Day 4: Αυτή η νύχτα μένει
Όσα υπέροχα ζήσαμε στο τέλος της τρίτης αλλά και την τέταρτη μέρα μας του ταξιδιού στην Ουγκάντα με την ActionAid Hellas.
- 13 ΙΟΥΛ 2017
Αν κλείσεις τα μάτια και προσπαθήσεις να θυμηθείς τα πιο σημαντικά βράδια της ζωής σου, θα έρθουν διάφορες εικόνες στο μυαλό. Το πρώτο βράδυ που έμεινες στο δικό σου σπίτι μακριά από την θαλπωρή και τη ζεστασιά της οικογένειάς σου, το βράδυ πριν περάσεις την πόρτα του πανεπιστημίου και γνωρίσεις έναν νέο μαγικό κόσμο, το βράδυ του γάμου για κάποιους που είναι παντρεμένοι ή το βράδυ εκείνο που πέρασες με την κοπέλα ή το αγόρι σου μιλώντας για ώρες και σκέφτηκες έστω και πρωίμα ότι θες αυτός ο άνθρωπος να είναι η ζωή σου.
Νομίζω ότι και για τους 45 αυτού του ταξιδιού, στη λίστα αυτή προστίθεται σίγουρα το προχθεσινό βράδυ. Εκείνο που περάσαμε στο χωριό Γκαλαγκάλα μαζί με τους ανθρώπους του, που άνοιξαν τα σπίτια τους για να μας ταϊσουν, να μιλήσουν μαζί μας και να μας δώσουν μια στέγη για να κοιμηθούμε το βράδυ. Αν και όπως μαρτυρά η κεντρική φωτογραφία του άρθρου, κανείς δεν ήθελε να έχει κάτι ανάμεσα σε εκείνον και τον ουρανό.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είχαμε μείνει στο τελείωμα της Τρίτης, όταν μετά τις εργασίες και το καθιερωμένο φαγητό, επισκεφθήκαμε ένα από τα άλλα έργα της ActionAid στην περιοχή. Μία κοινότητα γυναικών, έναν συνεταιρισμό για την ακρίβεια από γυναίκες που συσπειρώθηκαν για την καταπάτηση της βίας κατά των γυναικών. Πλέον, καλλιεργούν τη δική τους γη μαζεύοντας χρήματα από τα αγαθά για τις ανάγκες εκπαίδευσης των παιδιών τους, υποστηρίζονται σε κάθε υπόθεση των οικογενειών τους και έχουν φτιάξει ακόμα και μια υπηρεσία μικροδανεισμού ώστε να μπορεί κάθε μία από τις γυναίκες αυτές να βρίσκει ανά πάσα στιγμή τα χρήματα που της λείπουν.
Είναι δύσκολο να κατανοήσεις αυτά τα πρώιμα βήματα συνεταιρισμού σε αυτή την κοινωνία που σε κάποια θέματα μοιάζει να είναι αιώνες πίσω και σε κάποια άλλα αιώνες μπροστά. Θα μιλήσουμε άλλη στιγμή για αυτό. Αλλά είναι πανεύκολο, όταν κοιτάς αυτές τις γυναίκες στα μάτια, να καταλάβεις τη δύναμη που πηγάζει από μέσα τους και τα ψυχικά αποθέματα που κουβαλούν ώστε όχι απλά να τα βάλουν με τους ανώτερους ταξικά άνδρες αλλά και να κάνουν εκείνες πρώτες το βήμα προς την ανάπτυξη. Με την επιστροφή στην Αθήνα, θα πούμε σίγουρα περισσότερα για τις γυναίκες αυτές.
Γιατί προς το παρόν, οφείλω να μιλήσω για την νύχτα που έκανε όλους μας να αγαπήσουμε βαθιά την Αφρική, τη νύχτα που θέλω να πιστεύω ότι άλλαξε λίγο και τη δική μας ζωή.
Οι ανάδοχοι μοιράστηκαν σε ομάδες των δύο, τριών ή και τεσσάρων ανθρώπων για να φιλοξενηθούν σε κάποια οικογένεια. Κατά τις 6 το απόγευμα λοιπόν, πήραμε ο καθένας το δρόμο για τη δική του καλύβα συνοδευόμενοι από τον οικοδεσπότη. Το “πήραμε το δρόμο” έχει αρκετή σημασία γιατί για κάποιον που δεν έχει δει ένα χωριό της Αφρικής είναι δύσκολο να καταλάβει ότι σε σχέση με τα δικά μας χωριά, τα σπίτια μπορεί να απέχουν το ένα από το άλλο από 200 μέτρα μέχρι και 1-2 χιλιόμετρα. Κι με το “σπίτια” εννοώ φυσικά τις πανέμορφες καλύβες στις οποίες μένουν οι άνθρωποι.
Ο δικός μας οικοδεσπότης ήταν ο Alfred. Ένας άνθρωπος ο οποίος μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή με το χαμόγελό του και όσο περνούσε η ώρα και η βραδιά, μας αγκάλιαζε με την ζεστασιά και τη φιλοξενία του. Ένας άνδρας ο οποίος όχι απλά είναι εκεί για τη γυναίκα του Stella και τα τρία τους παιδιά αλλά συντηρεί – στις 4 καλύβες που έχει χτίσει ο ίδιος με τα χέρια του – την αδερφή του με τα παιδιά της αλλά και την αδερφή της γυναίκας του με τα δικά της παιδιά. Δύο γυναίκες τις οποίες εγκατέλειψαν οι άνδρες τους. Ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο στη χώρα.
Μικρό δυσάρεστο διάλειμμα. Η χώρα πέρασε έναν εμφύλιο την προηγούμενη δεκαετία αφήνοντας σημάδια στον τόπο και τους ανθρώπους του. Οι άνθρωποι του Γκαλαγκάλα και της ευρύτερης περιοχής αναγκάστηκαν πριν από περίπου μια δεκαετία να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους και να μείνουν σε μια κατασκήνωση μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν. Κι αυτό γιατί οι στρατιώτες του Οκόνι είχαν κάνει κατάληψη στην περιοχή και τα σπίτι, εκτελώντας πολύ κόσμο στο διάβα τους. Ο πατέρας του Alfred ήταν ένας από αυτούς που εκτέλεσαν, ενώ την μητέρα του τη βίασαν και την έδειραν, προκαλώντας της μόνιμη παράλυση.
Όσοι άνθρωποι βλέπεις στις φωτογραφίες μας τόσες ημέρες, επέστρεψαν σε αυτόν τον τόπο και τον έχτισαν από το μηδέν πριν από 5-6 χρόνια. Επέστρεψαν στη γη τους, στη γη των γονιών τους, οι περισσότεροι ορφανοί και κατατρεγμένοι αλλά πλέον ελεύθεροι να ορίσουν τη ζωή τους και να οικοδομήσουν το μέλλον των οικογενειών τους.
Ο Alfred είναι ξυλουργός και αγρότης. Κατασκευάζει έπιπλα τα οποία πουλά στα γειτονικά χωριά, ακόμα και μερικές απομακρυσμένες πόλεις για να φέρει χρήματα στην οικογένειά του. Οι τρεις γυναίκες της οικογένειας καλλιεργούν μαζί του τα χωράφια τους, καλλιεργούν μπανάνες και καλαμπόκι για να τρέφουν τα 9 συνολικά παιδιά τους. Αυτά που έκατσαν δίπλα μας στη φωτιά που άναψε η Stella για να χαζέψουν το λευκό μας δέρμα, να μας αγγίξουν και – γιατί όχι – να γελάσουν με εμάς και τις παραξενιές μας.
Φάγαμε δίπλα στη φωτιά. Ένα υπέροχο ρύζι με κοτόπουλο το οποίο είχαν μαγειρέψει με το δικό τους παραδοσιακό τρόπο. Συνοδευτικά είχαμε το “ψωμί” που τρώμε τις περισσότερες μέρες. Καλαμποκάλευρο το οποίο αναμειγνύουν απλά με νερό για να φτιάξουν εύκολα και γρήγορα ένα μεγάλο καρβέλι για να μοιραστεί όλη η οικογένεια.
Κι εκεί που περιμέναμε η υπόλοιπη νύχτα να περάσει με ιστορίες γύρω από τη φωτιά και ερωτήσεις εκατέρωθεν, ο Alfred έβγαλε ένα μεγάλο ηχείο έξω από την καλύβα στο οποία άρχισε να παίζει ένα αφρικανικό gospel, η πιο ωραία μουσική που έχουν ακούσει ποτέ αυτιά, δεδομένου και του τόπου και του χρόνου. Όλη η οικογένεια σηκώθηκε σχεδόν συντονισμένα κι άρχισε να χορεύει, με τα πιτσιρίκια να λικνίζουν τα πόδια και να παρασέρνονται από τις μαμάδες τους σε έναν τρελό χορό.
Μικρή παύση συνειδητοποίησης. Ήμασταν στη μέση της αφρικανικής ηπείρου, φιλοξενούμενοι σε μια καλύβα και χορεύαμε κάτω από τον πιο καθαρό ουρανό που έχουμε ποτέ αντικρύσει. Τα συναισθήματα είναι πραγματικά απερίγραπτα όταν ζούσαμε αυτές τις στιγμές αλλά και κάθε φορά που τις φέρνουμε ξανά στη μνήμη. Σε επόμενο κείμενο θα έχω τη δυνατότητα να αποτυπώσω και τη ματιά των άλλων αναδόχων, κάτι που δεν είναι δυνατό σε αυτά τα καθημερινά κείμενα.
Τα sleeping bag στρώθηκαν στο πάτωμα της καλύβας, δίπλα στο κρεβάτι του ζευγαριού. Όπως μάθαμε το άλλο πρωί, κάποιοι ανάδοχοι έμειναν σε κανονικά κρεβάτια ή ακόμα κοιμήθηκαν στο κρεβάτι του ζευγαριού. Αλλά αυτό δεν αλλάζει καθόλου το σύνολο της εμπειρίας. Μόνο το πόσο πόνο μπορεί να είχε ο κάθε καλομαθημένος Έλληνας και Κύπριος από εμάς στα κόκκαλά του το άλλο πρωί.
Θα πούμε πολλά περισσότερα με την επιστροφή στην Αθήνα για αυτή τη νύχτα και όσα άλλα δεν έχω προλάβει να αποτυπώσω σε αυτά τα κείμενα. Γιατί το λεωφορείο είναι ήδη εδώ και η κόρνα ηχεί για εμάς που καθυστερούμε παραδοσιακά την αποστολή για να ανεβάσουμε αυτά τα κείμενα. Από αυτό εδώ το υπέροχο γραφείο.
Η συνέχεια αύριο με την τελευταία μας ημέρα στο Γκαλαγκάλα.