (βλ. το ζώδιο ή τη λέξη ιχθυοπωλείο). Η λέξη ψάρι έχει προκύψει από το υποκοριστικό ‘οψάριον’ της λέξης ‘όψον’ που σήμαινε περισσότερο ‘μεζές’, προφανώς γιατί στην ελληνιστική εποχή το ψάρι θεωρούνταν κάτι σαν τον εγκέφαλο του αρνιού για τους θείους μας στα οικογενειακά τραπέζια: o καλύτερος μεζές.
Νερό
Νομίζω είναι η αγαπημένη μου ιστορία λέξης εδώ. Η αρχαία ελληνική λέξη για το νερό ήταν ως γνωστόν ‘ύδωρ’, που έχει μείνει σε πολλές λέξεις της νέας ελληνικής (βλ. υδραγωγείο, υδάτινος, υδατάνθρακας, κτλ). Το νερό έχει σχέση με το επίθετο ‘νεαρός’. Στην ελληνιστική εποχή υπήρξε η έκφραση ‘νεαρόν ύδωρ’ δηλαδή ‘φρέσκο νερό’. Στην πορεία των χρόνων και μετά από διάφορες φωνητικές αλλαγές το ‘νεαρόν’ που έγινε ‘νερό’ και το ‘ύδωρ’ απαλείφθηκε.
Ποντικός
Παρεμφερής ιστορία με εκείνη του νερού. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη που σήμαινε ποντίκι ήταν η λέξη ‘μυς’. Το ποντικός ήρθε μέσα από τη φράση ‘ποντιακός μυς’ (δηλαδή, ο μυς, ο ποντικός που προέρχεται από τον Εύξεινο Πόντο). Στην πορεία του χρόνου ο ‘ποντιακός’ έγινε ‘ποντικός’ και το ‘μυς’ εξαλείφθηκε φαντάζομαι λόγω και της πολύ δύσκολης κλίσης του.
Γερός
Ο γερός είναι εκείνος που δείχνει να έχει δύναμη, ότι μπορεί να σταθεί, αυτόν που είναι υγιής. Παραδόξως, η λέξη έχει όντως ετυμολογική σχέση με τη λέξη ‘υγεία’. Η λέξη έρχεται από το επίθετο ‘υγιηρός’ που σήμαινε αυτόν που (δείχνει να) έχει καλή υγεία.
Μάτι
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρχαν δύο λέξεις για το μάτι, ο ‘οφθαλμός’ και το ‘όμμα’ (το ‘ώμμαι’ είναι μέσος παρακείμενος του ρήματος ορώ). Η λέξη μάτι ήρθε, λοιπόν, από το υποκοριστικό της λέξης ‘όμμα’, το ‘ομμάτιον’. Στην πορεία χάθηκε το διπλό ‘μμ’ και το αρχικό ‘ο’ και χάθηκε και, όπως σε όλες τις αντίστοιχες λέξεις, η κατάληξη ‘ον’ του ουδετέρου.
Τσόντα
Η πρώτη σημασία της λέξης ‘τσόντα’, όπως θα τη βρει κανείς στα περισσότερα λεξικά, είναι το ‘μικρό κομμάτι’ (βλ.”θες να τσοντάρω κάτι;”). H λέξη ‘τσόντα’ άρχισε να σημαίνει ‘πορνογραφία’ πολύ αργότερα και η ιστορία της σημασιολογικής επέκτασης είναι φανταστική. Παλιότερα η προβολή πορνογραφικού υλικού στους κινηματογράφους δεν ήταν και η πιο εύκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα διάφοροι κινηματογράφοι να δείχνουν ότι φαινομενικά προβάλλουν μια κανονική ταινία και στο ενδιάμεσο να την κόβουν με σκηνές πορνό, άσχετες με την ταινία. Σιγά-σιγά η τσόντα αυτονομήθηκε τόσο ως κινηματογραφικό είδος, όσο και ως λέξη, και κράτησε τη σημασία που έχει σήμερα.
Κερατάς
Αυτή την ετυμολογία τη διάβασα από ένα κείμενο στο αγαπημένο blog του Νίκου Σαραντάκου. Το μυαλό μου πήγαινε κάπου στη ‘διαβολική πράξη της απιστίας’, αλλά υπάρχει η εξήγηση του Μιχαήλ Ψελλού, από τον 11ο αιώνα (!), που λέει ότι τα αρσενικά κερασφόρα ζώα δεν απαιτούν μονογαμία, σε αντίθεση με άλλα ζώα που τα παραθέτει ως ζηλότυπα (πχ τα άλογα). Φαίνεται αρκετά αληθοφανής ετυμολογία με δεδομένο πως, όπως λέει και ο Σαραντάκος, στον Μεσαίωνα, που φαίνεται να δημιουργείται η μεταφορά, οι άνθρωποι είχαν όντως πολύ στενή σχέση με τα ζώα, παρατηρούσαν τη συμπεριφορά τους και την παρομοίαζαν με ανθρώπινες συμπεριφορές.
Κρασί
Η λέξη ‘κρασί’ αντικατέστησε την αρχαιοελληνική λέξη ‘οίνος’ στα βυζαντινά χρόνια. Η λέξη στην ορθοδοξία έγινε εκκλησιαστική (βλ. ‘άρτος και οίνος’), με αποτέλεσμα να χρειάζεται να βρεθεί μια νέα λέξη που να διαφοροποίειται και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο. Το ‘κρασι’ προέρχεται από τη λέξη ‘κράσις’ που σήμαινε ανάμειξη και αντανακλά τη συνήθεια των Ελλήνων να πίνουν το κρασί τους αναμεμειγμένο με νερό (οίνος κεκαρμένος που έλεγε -λανθασμένα- και ο βυζαντινοτέτοιος).