Αποχαιρετώντας τα -άντα
Ένας συντάκτης του Oneman κλείνει τα 49, μπαίνει στα 50 και αποχαιρετάει με τον δικό του τρόπο τα -άντα, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό στα τελευταία 19 χρόνια της ζωής του.
- 17 ΑΠΡ 2015
Άντε να δω πώς ξεκινάει ένα τέτοιο κείμενο. Μεγάλο
μπέρδεμα. Εσωτερικό και εξωτερικό. Μπάχαλο. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Από πού να
το πιάσεις άραγε; Μάλλον μικρή σημασία έχει τελικά. Πιάστο κι όπου σε πάει. Για
να μη χασομεράμε λοιπόν, αύριο κλείνω τα 49 μου χρόνια και μπαίνω στο 50ο έτος
της ηλικίας μου. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αποχαιρετάω τα -άντα. Θα μου
πείτε, έχω έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά μου γι’ αυτό. Θα σας απαντήσω όχι!
Προτιμώ να το κάνω από τώρα, ώστε τέτοια μέρα του χρόνου να υποδεχτώ όπως τους
αρμόζουν τα -ήντα. Έτσι κι αλλιώς, από πιτσιρικάς εφάρμοζα το εξής κόλπο.
Επειδή η 18η Απριλίου είναι σχετικά κοντά στο ξεκίνημα κάθε έτους, με το που
καβατζάριζε η Πρωτοχρονιά, πάντα μέτραγα έναν χρόνο περισσότερο χωρίς να
περιμένω τα γενέθλια για να κάνω την πρόσθεση. Που σημαίνει ότι από τον επόμενο
Γενάρη θα λέω 50, οπότε επιτρέψτε μου να πω αντίο στα -άντα από τώρα, σεβόμενος
τουλάχιστον τον “συμβολισμό” της εισόδου μου στα -ήντα.
Πάμε λοιπόν παρέα, σε ένα ταξίδι που κράτησε 19 χρόνια
και είχε απ’ όλα. Έκλεισα τα 30 μου στις 18 του Απρίλη του 1996. Εκείνα τα
γενέθλια με βρήκαν στην Ισπανία και τα γιόρτασα εν μέσω “Φέριας”,
όπου Φέρια είναι το μεγάλο ανοιξιάτικο, απριλιάτικο πανηγύρι στη Σεβίλλη, στο
οποίο ντόπιοι και επισκέπτες τρώνε, χορεύουν και κυρίως μπεκροπίνουν επί μια
ολόκληρη εβδομάδα, σε εικοσιτετράωρη βάση. Σε ένα μικρό διάλλειμα της
αλκοολικής κόλασης, βρεθήκαμε με την παρέα σε ένα μπαράκι (πού αλλού;) και
έσβησα τα 30 κεράκια της τούρτας σοκολάτας, πριν ξαναφύγουμε σχεδόν τρέχοντας
για την Feria. Από εκείνη τη
μέρα κύλησε πολύς χρόνος και έγιναν ακόμη περισσότερα. Τώρα βέβαια που τα
σκέφτομαι, μοιάζουν φιλμάκι, αλλά αν τα αραδιάσεις στη σειρά, ένα συμπέρασμα
βγαίνει: Ήταν γεμάτα αυτά τα 19 χρόνια, πολύ γεμάτα και αυτή είναι η πρώτη
ικανοποίηση. Στην ποσοτική ανάλυση τα πάμε καλά, οπότε ας δούμε τί γίνεται στην
ποιοτική.
Μαζί με τον Νίκο
Ας ξεκινήσω με τις απώλειες για να μπορώ να πάω στα
ευχάριστα μετά. Στα 33 μου έχασα τον πατέρα μου, αλλά και τον Νίκο, τον καλύτερο
φίλο μου. Ο μπαμπάς έφυγε στα χέρια μου, τον κρατούσα για να του κάνουν το
τελευταίο ηλεκτροσόκ στο νοσοκομείο. Εκεί ένιωσα τί σημαίνει απουσία, γενικά
δεν είχα καλές σχέσεις μαζί του, αλλά είχα την τύχη να συμφιλιωθούμε πριν
πεθάνει. Λίγους μήνες αργότερα έφυγε και ο Νίκος, νικημένος από τον καρκίνο
αλλά και την εξάρτησή του από την πρέζα. Νομίζω ότι εκείνο ήταν το πρώτο μεγάλο
σοκ στη ζωή μου. Πίστευα πάντα ότι θα μεγαλώναμε μαζί, ότι θα είχαμε παράλληλες
ζωές, ότι θα γερνούσαμε φίλοι. Αλλά ο μπαγάσας την έκανε και μαζί του έφυγε και
μεγάλο μέρος της παιδικής αθωότητας. Θα μου πείτε, στα 33 παιδική αθωότητα; Θα
σας πω ότι έτσι νιώθαμε με τον Νίκο. Δυο μεγάλα παιδιά. Και η αγάπη του ενός
για τον άλλο ήταν αληθινή, αθώα, παιδική, δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, ήταν αγνή.
Ήταν τόσο μεγάλη η μαυρίλα, που το έριξα για ένα τρίμηνο στην κοκαΐνη, μέχρι
που κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα, αφού κάθε φορά που πλακωνόμουνα στις γραμμές,
ήταν τέτοια η θλίψη που την έπεφτα κατευθείαν για ύπνο, προσπαθώντας να αποφύγω
τους δαίμονες που έτρωγαν το κεφάλι μου.
Αν κάτι έμαθα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πολλές
φορές τραυματικά, είναι ότι η ζωή συνεχίζεται και ο χρόνος σε κάνει να ξεχνάς.
Όχι, δεν τον ξέχασα τον Νίκο, αλλά ξέχασα τα άσχημα, τα νοσοκομεία, τους ορούς,
τα σωληνάκια, τις τελευταίες παράνομες μυτιές, τα παραπονεμένα μάτια του που
ξέσκιζαν κάθε άμυνα και αντοχή, εκείνο το “γιατί;” που στα τελευταία
του είχε ξεθωριάσει και μετατράπηκε στο “άντε, να τελειώνουμε”. Τώρα,
όποτε τον θυμάμαι, έχω μόνο χαμόγελα και όμορφη νοσταλγία. Για τις τρέλες, τις
παλαβομάρες, τις σκανταλιές. Όλα τα “κρύα μέταλλα” μετατράπηκαν με το
χρόνο σε “ζεστά βελούδα”. Αυτές οι δυο απώλειες συνέβησαν στο
ξεκίνημα των -άντα, οι επόμενες δυο στο τελείωμά τους. Πρώτα έφυγε πριν 3
χρόνια ο Φιντέλ, ο αγαπημένος μου σκυλάκος. Βαθιά γεράματα και ξαφνικά όλες οι
αρρώστιες μαζί. Περιμέναμε με τη Λίλα να περάσουν τα γενέθλιά του και μόλις
έκλεισε τα 14, το πήραμε απόφαση. Ευθανασία. Ήταν σαν να ξαναχάνω έναν Νίκο. Μόνο
που αυτή τη φορά οι άμυνες ήταν πολύ λιγότερες. Και αυτό είναι κάτι ακόμα που
μαθαίνεις μεγαλώνοντας. Δεν είναι ότι δεν ήμουν συναισθηματικός πιο παλιά,
είναι πως, όσο παράξενο και αν ακούγεται, όταν είσαι πιο πιτσιρικάς,
διαχειρίζεσαι ευκολότερα τα χτυπήματα.
Με την μαμά και τον μπαμπά. Η τελευταία φωτογραφία που είμαστε μαζί (1998)
Νομίζω πως όσο περνούν τα χρόνια, είναι σα να μεγαλώνει η
καρδιά. Και χωράει πολύ περισσότερα. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν την
κυβερνάς τόσο εύκολα όσο θα περίμενες. Εκείνο το πρωί που περιμέναμε τον
κτηνίατρο, είχε ξαπλώσει στα πόδια μου και του έδωσα ένα τελευταίο τοστ, την
αγαπημένη του λιχουδιά. Του ζήτησα συγνώμη για όσες φορές τον πίκρανα και όταν
τον τρύπησε η ένεση, ένιωσα να μου ξεσκίζεται το είναι. Έκλαιγα για αμέτρητες
νύχτες κρυφά για να μην στεναχωρήσω τη Λίλα, ακριβώς επειδή ήξερα ότι εκείνη
τον είχε αγαπήσει ακόμα περισσότερο. Αλλά τελικά ο κανόνας υπερίσχυσε. Τα
δάκρυα κάποια στιγμή στέρεψαν και η ζωή, αμείλικτη όσο και ειλικρινής, μου είπε
ότι συνεχίζεται. Ο Φιντέλ έγινε κι αυτός μια υπέροχη ανάμνηση, δεν θυμάμαι
πλέον τα τελευταία του, αλλά όλα τα προηγούμενα, τα όμορφα και
“ζωντανά”. Τις βόλτες, τα παιχνίδια, τα ταξίδια, τα νάζια, τα
πείσματα, τις αγκαλιές, τα φιλιά και πάνω απ’ όλα εκείνα τα μαγικά του μάτια.
Και ο κύκλος ολοκληρώθηκε πριν λίγους μήνες, τον περασμένο Οκτώβριο, όταν έφυγε
και η μαμά. Εδώ και πολλά χρόνια με άνοια, η οποία μετατράπηκε σιγά-σιγά σε
Αλτσχάιμερ και την άφησε κατάκοιτη στο κρεβάτι. Πρώτα ξέχασε όλα τα υπόλοιπα,
στη συνέχεια τις αδερφές της, μετά το όνομά της, ύστερα ότι ήταν μητέρα και
τελευταίον ξέχασε εμένα.
Ήταν πολλά τα χρόνια στα οποία βρισκόταν σε τελικό
στάδιο, μας παίδεψε χωρίς να το θέλει (δεν έχει νόημα να το κρύψω),
περιπλανήθηκε η καημένη σε αυτούς τους απάνθρωπους διαδρόμους της λήθης
παίζοντας αρχικά κρυφτό με την ίδια της την αξιοπρέπεια, αλλά τελικά έχασε τη
μάχη, χάνοντας μαζί και τη ζωή της πολύ πριν πεθάνει. Η δική της περίπτωση ήταν
διαφορετική από τις υπόλοιπες, είχα πολύ καιρό μπροστά μου να την κλάψω, να την
αποχαιρετήσω, να συμβιβαστώ με την αναχώρησή της. Και όταν με πήρε ο γιατρός
στο τηλέφωνο για να μου ανακοινώσει τον θάνατό της, το μόνο που είχε απομείνει
ήταν να ξεκουραστεί η ψυχούλα της. Πολύ σας ψυχοπλάκωσα όμως, φτάνει με τη
μαυρίλα. Να συμπληρώσω μόνο ότι σε αυτά τα 19 χρόνια έφυγαν και άλλοι
αγαπημένοι άνθρωποι, είτε συγγενείς είτε όχι, κυρίως μεγάλοι σε ηλικία, κάτι
που με δίδαξε τον κανόνα της “διαδοχής”. Εκεί που είσαι ήμουνα, εκεί
που είμαι θα ‘ρθεις. Το άκουγα από μικρός αυτό, αλλά όταν είσαι πιτσιρικάς δεν
“καταλαβαίνεις” από τέτοια (και πολύ καλά κάνεις). Το μέλλον είναι
μπροστά σου, νιώθεις άρχοντας των πάντων, δεν σκέφτεσαι το αύριο ή έστω το
μεθαύριο.
Με τον υπέροχο Φιντέλ
Όταν όμως – όχι τόσο ξαφνικά για να είμαι ειλικρινής –
βρίσκεσαι στο τέλος των -άντα και μπαίνεις στα -ήντα, όσο περίεργο και αν φανεί
στους νεώτερους (και επαναλαμβάνω ότι είναι φυσιολογικό να τους φαίνεται
περίεργο), τότε γεμίζεις από ένα σωρό ανησυχίες και ανασφάλειες, σκέψεις και
φοβίες. Αν τις νιώθω κι εγώ; Μα φυσικά και τις νιώθω, δεν κάνω εδώ θεωρητική ανάλυση
ή παρουσία, μιλάει η πράξη, η πραγματικότητα. Και είναι χιλιάδες τέτοιες
σκέψεις που περνούν μέσα από το μυαλό μου και πρέπει να τις διαχειριστώ σωστά
αν θέλω να συνεχίσω μια φυσιολογική ζωή. Νομίζω ότι όταν μπει το “5”
μπροστά από τα χρόνια σου, δεν ακούς προειδοποιητικά καμπανάκια γύρω σου. Όχι.
Για αυτά φρόντισε η δεκαετία του “4”. Όχι μόνο σε μένα, στους
περισσότερους φαντάζομαι. Οπότε τα -ήντα είναι εν δυνάμει άμεσα εισπρακτέα. Όσο
γελοίο μπορεί να σας ακούγεται ή ακόμα και τρομακτικό, είναι η αλήθεια. Νιώθεις
ότι μπαίνεις σε έναν μεγάλο κύκλο που σου θυμίζει ότι το ρολόι δεν θα χτυπάει
αιώνια. Και όταν το λέω αυτό, δεν εννοώ ντε και καλά τον βιολογικό θάνατο, ή
πιο σωστά όχι μόνο αυτόν.
Εννοώ πολύ περισσότερο ότι τα περιθώρια στενεύουν για όσα
θέλεις να κάνεις και σε αυτό το σημείο δεν επιτρέπεται να αφεθείς σε
ψυχολογικούς προβληματισμούς και θεωρίες που σε τελική ανάλυση το μόνο που θα
καταφέρουν θα είναι να σε “αποτραβήξουν” από την ευχαρίστηση της
δημιουργίας, όποια κι αν είναι αυτή. Πόσο εύκολο όμως είναι να βρεις την
ισορροπία ανάμεσα σε όσα μπορεί να περνούν μέσα από το μυαλό σου (μην τα
υποτιμάτε, δεν είναι ούτε λίγα, ούτε αμελητέα) και στην καθημερινή
πραγματικότητα που σου επιβάλλεται με τους δικούς της ρυθμούς και δεν
πολυκαταλαβαίνει από θεωρίες και αναζητήσεις; Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα
φίλε. Προσωπικά το προσπαθώ, με αρκετή επιτυχία, θέλω να πιστεύω, προς το
παρόν. Δεν με ενοχλεί το “πενήντα”, θα με ενοχλούσε όμως να με πάρει
από κάτω η αντίληψη περί χρόνου. Με την έννοια της κατηγοριοποίησης. Το
βιολογικό μπορεί να κάνει τη δουλειά του, να τραβάει τον δρόμο του, όχι
ανεξέλεγκτα προφανώς, αλλά έτσι κι αλλιώς η “υπευθυνότητα” του
καθενός απέναντί του είναι προσωπική υπόθεση και εξαρτάται άμεσα από πολλούς
παράγοντες, αρκετούς από τους οποίους ακόμα και αν θέλεις, δεν μπορείς να
επηρεάσεις.
35άρης στην Αστυπάλαια
Όμως το άλλο, αυτό που νιώθεις μέσα σου, αυτό που σε
ορίζει, ανήκει σε σένα και μόνο εσύ μπορείς να το αφαιρέσεις από τον εαυτό σου.
Τί θέλω να πω; Τί εννοώ όταν μιλάω για ηλικιακή κατηγοριοποίηση; Εννοώ πολύ
απλά ότι νιώθω νέος και κανείς δεν μπορεί να μου το αμφισβητήσει αυτό με το
επιχείρημα ότι είμαι 49 και αύριο 50 χρονών. Και σε αυτή τη ράγια θέλω να
συνεχίσω. Θέλω να αγαπώ τους φίλους μου χωρίς όρους, να μπουρδολογώ ακατάσχετα,
να τραγουδάω καντάδες με τον Φιλέρη, να ερωτεύομαι την άνοιξη, τα χρώματα, τον
ουρανό, τον ορίζοντα και τη θάλασσα, να παίζω μουσική, να αυτοσαρκάζομαι, να
ψάχνω σαν τρελός να βρω πληροφορίες και φωτογραφίες για τα κείμενα που γράφω,
να μιλάω μπροστά στο μικρόφωνο και να διαλέγω τραγούδια για ακροατές που
νιώθουν ότι νιώθω νέος, να μεταδίδω ποδηλασία και να ωρύομαι όταν επιτίθεται ο
Κονταδόρ, να συγκινούμαι κάθε φορά που κοιτάζω τη φωτογραφία μαζί με τον
Μαραντόνα, να ακούω Μπομπ Ντίλαν και να ανατριχιάζω, να δίνω όσο περισσότερα
χαμόγελα γίνεται στους δικούς μου – και όχι μόνο – ανθρώπους, να πηγαίνω στο
χωριό μου και να χτυπάει η καρδιά μου όπως όταν ήμουν παιδάκι, να μπαίνω μέσα
σε ένα γήπεδο με πιτσιρικάδες και να παίζω μπάλα μαζί τους, να λέω την καλημέρα
και να την εννοώ.
Πάνω απ’ όλα όμως, να μπορώ να κάνω ευτυχισμένη την αγάπη
της ζωής μου, να της δίνω χαρά κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Γιατί η Λίλα
είναι ότι καλύτερο μου έτυχε μέσα σε αυτά τα 19 χρόνια των -άντα. Ένα υπέροχο
πλάσμα που με αγάπησε χωρίς μα και μου, που στάθηκε και συνεχίζει να στέκεται
δίπλα μου με όλη εκείνη τη στοργή, την τρυφερότητα, την κατανόηση που
χρειάζεται ο καθένας μας από τον σύντροφό του. Δεν γράφω περισσότερα, γιατί θα
γίνει έξαλλη. Και για να επιστρέψω στα περί νεότητας, το στοίχημα δεν είναι
κερδισμένο επειδή μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά που έγραψα. Το στοίχημα είναι
καθημερινή πρόκληση. Και συνεχής. Και για να “αντεπεξέλθεις”,
χρειάζεται η ισορροπία στο μέσα και στο έξω σου. Να κουλαντρίσεις τους μικρούς
“εφιάλτες” μέσα σου και να φτιάξεις τέτοια διάθεση ώστε να συνεχίσεις
να μεταφέρεις με όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικό τρόπο τον διαχωρισμό της
ηλικίας από την σπίθα που καίει και (πρέπει να) θέλει να γίνεται φλόγα. Μεταξύ
μας δύσκολα πράγματα, αλλά είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος. Και αυτό βοηθάει
πολύ. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτό θα φανεί στα επόμενα χρόνια, σωστά;
Με τους Tourbus Band στο Μπαράκι του Βασίλη
Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια, εξελίσσονται συγχρόνως
και πολλές άλλες, το ίδιο σημαντικές. Μάχες στις οποίες δεν ξέρεις αν έχεις
βγει νικητής, παρά μόνο αν στο αναγνωρίσουν οι άλλοι. Αυτή που με στοίχειωσε
για αρκετά χρόνια ήταν η μάχη για την ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας.
Ξέρετε, δεν είμαι κανένας άγγελος. Στο παρελθόν, κυρίως στην περίοδο των -άντα,
τα έκανα θάλασσα, πλήγωσα δικούς μου ανθρώπους, φίλους, συγγενείς, γνωστούς. Με
πολλές, επαναλαμβανόμενες μαλακίες. Και αποκορύφωμα εκείνο το
“τελειωμένο” 2002, όταν έπιασα πάτο. Δεν έχει τόσο σημασία το πώς και
γιατί, έτσι κι αλλιώς όσοι διαβάζουν αυτό το κείμενο και με γνώριζαν από τότε,
καταλαβαίνουν πολύ καλά σε τί αναφέρομαι. Εκεί πήρα πολλαπλά μαθήματα.
Συνειδητοποίησα τί σημαίνει να είσαι και να νιώθεις ρεμάλι, φτηνός, μέχρι και
αποκρουστικός. Και η μάχη εκείνη ήταν λυσσασμένη. Πάλεψαν μέσα μου η αδιαφορία
από τη μία και η φρίκη της πραγματικότητας από την άλλη. Και σας το λέω
ξεκάθαρα, παρά το γεγονός ότι τελικά κέρδισε η σαφέστατη θέληση να αφήσω πίσω
μου εκείνη την “κόλαση”, αν δεν υπήρχαν οι φίλοι μου, οι πραγματικοί
μου φίλοι, δεν θα τα είχα καταφέρει. Ήταν το μάθημα της δεύτερης ευκαιρίας που
μου έδωσαν, μάθημα ζωής. Και εκείνοι που με αγαπούσαν, δεν με άφησαν μόνο, αλλά
με βοήθησαν να σταθώ ξανά και σιγά-σιγά να αλλάξω.
Ήμουν διπλά τυχερός, γιατί η συγκυρία με βοήθησε. Εκτός
από τους φίλους, τότε γνώρισα και τη Λίλα. Και βρήκα νόημα από παντού. Ακόμα κι
έτσι όμως, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να νιώσω όχι
“καθαρός”, αλλά τουλάχιστον διαφορετικός από αυτό που πάλεψα να αφήσω
πίσω μου. Το 2002 δεν ξεχνιέται έτσι εύκολα. Και φροντίζω συχνά να το θυμίζω
στον εαυτό μου. Συχνά αυτοαποκαλούμαι ρεμάλι, θα το έχετε δει και στο
βιογραφικό μου στο Sport24. Φαντάζομαι, το παίρνετε στην πλάκα και καλά κάνετε.
Για μένα όμως είναι ασφαλιστική δικλείδα. Το έχω εκεί, να το βλέπω, να μου
θυμίζει εκείνα που με σημάδεψαν. Να το βλέπω και να κάνω ότι χρειάζεται ώστε να
μείνει για πάντα μια λέξη του χαβαλέ και όχι οτιδήποτε άλλο. Και μια και
αναφέρθηκα στο Sport24, θα μου επιτρέψετε να ανοίξω μια σχετική παρένθεση.
Μέχρι το 2007, στα 41 μου δηλαδή, δεν είχα ποτέ καταφέρει να στεριώσω σε
δουλειά. Έχω κάνει αρκετές, μάλλον πάρα πολλές, αλλά για λίγο. Γεια σας, χάρηκα
και αμέσως μετά, γεια σας, φεύγω. Θα μπορούσα να τις αναφέρω, αλλά θα
βαριόσασταν να διαβάζετε. Γενικά πάντως, ο σταρχιδισμός μου, η παροιμιώδης
επιπολαιότητα και ο χαρακτηρισμός του κλασικού τεμπέλη, όλος αυτός ο συνδυασμός
με συνόδευσε για πολλά χρόνια. Ξέρετε, δεν θέλει και μεγάλη προσπάθεια να
πείσεις τον εαυτό σου ότι όλα αυτά είναι τελικά άρνηση σε διάφορους
συμβιβασμούς. Και αυτή είναι τεράστια λούμπα. Βλακώδης, εγωιστική και σαφώς
αποπροσανατολιστική.
Με τον Μαραντόνα στη Βαρκελώνη
Θυμάμαι τον Μάιο του 2007, τότε που ζάλιζα με συνεχόμενα
τηλεφωνήματα και μηνύματα τον Μάνο, να μεσολαβήσει για να με πάρουν στο 24.
Είχαν προηγηθεί τρεις μήνες στην SportXL, η οποία όμως έκλεισε πριν καν ανοίξει στην ουσία, αλλά εγώ είχα γοητευτεί
από τη δουλειά. Και ήξερα μέσα μου ότι το 24 ήταν η ευκαιρία μου. Και μου την
έδωσε ο Σταύρος. Και αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έγραφα τους πρώτους μήνες
χωρίς να πληρώνομαι, κατά κάποιο τρόπο υπό δοκιμή, αφού το σάιτ τότε βρισκόταν
ακόμα σχετικά στην αρχή και τα οικονομικά ήταν πολύ στενά. Ο Σταύρος μού το
είχε ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής, αλλά εγώ επέμεινα: “Θέλω να γράψω εδώ. Και
αν δεις ότι σου κάνω στην πορεία, με κρατάς και με πληρώνεις”. Και έτσι
ξεκίνησε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής μου. Όχι μόνο
επαγγελματικά. Το 24 μου έδωσε προορισμό και προοπτική μαζί. Με έμαθε να νιώθω
ευθύνη απέναντι σε μένα και στον αναγνώστη. Με έμαθε να σέβομαι τη δουλειά.
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη προσωπική μου κατάκτηση μέσα στο 24 είναι ότι σχεδόν
ποτέ δεν έχω πει ή γράψει ότι είμαι δημοσιογράφος. Μου προκαλεί τόσο μεγάλο
δέος αυτή η λέξη, αλλά και περηφάνια που μπορώ να την υπηρετώ με όσο καλύτερο
τρόπο μπορώ. Στο 24 έμαθα την ταπεινότητα. Και όταν με ρωτάνε τί δουλειά κάνω,
σκύβω το κεφάλι και μάλλον ψελλίζω “γράφω στο Sport24”. Όχι επειδή το 24 είναι κάτι μικρό, κάθε άλλο.
Αλλά επειδή εγώ συνεχίζω να νιώθω “μικρός” για να πω ότι είμαι
δημοσιογράφος.
Σήμερα, 8 χρόνια μετά, μπορώ να πω με σιγουριά ότι μαζί
με τη γυναίκα μου και τους φίλους μου, το 24 υπήρξε ο τρίτος πυλώνας πάνω στον
οποίο στήριξα την επανένταξή μου στη φυσιολογική ζωή. Γνώρισα υπέροχους
ανθρώπους και συνεργάτες, αρκετοί εκ των οποίων είναι πλέον αγαπημένοι φίλοι.
Όλοι μου οι συνάδελφοι, μού επέτρεψαν να βρω τη δική μου θέση ανάμεσά τους, με
δέχτηκαν και μου έδειξαν εκτίμηση, ενώ σε κάθε ευκαιρία αναγνώρισαν την
προσπάθεια να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Και αυτό ήταν αποκάλυψη για μένα. Είχα
συνηθίσει για πολύ καιρό να μην κάνω τίποτα, κάτι για το οποίο, όπως
καταλαβαίνετε, δεν υπήρχαν έπαινοι. Τα πρώτα “μπράβο” και μάλιστα από
ανθρώπους του χώρου, ήταν για μένα ευλογία. Και μην ξεγελιέστε, συνεχίζουν να
είναι. Κάθε θετικό σχόλιο για κάποιο κείμενο που έχω γράψει, είτε από
συνάδελφο, είτε από αναγνώστη, είναι ξεχωριστή χαρά για μένα, είναι κατά κάποιο
τρόπο μια ακόμα “ασπίδα” απέναντι στο ρεμάλι του παρελθόντος. Το να
έχεις μια δεύτερη οικογένεια – πέρα από την κανονική σου – και να νιώθεις την
ασφάλεια που σου προσφέρει, την αγάπη, τη φιλία, την παρέα, τον χαβαλέ, τη
βοήθεια κάθε φορά που θα την χρειαστείς, αυτό είναι προνόμιο. Και εγώ
τουλάχιστον έτσι νιώθω μέσα στην 24Media. Και είναι από τις μεγαλύτερες “ανακαλύψεις” που έκανα στα -άντα
μου.
Ηλίας και Αλέξανδρος, δυο διαμάντια που γνώρισα την τελευταία δεκαετία
Κοντεύω τις 3.000 λέξεις, ελπίζω να μην σας έχω ζαλίσει.
Νομίζω όμως ότι αναφέρθηκα στα σημαντικότερα γεγονότα που μου συνέβησαν σε αυτά
τα 19 χρόνια. Προφανώς όλο και κάτι θα έχω ξεχάσει, όμως αυτά που έγραψα, δεν
υπήρχε περίπτωση να τα ξεχάσω. Πριν σας αφήσω, θα κάνω έναν σύντομο “έλεγχο”.
1996-1998 στην Ισπανία. Αραλίκι, ζαμάν-φου, ποδόσφαιρο, περιπέτειες,
σαχλαμάρες, ξαφνικά δουλειά στην ελληνική πρεσβεία στη Μαδρίτη και πάνω που
κάθεται η καλή, πρέπει να επιστρέψω στην Ελλάδα. Ο μπαμπάς εγκεφαλικό, το πρώτο.
Παραμονή πρωτοχρονιάς, το δεύτερο, μη αναστρέψιμο, μοιραίο. Η κηδεία στο χωριό
και όλο το 1999 μένω στον Μάραθο. Τον Νοέμβριο “φεύγει” ο Νίκος, 3
μήνες παρακμής και επιστροφή στην Αθήνα τον Γενάρη του 2000. Αραλίκι στο καπάκι
και το 2002 φεύγω πάλι για Ισπανία. Μένω εκεί 6 μήνες και λίγο πριν παραδοθώ
ψυχολογικά, επιστρέφω στην Ελλάδα τον Οκτώβριο. Λίγο μετά ξαναστήνουμε με τον
Παναγιώτη τους Tourbus Band. Ατελείωτες πρόβες με τον Αντρέα, τη Βέτα και τους
Άκηδες και αμέσως μετά οι πρώτες εμφανίσεις. Το Μπαράκι του Βασίλη γίνεται το
δεύτερο σπίτι μας, ενώ εγώ αρχίζω να παίζω και με τα Σινάκια, τόσο στο Μπαράκι
όσο και στο Κουρούμπελο.
Τον Γενάρη του 2003 γνωρίζω τη Λίλα και δυο χρόνια
αργότερα παντρευόμαστε στο Δημαρχείο του Ζωγράφου, που πριν ήταν το πρώτο
νηπιαγωγείο που είχα πάει το 1970! Το 2005 μετακομίζω στην Πανόρμου, όμως δυο
φορές την εβδομάδα μένω στο Παγκράτι για να βλέπω τη μαμά, που ήδη έχει
παρουσιάσει τα πρώτα συμπτώματα της άνοιας. Το 2007 ξεκινάω στο 24 και λίγες
εβδομάδες μετά και στο Eurosport (όπου επίσης γνώρισα υπέροχα παιδιά και συνεργάτες). Στο μεταξύ το Tourbus Band αλλάζει σύνθεση και γίνεται ροκ μαζί με τους Παναγιώτη,
Θοδωράκη και Κωστάκη. Το 2008 παραλίγο να χάσω έναν ακόμα αγαπημένο φίλο, όμως
ο Γιώργος βγαίνει νικητής από τη μάχη με τον καρκίνο. Λίγους μήνες μετά
συναντάω για πρώτη φορά (από τις τρεις συνολικά) τον Μέσι. Το 2009 καταλαβαίνω
πλέον ότι η μαμά χρειάζεται μόνιμο άνθρωπο να την προσέχει και η Λουΐζα μπαίνει
στο σπίτι. Το 2010 βρίσκομαι με τον Μαραντόνα στην κορυφαία επαγγελματική μου
στιγμή. Το 2011 παίζουμε με τον Παναγιώτη για τελευταία φορά στο Μπαράκι και
έναν χρόνο αργότερα “φεύγει” ο Βασίλης, ο αγαπημένος μας Πόντιος. Το 2012
μας αφήνει ο Φιντέλ. Το 2013 ταξιδεύω για τελευταία (μέχρι σήμερα) φορά στην
Ισπανία για την συνέντευξη με τον Βαλβέρδε. Το 2014 φεύγει και η μαμά και τον
Γενάρη του 2015 κλείνει ένα κεφάλαιο 40 χρόνων, φεύγοντας τελείως από το
Παγκράτι.
Η οικογένεια του Sport24
Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται αυτός ο αποχαιρετισμός στα
-άντα. Με πολλά συναισθήματα. Ανάμικτα μεν, αλλά συναισθήματα. Γεμάτα 19 χρόνια,
ολόκληρη ζωή. Τί πρόσημο θα έβαζα; Θα το αφήσω στους δικούς μου ανθρώπους να το
βάλουν εκείνοι. Εγώ θα κρατήσω τη νοσταλγία για τα όμορφα, τα αληθινά και τα
δυνατά. Τις αναμνήσεις που όσο περνάνε τα χρόνια, γίνονται όλο και
περισσότερες, θυμίζοντάς μου ότι αυτή είναι τελικά όλη η μαγεία, να φτιάχνεις
κι άλλες, κι άλλες, χωρίς να σταματάς. Και βέβαια, εκεί, στο πίσω μέρος του
μυαλού, θα προσπαθώ να κρατάω πάντα σε απόσταση το ρεμάλι του παρελθόντος. Και
να γίνομαι όλο και καλύτερος άνθρωπος. Να νιώθω νέος, να αγαπώ, να τραγουδώ, να
βοηθάω, να αναπνέω, να χαμογελώ, να κάνω τους άλλους να χαμογελούν. Δεν υπάρχει
καλύτερη υπόσχεση από αυτήν για κάποιον που αποχαιρετά μια εποχή και υποδέχεται
μια καινούργια. Γεννηθήκαμε για να ζήσουμε, φτάσαμε ως εδώ για να συνεχίσουμε
να κοιτάμε μπροστά. Και να προχωράμε. Γιατί όπως έγραψε και ο μεγάλος Ισπανός
ποιητής, Αντόνιο Ματσάδο, “Caminante, no hay camino, se hace camino al andar”, δηλαδή
“Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος. Ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας”…
Σας
ευχαριστώ που με υπομείνατε. Επιτρέψτε μου να χαρίσω αυτό το κείμενο στον
αγαπημένο μου φίλο, Γιάννη Φιλέρη, ο οποίος θα μπει στα -ήντα λίγους μήνες πριν
από μένα.