«Ένα ανυπότακτο πλάσμα»: 8 καλλιτέχνες μιλούν για τον Μίκη Θεοδωράκη
Γρηγόρης Βαλτινός, Κώστας Καζάκος, Λύδια Κονιόρδου, Μανώλης Μητσιάς, Θέμης Μουμουλίδης, Δημήτρης Μπάσης, Μίμης Πλέσσας και Ευανθία Ρεμπούτσικα μοιράζονται σκέψεις, εικόνες και αναμνήσεις για τον Αιώνιο Έλληνα που θα είναι πάντα εδώ.
- 4 ΣΕΠ 2021
Ανήκω σε αυτή τη γενιά που μεγάλωσε με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, όχι σαν βίωμα, αλλά σαν άκουσμα. Ο παππούς μου είχε κάνει εξορία μαζί του στην Μακρόνησο, στο σπίτι έπαιζαν κατά καιρούς από τους γονείς μου οι μελωδίες του, ακουγόταν αυτή η ιδιαίτερη φωνή αυτού του τεράστιου άντρα με τα αστεία, φουντωτά μαλλιά και τα χέρια που κουνιούνταν σαν να χορεύουν, τον τραγουδούσα στις σχολικές γιορτές και λόγω του πιανίστα θείου μου τον ακολουθούσαμε οικογενειακώς σε πολλές συναυλίες που έκανε μαζί του.
Αναμνήσεις θολές και αποσπασματικές, που πάντα θα έχουν τη δική τους δυναμική. Άλλωστε, υπάρχει κάποιος που να μην έχει μία ανάμνηση έστω και μία μικρή από εκείνον, από το μουσικό του έργο, από τους αγώνες του;
Ο λόγος όμως σε εκείνους που τον γνώρισαν πραγματικά, επαγγελματικά ή προσωπικά ή και τα δύο μαζί. Σε καλλιτέχνες που είχαν την τύχη να βρεθούν κοντά στον μύθο Θεοδωράκη και στον άνθρωπο Μίκη.
Οι ηθοποιοί Γρηγόρης Βαλτινός, Κώστας Καζάκος και Λύδια Κονιόρδου, οι ερμηνευτές Μανώλης Μητσιάς και Δημήτρης Μπάσης, ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης, ο συνθέτης και τραγουδοποιός Μίμης Πλέσσας και η συνθέτρια Ευανθία Ρεμπούτσικα μοιράζονται σκέψεις, εικόνες και αναμνήσεις για τον Αιώνιο Έλληνα που θα είναι πάντα εδώ.
Γρηγόρης Βαλτινός
Εκείνο που μου έκανε πάντα εντύπωση στον Μίκη είναι o συνδυασμός της αιώνιας νεανικότητας του και μίας κοινωνικής και πολιτικής ωριμότητας που τον χαρακτήριζαν, ταυτόχρονα. Παρότι ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος -σαν Αριστερός πέρασε βασανιστήρια, διωγμούς, εξορίες- όταν ερχόταν μία κρίσιμη στιγμή για την πατρίδα μπορούσε να ζυγίζει τα πράγματα χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική, προσφιλής φιλοσοφική μέθοδος ιδίως στους Αριστερούς, και την έκανε πράξη. Συνεργάστηκε ακόμα και με την Δεξιά, όταν ένιωσε ότι οι καιροί το απαιτούσαν. Ήταν ενωτικός και συνεναιτικός. Είχε μία πρωτοφανή ευφυία κοινωνική, πολιτική και βεβαίως καλλιτεχνική.
Ο Μίκης δεν δίστασε πολλές δεκαετίες πριν -σκεφτείτε ότι από το 1960 μέχρι το 2020 έχουν περάσει 60 χρόνια-, να μελοποιήσει -ο μόνος που το τόλμησε- με λαϊκή μουσική και λαϊκούς ρυθμούς Ρίτσο, Ελύτη, Σεφέρη, Νερούδα, Αναγνωστάκη και πολλούς ακόμα μεγάλους ποιητές. Είχε μία μοναδική μουσική ευφυία. Ήθελε να κατεβάσει τη μεγάλη ποίηση στον λαό ακόμα και εις βάρος μίας κλασικής πορείας που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Ένα απλό τραγούδι που το τραγουδάει ο κόσμος στις ταβέρνες το Μέρα Μαγιού που είναι από τον Επιτάφιο, ξεκινάει με μία κλασική φόρμα ρέκβιεμ και γυρίζει σε ζεϊμπέκικο. Όλη η στάση που είχε ο Μίκης απέναντι στο τραγούδι διαφαίνεται μέσα από αυτό το κομμάτι.
Έχω πολλές αναμνήσεις από τον Μίκη. Τα παιδιά της Μαργαρίτας και τα παιδιά μου μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, πήγαιναν πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο. Τότε, τον γνώρισα και εντάχθηκα στην ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης σαν αφηγητής και σαν τραγουδιστής. Αργότερα, ανεβάσαμε τις παραστάσεις Ποιος τη Ζωή μου και Ζορμπάς.
Εκείνο που μου έκανε πάντα εντύπωση ήταν ότι ο Μίκης δεν έδινε συμβουλές. Αφηγείτο τη ζωή του και άφηνε σε εσένα να κατασκευάσεις τη συμβουλή μόνος σου. Επίσης, όταν θυμόταν πολύ συγκινητικές στιγμές, δύσκολες που είχε ζήσει, δεν δάκρυζε ποτέ. Ακόμα κι αν επρόκειτο για κακουχίες των παιδιών του σε καιρούς δύσκολους. Πώς τα κατάφερνε; Το γεγονός ότι υπέφερε πολύ σε μεγάλες στιγμές της ιστορίας, οι συλλήψεις, οι εξορίες, τα βασανιστήρια που βίωσε, ατσαλώσαν την ψυχή του. Είχε και μία λιονταρίσια υπερηφάνεια και μία παλικαριά, που δεν τον άφηναν να δείχνει αδύναμος. Η στάση του απέναντι στους διώκτες του, τους βασανιστές του ήταν σαν να τους είχε συγχωρήσει.
Μου είχε αναφέρει ότι όταν ήταν στις φυλακές Ωρωπού, άκουσε ξαφνικά ένα τραγούδι του να έρχεται από τη θάλασσα. Κοίταξε από το παράθυρο και ήταν ο Μανώλης Χιώτης με μία βάρκα και κάποιους μουσικούς και του έκαναν καντάδα με τα τραγούδια του από τον Επιτάφιο. Την επόμενη ημέρα, ο Χιώτης πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Αυτή την ιστορία θα την κρατώ μέσα μου για πάντα.
Μία ακόμα, αφορά το ανέβασμα της παράστασης Ποιος τη ζωή μου στην Μακρόνησο, που ήταν μία ιδέα του αείμνηστου παραγωγού Μιχάλη Αδάμ, προσωπικού φίλου του Μίκη. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι παίζαμε σε εκείνα τα βράχια που ο Θεοδωράκης είχε γράψει την 5η συμφωνία όταν ήταν εξόριστος. Ήταν τέτοια η ανατριχίλα και η συγκίνηση που έχανα τα λόγια μου πάνω στη σκηνή.
Ένιωθα πάντα από παιδί ότι ο Μίκης δεν θα πεθάνει ποτέ. Τώρα θα είναι πολύ πιο διαδραστικός και δυνατός. Δυστυχώς, δεν θα έχουμε τη φυσική του παρουσία, αλλά η κληρονομιά του θα μας συντροφεύει για τα επόμενα 100 χρόνια.
Κώστας Καζάκος
Από το 1953 όταν πρωτογνώρισα τον Μίκη στη Σχολή Σταυράκου, συναντηθήκαμε πολλές φορές, επαγγελματικά, αλλά και προσωπικά. Ήμασταν φίλοι.
Θυμάμαι είχαμε κάνει μια περιοδεία στην Αμερική το 1994. Στο πρώτο μέρος παίζαμε το Άξιον Εστί και στο δεύτερο, διάφορα τραγούδια του. Το γήπεδο είχε 65 χιλιάδες κόσμο. Η συναυλία μας τελείωσε με τον Ζορμπά. Με το που ξεκίνησαν να παίζουν οι πρώτες δύο νότες, οι θεατές -που ήταν κατά κύριο λόγο ξένοι- σηκώθηκαν όρθιοι, ούρλιαζαν, καταλάβαινα ότι ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός τους που δεν ήξεραν πώς να τον εκδηλώσουν. Αυτή η εικόνα, αυτό το συναίσθημα είναι αλησμόνητα.
Ξέρετε, όσο και να το περιμένεις, ότι ο θάνατος θα έρθει κάποια στιγμή, είναι αναπόφευκτο, πόσω μάλλον όταν πλέον ο άνθρωπος είχε πλησιάσει τον έναν αιώνα ζωής, όταν έρχεται τελικά είναι σαν να τρως κεραυνό στο κεφάλι. Αυτό αισθάνθηκα με την είδηση του θανάτου του Μίκη. Για μένα όμως ο χαμός του είναι γιορτή. Μία μεγάλη γιορτή. Γιατί ο Μίκης ρούφηξε από τη ζωή όλα όσα είχε η ζωή να του δώσει και ακόμα περισσότερα. Οι Αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν αυτούς τους ανθρώπους, όλβιους.
Λύδια Κονιόρδου
Αυτός ο τόπος στις πιο οδυνηρές περιόδους του κυοφορεί και γεννά ιδιοφυΐες. Αυτό ήταν ο Θεοδωράκης. Ένας Έλληνας, ένα κεφάλι πιο ψηλός από τους υπόλοιπους που έδωσε φωνή και αξιοπρέπεια και ανάταση σε ένα λαό πληγωμένο από τον πόλεμο, διχασμένο από τον εμφύλιο.
Με αυτούς και ήταν πολλοί, που αγωνίστηκαν στην αντίσταση προδομένους και άγρια κυνηγημένους. Κυνηγημένος κι ο ίδιος τραγούδησε αυτό που δεν μπορούσαν να πουν αυτοί οι άνθρωποι με στίχους των μεγάλων ποιητών. Γεφύρωσε τη μεγάλη τέχνη, με τον απλό, γονατισμένο άνθρωπο. Τον μύησε στη μεγάλη μας ποιητική παράδοση, προνόμιο των μορφωμένων αστών.
Την έκανε λαϊκό τραγούδι. Ενώ μπορούσε να γίνει παγκόσμιος, διάλεξε να τραγουδήσει τον Έλληνα και έκανε το τοπικό παγκόσμιο.
Τον συνάντησα σαν συνθέτη, νέα ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο και έμεινα έκθαμβη με το απίστευτο μουσικό του εύρος, τη συναρπαστική πολυπλοκότητα της μουσικής του που όμως έπαιρνε την οικεία μορφή ενός τραγουδιού.
Αυτή η φωνή ενός ενεργού πολίτη παρόντα σε κάθε δύσκολη στιγμή, που ακόμα και μέσα από τις αντιφάσεις του μας ξύπναγε, έσβησε. Νιώθω βαθύ, διαρκές πένθος, σαν να αποχαιρετά ο τόπος μου την Ελλάδα που ήξερε.
Είθε η νέα γενιά να κρατήσει με τον τρόπο της το φως της αντίστασης στη φθορά και στο σκότος αναμμένη. Είθε να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της αντίστασης για ένα κόσμο ελεύθερο, δίκαιο, με ισότητα όπως το έκανε με βαρύ τίμημα σε εποχές μαύρες ο Μίκης.
Μόνο βαθιά ευγνωμοσύνη νιώθω για την κληρονομιά του. Τα λόγια με εγκαταλείπουν, είναι φτωχά. Μίκη, σε ευχαριστούμε.
Μανώλης Μητσιάς
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που γνώρισα τον Μίκη. Είχα πάει στο σπίτι του στο Βραχάτι. Ήμουν 19 χρονών. Ήταν το 1968. Ήθελα να με ακούσει να τραγουδάω για να μου πει αν αξίζω να προχωρήσω. Με καλοδέχτηκε με το χαμόγελό του, τραγουδήσαμε παρέα και μου πρότεινε να φύγω στο Παρίσι, να βρω τους Καλογιάννη και Φαραντούρη και να μπω στην ομάδα τους για να κάνουμε μαζί συναυλίες.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1970 κι ενώ ήμουν φαντάρος, το καθεστώς της Χούντας με έστειλε να τραγουδήσω για τα 150 χρόνια του 1821 σε μία εκδήλωση. Θυμάμαι ότι δραπέτευσα, δεν τραγούδησα ποτέ και πήγα και βρήκα τον Μίκη στο σπίτι του.
Παρά τις απαγορεύσεις, διατηρούσαμε όλα τα χρόνια της Δικτατορίας την επικοινωνία μας. Μετέφραζα τις δηλώσεις του κατά του καθεστώτος και τις έστελνα για δημοσίευση στις εφημερίδες, έφερνα τη μουσική του από το Παρίσι στην Αθήνα.
Μία ακόμα ανάμνηση που έχω από εκείνα τα ζοφερά χρόνια είναι όταν το 1972 με 1973 με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι ήθελε να κυκλοφορήσει σε δίσκο τα λιανοτράγουδα. Του είπα Μίκη αυτό είναι αδύνατον, αφού απαγορεύεται λόγω της Χούντας. Κλείσαμε το τηλέφωνο και ήρθε στο σπίτι μου ο Μάνος Λοΐζος. Του εξομολογήθηκα την επιθυμία του Μίκη και μας θυμάμαι να καθόμαστε μαζί και να ακούμε στα κρυφά, με χαμηλωμένη την ένταση τα λιανοτράγουδα.
Προσωπικότητες σαν τον Μίκη Θεοδωράκη δεν φεύγουν ποτέ από την ψυχή μας.
Θέμης Μουμουλίδης
Στον Μίκη πάντα θαύμαζα τον τρόπο που ξόρκιζε τον θάνατο, γιατί είχε λατρέψει τη ζωή. Παρέτεινε τον θάνατό του πολλάκις, από τις συλλήψεις, τις εξορίες και τα βασανιστήρια μέχρι τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια.
Ένα ανυπότακτο πλάσμα, που δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο, αλλά τον νίκησε, το επέκεινα δεν ήταν κάτι που τον απασχολούσε. Είχε επιλέξει όσο ήταν εν ζωή πώς θα πεθάνει και θα ταφεί. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να φύγει ως κομμουνιστής, μία σπαρακτική και συγκλονιστική δήλωση ενός γενναίου και πραγματικά ελεύθερου ανθρώπου.
Θυμάμαι ότι έλεγε ότι έχει ετοιμάσει τον τάφο του στον Γαλατά δίπλα στους γονείς του, ότι έχει πληρώσει και ένα βαρύτατο μάρμαρο και ότι θέλει να τον θάψουν εκεί και μετά, να τον αφήσουν στην ησυχία του.
Μέσα σε 25 χρόνια, συνεργαστήκαμε στενά τρεις φορές, αλλά και καθημερινά για τη δημιουργία του σεναρίου της παράστασης Ποιος τη ζωή μου. Στο έργο είχε γράψει ο ίδιος διάφορες ιστορίες. Μία από αυτές ήταν η επίσκεψη στη μητέρα του στο νοσοκομείο στον Γαλατά. Τα θυμήθηκε όλα και τα αποτύπωσε στο χαρτί.
Στον Μίκη οφείλουμε πολλά από το παρόν και πολλά από αυτά που θέλουμε να κρατήσουμε για το μέλλον μας. Μαζί με την Μελίνα Μερκούρη, είναι ό,τι σημαίνει Ελλάδα από το 1922 και έπειτα.
Δημήτρης Μπάσης
Τον γνώρισα το 1999 όταν ήρθε σε μία συναυλία προς τιμήν του στη Σάμο στο Φεστιβάλ Μανώλης Καλομοίρης. Ήρθε στα παρασκήνια να συγχαρεί τους συντελεστές και εκεί μου είπε ότι του άρεσε η φωνή μου, ότι είναι βαθιά λαϊκή και ότι θα ήθελε κάποια στιγμή να με ακούσει να ερμηνεύω το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, από τα σημαντικότερα έργα του, που μιλά για την ενότητα – αυτό που πρέσβευε ο ίδιος σε όλη του τη ζωή, ήθελε τον ελληνισμό ενωμένο.
Με κάλεσε λοιπόν στο σπίτι του και μου είπε ότι επειδή αυτός ο δίσκος στην πρώτη του εκτέλεση με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση το 1961 λόγω πολιτικών καταστάσεων είχε λογοκριθεί και του απαγορεύτηκε να βάλει ορισμένα τραγούδια, ήθελε να τον επανεκτελέσει, προσθέτοντας και εκείνα τα τραγούδια που είχαν κοπεί τότε, 40 χρόνια μετά. Έτσι, ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Θυμάμαι ότι είχα μεγάλο άγχος, πρώτον, γιατί ερμήνευα όλα αυτά τα μεγάλα έργα του Μίκη και δεύτερον, γιατί θα αναμετρώμουν με τον τεράστιο Μπιθικώτση. Ο Θεοδωράκης παρατήρησε την αμηχανία μου στο στούντιο και μου είπε: «Μικρέ, χαλάρωσε σε έχω ακούσει και θέλω να ξέρεις ότι εγώ θα πάρω από την ψυχή σου τα καλύτερά σου κομμάτια την ώρα που τραγουδάς».
Με στοργή και τρυφερότητα αντιμετώπιζε τους πάντες, αυτός ο τεράστιος, φιλικός γίγαντας που όταν άνοιγε τα χέρια του για να διευθύνει την ορχήστρα ένιωθες ότι μπορεί να αγκαλιάσει όλο τον πλανήτη. Και κάτι ακόμα, επειδή ο κόσμος όταν διηύθυνε ο Μίκης έβλεπε συνήθως την πλάτη του, να ξέρετε ότι ήταν με το χαμόγελο. Δεν ήταν αυστηρός μαέστρος. Τραγουδούσε πάντα όλα τα τραγούδια για να μεταφέρει την ένταση στον ερμηνευτή του.
Μίμης Πλέσσας
Με τον Μίκη βλεπόμασταν συχνά την τελευταία δεκαετία. Ξεχνιόμασταν στο σπίτι του ανάμεσα σε συζητήσεις και μουσικές. Συχνά καθόμουν στο πιάνο του και έπαιζα σε τζαζ διασκευή κάποια κομμάτια του. Τα έκανα αγνώριστα! Τον διασκέδαζε πολύ αυτό.
Λυπάμαι που δεν προλάβαμε να κάνουμε την κοινή συναυλία που ετοιμάζαμε για να βοηθήσουμε τους πυρόπληκτους του φετινού καλοκαιριού. Με συγκλόνισε ο χαμός του. Θα μου λείψεις πολύ, τιτανοτεράστιε Έλληνα και Φίλε.
Ευανθία Ρεμπούτσικα
Η πρώτη εικόνα που έχω από τον Μίκη ήταν όταν ήμουν 7 με 8 χρονών. Ο πατέρας μου μας είχε πάει σε συναυλία του στην Πάτρα. Η επιβλητική του παρουσία, η μουσική του φιγούρα που άνοιγε τα χέρια για να διευθύνει τους μουσικούς όπως πετά ο αετός με μάγεψε.
Η ζωή τα έφερε έτσι που πολλά χρόνια μετά, συμμετείχα επειδή δούλευα στην ορχήστρα της ΕΡΤ σε περιοδεία του στην Αμερική. Ήταν τεράστια η περηφάνεια και η συγκίνησή μου.
Ένα τεράστιο μουσικό ταλέντο που γεννούσε μελωδίες μέσα από τις κοινωνικές και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αυτό ήταν ο Μίκης. Ένας άνθρωπος που βασανίστηκε από τους φασιστές, αλλά ποτέ δεν λύγισε. Ένας πραγματικά μεγάλος Έλληνας, ένας σπουδαίος από εκείνους που πέρασαν στην αιωνιότητα πριν τον θάνατό τους. Για μένα ο Μίκης ήταν και πάντα θα είναι η Ελλάδα.