ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Αποχωρώντας από την ψυχοθεραπεία (ένα ευχαριστώ στον Φώτη)

Ένα κείμενο καρδιάς, πίσω από μια απόφαση που σημαίνει ένα τέλος εποχής.

Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωινό ήξερα ότι θα είναι η τελευταία φορά. Φρόντισα να μην αλλάξω τη συνηθισμένη εμφάνισή μου, φόρεσα φόρμα και φούτερ και τα φθαρμένα αθλητικά μου. Οδήγησα κάπως βαριεστημένα, πάρκαρα, βγήκα από το αμάξι, περπάτησα για λίγο μέσα στην παγωνιά. Χτύπησα το κουδούνι.

Ο Φώτης μου άνοιξε με την καθιερωμένη συγκρατημένη οικειότητα. Ένα κάτι σαν χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, άπλωσε το αριστερό του χέρι και με κάλεσε να περάσω. Το δωμάτιο τακτοποιημένο, όπως πάντα, και το ύφασμα του καναπέ τσαλακωμένο, ως συνήθως. Τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε σπάσει τη ρουτίνα πεντέμισι ετών. Ακόμα και τα τεράστια ιατρικά βιβλία μου φάνηκε ότι με κοιτούσαν με καχυποψία, ένα αίσθημα που δεν κατάφερε να αποβάλλω όλα αυτά τα χρόνια.

Του είχα πει από το τηλέφωνο ότι θα ήταν το τελευταίο ραντεβού. Κατάφερα να ψελλίσω στον αυτόματο τηλεφωνητή του (ο Φώτης δεν έχει κινητό) ότι δεν θα τον χρειαζόμουν άλλο. Δεν το πολυπίστευα και δεν το πολυπιστεύω. Αναμάσησα και κάτι άλλα φληναφήματα περί επιθυμίας από εδώ και πέρα να πορευτώ μόνος, χωρίς τη δική του βοήθεια, ήμουν όμως φανερά αμήχανος. Τα σαρδάμ σ’ ένα μήνυμα ενός λεπτού ήταν ατελείωτα.

Θα το είχε καταλάβει. Όλα τα καταλαβαίνει ο Φώτης και ας κάνει τον ανήξερο. Μου πήρε μήνες να συνειδητοποιήσω ότι είχα σε εβδομαδιαία βάση απέναντί μου έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να με ακούσει πολύ και να μιλήσει λίγο, για την ακρίβεια ελάχιστα. Οι παρατεταμένες σιωπές του αρχικά με σόκαραν. “Πόσο βαρετός είμαι γαμώτο” αναρωτιόμουν από μέσα μου. Πίστευα ότι η μέθοδος δεν μπορεί να δουλέψει με μένα, ήμουν σίγουρος ότι δεν μπορούσα να φτάσω εκεί που ο ίδιος περίμενε.

Αίφνης, μετά από τρεις μήνες δουλειάς (λέξη που έχει αντικαταστήσει στο σχετικό λεξιλόγιο αυτή της θεραπείας), οι πονοκέφαλοι υποχώρησαν, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Οι πονοκέφαλοι ήταν η αφορμή για να αρχίσω να τον επισκέπτομαι. Η αιτία ήταν η κατάθλιψη που εκείνη την περίοδο, το καλοκαίρι του 2012, ξεδιπλώθηκε από μέσα προς τα έξω μ’ αυτή τη μορφή. Η αφορμή θα μπορούσε να είναι διαφορετική αλλά να σας πω την αλήθεια δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία.

Αναθάρρησα ότι είδα ότι η ‘δουλειά’ βγαίνει στον ‘αγωνιστικό χώρο’. Ήταν μία δουλειά δική μου, έτσι τουλάχιστον θέλησα να πιστεύω. Ο Φώτης έβαζε με χειρουργική ακρίβεια τις δικές του πινελιές, πολύ λίγες, όπως προφανώς πρόσταζε η μέθοδός του. Ακόμα και τώρα έχω την άποψη ότι οι πινελιές του ήταν υπερβολικά λίγες, ότι θα μπορούσαμε να συζητάμε λίγο παραπάνω, ότι θα μπορούσα να ξέρω περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν πέρα από το γεγονός ότι ζει και εργάζεται στο Χαλάνδρι.

Δεν το θεώρησε απαραίτητο. Με ενοχλούσε αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκα μ’ αυτή την επιχείρηση μυστικότητας. Όταν μία μέρα τον είδα τυχαία στις σκάλες του μετρό σχεδόν σάστισα, είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ο Φώτης δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι και ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας έβλεπε ανθρώπους στο χώρο του.

Στο τελευταίο ραντεβού πήγα με τη δυνατή επιθυμία να συζητήσω μαζί του σ’ άλλη βάση, σε διαφορετική από αυτή που με οδήγησε στο φως με συνέπεια αλλά και χρονοκαθυστέρηση (η οποία όμως, όπως κατάλαβα, ήταν part of the game). Εγκατέλειψα γρήγορα την προσπάθεια, βλέποντας ότι ο Φώτης, ακόμη και την ύστατη ώρα, δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, αυτός όριζε τους κανόνες. Εγώ απλώς έπαιζα.

Οι νόρμες των συναντήσεών μας έσπασαν μόνο για μερικά δευτερόλεπτα σ’ εκείνο το τελευταίο ραντεβού. Προσπαθούσα να τον ευχαριστήσω όταν συνειδητοποίησα ότι μερικά δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου. Έχω κλάψει πολύ στη ζωή μου, ελέω της κατάθλιψης, αλλά ποτέ δεν είχα κλάψει από ευγνωμοσύνη.

Με μεγάλο ζόρι, συγκρατήθηκα, μόνο η φωνή μου έσπασε για ελάχιστα δέκατα του δευτερολέπτου. Χαζομάρα, κρίνοντας τώρα από απόσταση. Έπρεπε να επιτρέψω στον εαυτό μου να λυθεί μπροστά του, έτσι και αλλιώς δεν κρατούσα κάποιο άλλο δώρο για τον Φώτη. Θα μπορούσα να του πω ευχαριστώ κλαίγοντας, έστω σιωπηλά, μπροστά του.

Τέλος πάντων, δεν το έκανα. Προτίμησα να εκφραστώ με προφορικά κλισέ που έκαναν τα πράγματα λίγο politically correct. Εν συνεχεία τον πλήρωσα για τελευταία φορά. Μου είπε ότι μπορώ να τον συμβουλεύομαι, στην ώρα που πάντα αυτός όριζε για όλους τους πελάτες του, αλλά συμπλήρωσε ότι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη δουλειά, είχε τη γνώμη ότι δεν είχαμε φτάσει ακόμη στον τελικό προορισμό.

Δεν ξέρω να σας γράψω με ακρίβεια γιατί σταμάτησα την ψυχοθεραπεία μετά από πεντέμισι χρόνια. Η πεζή πραγματικότητα και ο κυνισμός της περιόδου έφεραν την επιφάνεια και τους οικονομικούς λόγους. Ήταν πολλά τα λεφτά κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν θυμάμαι να το είπα στον Φώτη αυτό, τουλάχιστον ως πρωταρχικό ρόλο της απόφασής μου.

Αλλά, εδώ που τα λέμε δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Τα σκουπίδια που έβγαλα από μέσα μου σ’ όλα αυτά τα ραντεβού, οι φόβοι, οι αρνητικές σκέψεις, τα διλήμματα και κυρίως ο τρόμος του θανάτου προσγειώθηκαν στο κεφάλι του Φώτη. Ως διαδικασία αυτού του τύπου, η ψυχανάλυση ήταν μία πολύ επίπονη διεργασία, ειδικά για έναν άνθρωπο που ντρεπόταν στην ιδέα να εκμυστηρευτεί το παραμικρό ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους.

Κάποια από τα ραντεβού τα έχασα λόγω κόπωσης. Ψυχολογικής. Δεν υπήρχαν άλλες αντοχές, πόσο να σκάψει κανείς μέσα του να βρει αυτά που τον βασανίζουν από μικρό παιδί; Η επανάληψη επίσης κούραζε, οι σιωπές του Φώτη επίσης. Αλλά, πια, ήμουν άλλος άνθρωπος. Εκείνος ο φοβισμένος τριαντάρης που πρωτομπήκε στο ιατρείο τον Σεπτέμβριο του 2012 είχε γίνει σχεδόν σαραντάρης. Ένας ενήλικας με αυτοπεποίθηση, ψυχική αντοχή και πνευματική επάρκεια να κρίνει ψύχραιμα τις καταστάσεις. Στο κάτω-κάτω είχα νικήσει το φόβο μου για τα αεροπλάνα, είχα ταξιδέψει σχεδόν σ’ όλη την Ευρώπη μέσα σε πέντε χρόνια κάτι που το 2012 θα μου φαινόταν αδιανόητο.

Έφυγα από το ιατρείο του Φώτη μπερδεμένος και με το κρυφό προαίσθημα ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψω. Δεν θα είναι ήττα μία ενδεχόμενη επιστροφή. Θα σημαίνει ότι η αποθήκη των σκουπιδιών μέσα μου θα έχει γεμίσει και ότι θα χρειαστώ ‘ξεφόρτωμα’.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα σούπερ μάρκετ. Εκείνη τη στιγμή ήθελα όσο τίποτα να βουτήξω βαθιά μέσα στη ρουτίνα. Είχε μείνει μόνο ένα μικρό χρέος. Με τα παραπάνω λόγια θεωρώ ότι “ξεχρέωσα”.

Φώτη, σ’ ευχαριστώ…