Ακάκιεεε, τα μακαρόνια να είναι Misko
- 14 ΝΟΕ 2013
Αν υπήρχε αυτή η άτιμη η μηχανή του χρόνου και μπορούσε να μας γυρίσει στην εποχή που σχηματίζαμε για πρώτη φορά γνώμη και εικόνα για τα μακαρόνια, θα αποδεικνυόταν περίτρανα το εξής: Η πρώτη μας αντίληψη για αυτά δεν είναι μια αχνιστή σπαγγέτι απλωμένη σε βαθύ πιάτο, αλλά ένα πακέτο μακαρόνια Misko. Κλειστό. Αυτό το φούξια που καθόρισε τις διατροφικές μας συνήθειες.
Επιστρέφω για μια στιγμή στο αιώνιο δίλημμα της προηγούμενης εβδομάδας, στο οποίο ο υπογράφων ψήφισε πένες αντί για σπαγγέτι. Μπορεί να διαφωνήσαμε στην επιλογή, αλλά διάβασα και ξαναδιάβασα την τοποθέτηση του Θανάση Κρεκούκια υπέρ των σπαγγέτι. Στο τέλος της ημέρας, λίγη σημασία έχει αυτή η κόντρα. Είτε πένες είτε μακαρόνια, βαθιά μέσα τα Misko είχαμε και οι δύο στο μυαλό.
Η σχέση μας με τα μακαρόνια Misko προφανώς ξεκινάει πάνω από μια κατσαρόλα ή έστω δίπλα απ’ τη μαμά μας που ήταν πάνω απ’ την κατσαρόλα και βγάζει με μια μεγάλη κουτάλα τρία ή τέσσερα μακαρόνια για να δοκιμάσουμε αν έχουν πάρει βράση.
Το μυστικό με τα Misko (όπως το καταλαβαίνει ένας άνθρωπος που και τις έξι φορές που μαγείρεψε στη ζωή του, έφτιαξε μακαρόνια) είναι αφοπλιστικά απλό. Είναι η γεύση τους και η ‘συμβατότητα’ με κάθε σάλτσα ή μαγειρικό πειραματισμό. Δεν χρειάζεται να ξέρεις να διαβάζεις τα άστρα για να το καταλάβεις.
Μετά τα πειράματα, ερχόταν η ώρα της ‘ανάποδης βάπτισης’. Η ώρα που η κουτάλα θα έβγαζε απ’ το βραστό νερό τα Μακαρόνια, το αποτέλεσμα, αυτόν τον συμπαγή όγκο που θα ξεκουραζόταν-κουλουριαζόταν μετά από λίγα δευτερόλεπτα στο πιάτο σου.
Επειδή σου αξίζει κάθε γνωστή τιμωρία αν δεν παίξεις παραδοσιακά με τα μακαρόνια Misko, στο σπίτι μας -και φυσικά σε αυτό της γιαγιάς- κανείς δεν πάντρευε τα μακαρόνια με τη σάλτσα ή με τον κιμά μακριά από το πιάτο. ΟΚ, μπορεί το να πετάς τη σπαγγέτι στο τηγάνι με τη σάλτσα να είναι το πιο βολικό πράγμα στον κόσμο, αλλά όχι. Το πάντρεμα εκεί που μεγάλωσα γινόταν αυστηρά στο πιάτο.
Το δέσιμο με τα μακαρόνια Misko περνάει από ένα σωρό στάδια, με κεντρικό την πρώτη γνωριμία μαζί τους. Κατά τ’ άλλα, εξαντλώντας τα της μεταξύ μας επαφής όσο ήμασταν παιδιά, δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεχάσουμε τις ένδοξες μέρες που ώρες πριν σχολάσει η μαμά ανοίγαμε το ντουλάπι, παίρναμε 5-6 μακαρόνια και τα τρώγαμε ωμά.
Άξιζε τις -συγκρατημένες είναι η αλήθεια- φωνές που ακούγαμε μετά.
Η δεύτερη φάση της καθοριστικής ανάμιξης των Misko στη ζωή μας είναι η πρώτη στην οποία παίρνουμε τη ζωή στα χέρια (εντάξει, θα ηρεμήσω τώρα) και ένα πακέτο σπαγγέτι νούμερο έξι για να μαγειρέψουμε εμείς για εμάς. Εκεί που δεν ξέρουμε εκ πείρας πόσο πολύ πρέπει να είναι το πολύ βράσιμο.
Εκεί που τελικά πετυχαίνουμε κάτι κοντά στην κλασική γεύση μιας Misko σπαγγέτι σαν αυτές με τις οποίες μεγαλώσαμε και που θέλουμε να τουιτάρουμε “Jamie Oliver, you are a little cat”. Ευτυχώς, μια ανώτερη δύναμη μας συγκρατεί κάθε φορά.
Έτσι κι αλλιώς, η παράδοση και οι εικόνες που δημιούργησαν τόσο τα Misko όσο και η βασική μορφή των διαφημίσεών τους (πίστεψέ με, αξίζουν μερικά λεπτά για να τις χαζέψεις άλλη μια φορά) είναι αρκετά μεγάλες για να αποπνέουν σκέτο, αυτόματο σεβασμό.
Η μειλίχια φάτσα του Ακάκιου, το γαϊδούρι και τα oldschool καλάθια αντικατοπτρίζουν σε απόλυτο ποσοστό τον τρόπο με τον οποίο τα κατάφεραν τα μακαρόνια Misko όλα αυτά τα χρόνια. Αγνά, απλά και όσο αθόρυβα είναι τα πράγματα σε ένα μοναστήρι.
Θα έλεγα ότι το ίδιο αθόρυβα το έχουν καταφέρει και κάτι άλλοι μύθοι στην Ελλάδα, για παράδειγμα στον αθλητισμό (βλ. Γκάλης, Γιαννάκης, Διαμαντίδης, Σπανούλης), αλλά ίσως δεν χρειάζεται καν να το πάω προς τα εκεί. Γενικά, πάντως, ο αγνός και ήσυχος δρόμος οδηγεί σε θρύλους κι αυτό το βλέπεις στο πιάτο σου τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.
Τώρα, αν συνοδεύεις τη σπαγγέτι σου με γαρίδες, με κόκκινη σάλτσα, με κιμά, με λάδι και σκόρδο ή με οποιαδήποτε άλλη σάλτσα έχει γράψει σε σκονάκι η Μαμά, η απόφαση είναι δική σου. Αρκεί τα μακαρόνια να είναι Misko. Αυτό το ξέρεις από πριν.