Δεν υπάρχει φάρμακο για τις κρίσεις πανικού
- 11 ΙΟΥΝ 2015
Φθινόπωρο, 2002. Οι γονείς μου είναι για φαγητό με τους φίλους τους. Είμαι στο σαλόνι και βλέπω κάτι στην τηλεόραση. Ξαφνικά ζαλίζομαι. Πρώτη φορά που ζαλίζομαι τόσο έντονα και με τέτοια διάρκεια. Δεν ξέρω αν είναι ο φόβος του ιλίγγου ή ο ίλιγγος ο ίδιος, αλλά με το που βγαίνω έξω για να πάρω αέρα, είμαι έτοιμος να καταρρεύσω. Ο αέρας μού χτυπάει λίγο τη μούρη, η δροσιά είναι ευπρόσδεκτη για ένα δευτερόλεπτο, αλλά δεν αρκεί. Νιώθω ότι θα πέσω κάτω, με λούζει κρύος ιδρώτας, κάτι πηγαίνει πολύ λάθος στο κεφάλι μου, η καρδιά μου είναι σε παραλήρημα και αισθάνομαι ότι οι ανάσες μου τελειώνουν. Νομίζω ότι πεθαίνω.
(Ξέρω ότι οι στιγμές της ζωής μου που έχω μοιραστεί στη στήλη Homme Alone, από τον εθισμό στον τζόγο μέχρι το ξύπνημα χωρίς το μπροστινό μου δόντι, είναι κοντά στο ‘υπερβολικά πολλές για έναν άνθρωπο’, αλλά τι να σχολιάσω σχετικά; Αφενός είναι όλες αληθινές, αφετέρου μετά τις κρίσεις πανικού, δεν έχω άλλα πονεμένα να βγάλω από το μανίκι. Έχω περάσει και όμορφες στιγμές μεγαλώνοντας, όλα εντάξει).
Παίρνω κακήν κακώς τηλέφωνο τους γονείς μου. Τους λέω ένα σκέτο “δεν είμαι καλά” και προσπαθώ να μην πεθάνω μέχρι να έρθουν. Έρχονται σχεδόν πριν κλείσω το τηλέφωνο. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε σε ένα νοσοκομείο που εφημερεύει (νομίζω ότι πηγαίνουμε στον Ευαγγελισμό, αλλά δεν παίρνω και όρκο). Το μόνο που σκέφτομαι στη διαδρομή είναι ότι θέλω να μου κάνουν ΑΜΕΣΑ ό,τι χρειαστεί για να γυρίσω υγιής στο σπίτι. Όποτε κι αν είναι αυτό.
Πηγαίνουμε στα επείγοντα. Βλέπω ανοιγμένα πόδια, χέρια, κεφάλια, σκέφτομαι στιγμιαία “Ρε μαλάκα, μήπως δεν έχεις τίποτα; Αν ήταν να πεθάνεις ή να πάθεις εγκεφαλικό ή έμφραγμα, δεν θα το ‘χες πάθει τόση ώρα;”. Ένας παθολόγος με ρωτάει τι τρέχει, του τα εξιστορώ όλα, του είπα μέχρι και τι έπαιζε η τηλεόραση. Μου βάζει θερμόμετρο, 38.2. Μου παίρνουν αίμα, ξαπλώνω σε ένα κρεβάτι και περιμένω. Πριν τα αποτελέσματα, έρχεται ο ίδιος γιατρός και επιτέλους κάνω το ντεμπούτο μου στην εξέταση ‘σφυράκι που χτυπάει το γόνατό σου’. Οι εξετάσεις βγαίνουν, δεν δείχνουν κάτι ανησυχητικό και ο καινούργιος μου φίλος με το σφυράκι κάθεται σιμά και με ρωτάει αν τις τελευταίες μέρες έγινε κάτι που με στενοχώρησε έντονα. Τίποτα δεν είχε γίνει. Συσκέπτεται με άλλους δύο γιατρούς που στέκουν χαμογελαστοί πάνω από το κρεβάτι μου, μάλλον ανακουφισμένοι που δεν είμαι ακόμη ένα-αμφίβολο- να-βγάλει-τη-νύχτα-περιστατικό-από-τροχαίο. Μου σπάει τα νεύρα η χαλαρότητά τους, αλλά απ’ την- άλλη, μου εμπνέουν την ασφάλεια ότι αν είναι να πεθάνω εδώ, μπροστά στα μάτια τους, ε όλο και κάτι θα κάνουν για να με σώσουν. Στο τέλος του συλλογισμού, συνειδητοποιώ ότι δε νιώθω πια ότι πεθαίνω. Δεν ζαλίζομαι, η καρδιά μου χτυπάει σε πιο ανθρώπινο ρυθμό και έχω και την πρώτη (και τελευταία για εκείνο το βράδυ) ετυμηγορία: “Το πιο πιθανό είναι ότι ο οργανισμός σου αντέδρασε έτσι ανεξέλεγκτα εξαιτίας κάποιου μικροβίου. Ενδέχεται να έχεις κρυώσει και ο πυρετός να επιμείνει για λίγες μέρες”.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο γι’ αυτήν την πολύ πιο γρήγορη απ’ όσο περίμενα επιστροφή, ένιωθα απλά ταλαιπωρημένος. Είχα περάσει το πιο τρομακτικό τρίωρο της ζωής μου – μέχρι το επόμενο. Όταν μπήκα στο σπίτι, ο πυρετός είχε πέσει δραματικά, ήπια ένα ντεπόν (γιος κλασικής μαμάς-‘αυτοδίδακτης γιατρού’) και έπεσα για ύπνο. Το πρωί ξύπνησα περδίκι.
~~~
Αν προσθέσω τα χιλιόμετρα από το σπίτι μου στα ιατρεία παθολόγων, νευρολόγων, ορθοπεδικών, ωτορινολαρυγγολόγων και καρδιολόγων από εκείνο το φθινόπωρο του 2002 μέχρι το χειμώνα του 2007, φτάνω σίγουρα σε γειτονικό πλανήτη. Μετά την πρώτη μου κρίση, την οποία για πολλά χρόνια κανένας γιατρός δεν διέγνωσε ή δεν θέλησε να μοιραστεί μαζί μου παρότι τη διέγνωσε, ακολούθησαν τρομερά δύσκολες στιγμές, για τρομερά μεγάλο χρονικό διάστημα και σε τρομερά άκυρα σημεία της Γης.
Καλά τα γράφω τώρα, γλυκιά η απόσταση από τα χρόνια της (δικής μου) κρίσης, αλλά κάθε φορά που πάθαινα μία, από την πρώτη μπροστά στην τηλεόραση μέχρι την τελευταία έξω από το κλαμπ Decadence, νόμιζα το ίδιο έντονα ότι πεθαίνω. Και δεν μπορούσε κανείς να με βοηθήσει.
Μοιραία, όσο οι γιατροί με εξέταζαν και δεν έβρισκαν τίποτα (το 2002 οι κρίσεις πανικού δεν ήταν τόσο στη μόδα ή διαδεδομένες), στο μυαλό μου φώλιαζε η ιδέα ότι δεν έχω τίποτα που μπορεί όντως να με πεθάνει. Παρ’ όλ’ αυτά, το τρικ του ‘όλα θα πάνε καλά’ δεν έπιανε όταν σηκωνόμουν από το γραφείο μου και έτρεχα έξω, όχι πια για να πάρω αέρα (δεν βοηθούσε πλέον), όσο για να μη με δει κανείς σ’ αυτήν την κατάσταση.
Τι να εξηγούσα και σε ποιον; Δεν μπορούσα να πω ότι έχω κάτι στο κεφάλι ή στην καρδιά ή ότι κόλλησα ίωση ή ότι ανακατεύεται το στομάχι μου. Δεν ήταν εύκολο ούτε να το περιγράψεις και το τελευταίο που ήθελα εν ώρα κρίσης είναι να πασχίζω να εξηγώ τα ανεξήγητα. Είχα και μια ταχυκαρδία να διαχειριστώ.
Έπαθα κρίσεις πανικού, όπου μπορεί κανείς να πάθει κρίσεις πανικού. Είναι κοινός τόπος, όπως συμπέρανα μιλώντας με πολλούς ομοιοπαθείς με τα χρόνια, ότι οι χώροι με πολύ κόσμο δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Έπαθα κρίση ολομόναχος στο σπίτι, έπαθα σε συναυλία του Ίγκι Ποπ (όπου για πρώτη φορά συμμετείχαν και τα άκρα μου, μουδιάζοντας λες και ένας οδοντίατρος αστόχησε με την αναισθησία), έπαθα στο γήπεδο ανάμεσα σε 40.000 κόσμο*, στο γραφείο, ολομόναχος στο μια χαψιά δωμάτιό μου στη Σουηδία (ήθελα και Εράσμους ο αθεόφοβος), περπατώντας στην Μπενάκη, στα μαγαζιά που έπαιζα μουσική, έπαθα κρίση πρακτικά παντού.
*Πρώτη αγωνιστική της σεζόν 2006-07, ΑΕΚ-ΠΑΟΚ 0-0 στο ΟΑΚΑ κι εγώ να έχω εγκαταλείψει το πάνω διάζωμα αλλόφρων, επειδή αγχώθηκα με τα δώρα που μας έστελναν από το κάτω οι ΠΑΟΚτζήδες και επειδή κρίση πανικού, τι δεν καταλαβαίνεις.
~~~
Λυπάμαι που στο λέω τόσο αργά αλλά δεν υπάρχει τίποτα κοντά σε φάρμακο ή διδαχή σχετικά με τις κρίσεις πανικού σ’ αυτό το κείμενο. Στην περίπτωσή μου, οι κρίσεις έφυγαν όσο ξαφνικά ήρθαν. Περίπου. Στο σενάριο της δικής μου ‘αποφοίτησης’, οι παράγοντες-κλειδί ήταν τρεις: Το ιστορικό που έδειχνε εκατό κρίσεις, αλλά μηδέν πτώσεις, η φρούδα επίσκεψή μου σε όλες τις ειδικότητες της ιατρικής και το συγκλονιστικό, inspirational λογύδριο ενός φίλου κατά τη διάρκεια της τελευταίας.
Ο τελευταίος γιατρός που με εξέτασε ήταν ένας καρδιολόγος. Ήταν το τελευταίο μου χαρτί για να ακούσω επιτέλους από επίσημα χείλη ότι έχω κάτι σοβαρό (ναι, να μιλήσουμε και γι’ αυτή τη σχιζοειδή τάση που ανέπτυξα ευχόμενος να έχω όντως κάτι σοβαρό ώστε να εξηγηθούν όλα αυτά τα χρόνια οξείας δυσφορίας). Είχα πάει μόνο σε δύο καρδιολόγους τα τελευταία 4,5 χρόνια, δεν ένιωθα καλυμμένος. Αυτός ο φανταστικός τύπος στο ΙΚΑ Ηλιούπολης με εξέτασε, μου είπε ότι δεν έχω τίποτα, μου είπε ότι ήταν βέβαιος ότι δεν θα ‘χω τίποτα και μου πρότεινε να κόψω τα πολλά αντικοινωνικά και να βρω ένα καλό κορίτσι. Ή ένα κακό. Να βρω ένα κορίτσι τέλος πάντων. Με άγγιξε η σιγουριά του.
Ο καρδιολόγος του ΙΚΑ ήταν ο τελευταίος γιατρός που είδα ψάχνοντας να βρω τι μου συμβαίνει, παρότι δεν θα τολμούσα ποτέ να προβλέψω κάτι τέτοιο βγαίνοντας απ’ το γραφείο του. Η τελευταία κρίση ήρθε αργότερα το ίδιο βράδυ έξω από το Decadence στο λόφο του Στρέφη. Έπαιζα μουσική, ένιωσα την κλασική δυσφορία, βγήκα έξω, κάθισα στα σκαλάκια της απέναντι πολυκατοικίας και περίμενα να περάσει. Μετά από μισή ώρα έξω, οι φίλοι μου ανησύχησαν και εις εξ αυτών, ο Φροίξος βγήκε να με ψάξει.
Με βρήκε, του είπα “πάλι τα ίδια, νιώθω ότι θα πέσω”, έβγαλε τσιγάρο και μου έκανε παρέα. “Αυτό είναι που φοβάσαι κάθε φορά;”, με ρώτησε. “Πάντα. Απλά τις πρώτες φορές νόμιζα επιπλέον ότι θα πεθάνω”. “Ε πέσε, και τι έγινε;”, μου είπε. Μάλλον δεν άκουσα καλά τι είπε. “Τι είπες;”, τον ρώτησα λίγο πιο επιθετικά απ’ όσο θα ήθελα. “Πέσε ρε. Πέσε. Θα πέσεις, θα σε σηκώσουμε και θα συνεχίσεις. Έχεις πάει σε τόσους γιατρούς, είσαι μια χαρά. Αν πέσεις, θα έρθω να σε σηκώσω”.
Σηκώθηκα και μπήκα ξανά στο μαγαζί χωρίς να τον κοιτάξω καθόλου. Παραήμουν βουρκωμένος για να με δει έτσι. Η ζαλάδα επανήλθε πολλές φορές από τότε, αλλά δεν την άφησα ποτέ να ξεδιπλώσει το ταλέντο της. Έκανα σα να μην υπάρχει. Μετά από λίγο καιρό, σταμάτησε να προσπαθεί.
Η Παρασκευή 12 Γενάρη 2007 ήταν η τελευταία φορά που υπέφερα από μια κρίση πανικού.