Ένα τραγούδι για τον πατέρα μου
Ανήμερα της Father's Day, οι συντάκτες του Oneman αφιερώνουν τραγούδια και εξομολογήσεις στους ανθρώπους που τους μεγάλωσαν και τους έκαναν αυτούς που είναι
- 15 ΙΟΥΝ 2014
Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ διαλέγουν ένα τραγούδι για τον πατέρα τους, εξηγούν γιατί, ζητάνε συγνώμη, αποδίδουν τα εύσημα εκεί που πρέπει και θυμούνται στιγμές που χαρακτήρισαν τη σχέση τους. Αν όχι σήμερα δηλαδή, πότε;
Ο Γιάννης είναι ο “Φώτης” του Χρήστου Χατζηιωάννου
Όταν πριν από 2 μήνες ο Φοίβος Δεληβοριάς μίλαγε σε εμένα και τον Ηλία για τον πατέρα του, μας είπε ότι “Ενώ ήταν δεδομένη η αγάπη, από την εφηβεία και μετά ήταν σαν να αποφεύγαμε να επικοινωνήσουμε”. Με τον ίδιο ηλίθιο τρόπο που κάθε άνδρας αποφεύγει να κοιτάξει τον πατέρα του στα μάτια για να εκφράσει την αγάπη του για εκείνον. Με τον ίδιο ηλίθιο τρόπο που κάθε άνδρας βάζει σε δεύτερη μοίρα τον πατέρα του (όπως υπέροχα περιγράφεται στο Cats in the Cradle) μέχρι εκείνος να τον έχει πραγματικά ανάγκη. Κάθε φορά που ακούω τον Φώτη (όπως χθες βράδυ πριν κοιμηθώ), κάθε φορά που μιλάω για αυτό τραγούδι (όπως εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη που οδηγούσα προς τη Μονεμβασιά), κάθε φορά που γράφω για αυτό (όπως τώρα) νιώθω ότι κάνω και μια εξομολόγηση στον δικό μου πατέρα. Ζηλεύω τα κορίτσια που μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα στον μπαμπά τους. Που θα κάτσουν στα πόδια του, θα τον σφίξουν στην αγκαλιά τους και θα του πουν πόσο τον αγαπούν. Θα ήθελα για μια στιγμή να ξαναγίνω 4 χρονών. Για να τρέξω να τον πάρω μια αγκαλιά, για να κοιμηθώ για εκατοστή φορά πάνω στην κοιλιά του ένα Κυριακάτικο μεσημέρι, για να του πω χωρίς να κοιτά ότι τον αγαπάω κι ότι όταν μεγαλώσω θα είμαι τόσο μαλάκας που δεν θα του το λέω. Κι αντ’ αυτού θα αλλάζω κάθε φορά τον τελευταίο στίχο του Φώτη στο μυαλό μου. Ο μικρός θα με φωνάζει Χρήστο κι εγώ Γιάννη θα τον πω.
Το ‘Τίποτα δεν Χάθηκε’ του αφιερώνει ο Ηλίας Αναστασιάδης
Δεν ξέρω αν είναι γονιδιακό, κληρονομικό ή τι στο καλό είναι, αλλά νομίζω ότι θα χρωστάω πάντοτε στον πατέρα μου την όρεξη για δουλειά και το προσωπικό γέμισμα του να νιώθεις παραγωγικός. Μπορεί η επωνυμία ‘Αναστάσιος Αναστασιάδης – Αντώνης Αντωνιάδης’ με την οποία έτρεχαν τα μαγαζιά του να ήταν το στάνταρ αστείο της παρέας μου απ’ το δημοτικό, αλλά πέρα απ’ την πλάκα, δεν έχω γνωρίσει ακόμα άνθρωπο που να έχει δουλέψει περισσότερο και πιο σκληρά απ’ αυτόν. Θα έλεγα ότι προφανώς δεν μας έλειψε τίποτα αν ο κόσμος μετριόταν μόνο σε υλικά αγαθά. Δυστυχώς μας έλειψε η επικοινωνία ειδικά απ’ την εφηβεία και μετά. Μετά ήρθαν και τα υλικής φύσεως προβλήματα, μετά ήρθε και η γκρίνια, μετά μας πήρε και μας σήκωσε. Σήμερα, ο μπαμπάς, ένα κλικ πριν τα 70, συνεχίζει να ξυπνάει στις 4 το πρωί για να δουλέψει, συνεχίζει να είναι τυφλά περήφανος για ό,τι καταφέρνουν οι γιοι του, αλλά συνεχίζει να ζει και με το παράπονο για το τι έμεινε απ’ τα 55 χρόνια σκληρής δουλειάς. Μπορεί τις Κυριακές που ξεκουράζεται να ακούει μόνο ρεμπέτικα, αλλά αυτό που με νοιάζει να του πω είναι ότι τίποτα δεν χάθηκε και μιας και το ‘χει ο Μάλαμας σε τραγούδι, είμαι μια χαρά, θα πάω με αυτό.
Κάτι από Καββαδία ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Το πιθανότερο είναι να έβαζα το “Big Poppa” του Biggie έτσι για τη φάση, για να με κοιτάει κουνώντας το κεφάλι στο ρυθμό του “τι μαλακίες είναι αυτές”. Αν ήθελα να αφιερώσω κάτι που να βγάζει νόημα τουλάχιστον για τον ίδιο, θα ήταν κάτι από το ρεπερτόριο του Μελωδία. Δύσκολα κάποιος άλλος να έχει ακούσει περισσότερο Μελωδία FM από αυτόν. Μαζί του κι εγώ βέβαια όταν ξυριζόταν (Δευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή) στο μπάνιο ή ειδικά στο αυτοκίνητο της επιστροφής από το κέντρο. Εγώ γυρνούσα από το σχολείο και αυτός από τη δουλειά. Το να ακούω τη φωνή της Μαργαρίτας Μυτιληναίου ήταν ένα τύπου βασανιστήριο για μένα. Φαντάζομαι το ίδιο οδυνηρό όσο ήταν και για εκείνον να παίζουμε κρεμάλα εν ώρα οδήγησης. Οπότε θα πρέπει να πάει σε ένα τέτοιο ρεπερτόριο. Μήπως Χατζηδάκι, με τον οποίο μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά στο Παγκράτι; Γιατί όχι; Θα προτιμήσω, όμως, ένα τραγούδι που του αρέσει, περισσότερο από ένα τραγούδι που να συνδέεται με τη σχέση πατέρα-γιου. Κάτι από Καββαδία (και Κούτρα), μια Θεσσαλονίκη, ένα μαχαίρι, μια Εσμεράλδα, κάτι…
To Cats in the Cradle ο Πάνος Κοκκίνης
Όχι, δεν τον στερήθηκα καθόλου τον Καραμπέτσο (σ.σ. αυτό ήταν το παρατσούκλι του στη δουλειά) μεγαλώνοντας. Ισά ίσα, επειδή με έκανε στα βαθιά 50 του, ήταν εξαρχής στο τριπάκι να αδιαφορεί για τη δουλειά και να μου αφιερώνει όλο το χρόνο του. Ακόμη τον θυμάμαι να κάνει κοπάνα για να έρθει και να με πάρει για να πάω να παίξω με τους φίλους μου στα γρασίδια μπροστά από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Ο λόγος που του αφιερώνω ένα τόσο θλιμμένο τραγούδι είναι επειδή του οφείλω ένα συγνώμη. Ένα συγνώμη που, από τα 10 μου και μετά, τον αντιμετώπιζα -λόγω ηλικίας και των ασθενειών του- ως ένα γέρο παππού που μου ήταν βάρος. Συγνώμη που δεν βρήκα το χρόνο ούτε καν να πάω στο νεκροταφείο για να πάρω τα κοκκαλά του (και να τα ρίξω εκεί που τα ρίχνουν), στέλνοντας μια άσχετη φίλη της μάνας μου στην θέση μου. Και, κυρίως, για να του πω ότι ήδη, με την κόρη μου να κλείνει τα 4, ξέρω ότι ποτέ δεν θα τον φτάσω. Ότι ποτέ δεν θα είμαι αρκετά άντρας ώστε να βρίσκω χρόνο για εκείνη. Προτιμώντας τη λύση του δειλού, το να την φορτώνω δηλαδή δώρα και όποτε μου ζητάει πέντε λεπτά να παίξουμε, να της λέω πως έχω δουλειά. Η μεγαλυτέρη ειρωνεία; Την ίδια ώρα που της λέω αυτό για να την αποφύγω, την ‘υποχρεώνω’ να μου απαντάει στην ερώτηση ‘Ποιά όμως είναι η πιο σημαντική δουλειά του μπαμπά;’ δειχνοντάς μου με το δάχτυλο τον εαυτό της. Τρέμω για την μέρα που θα το σκεφτεί λίγο καλύτερα και θα δείξει εμένα. Αυτό δηλαδή που είναι η πιο πικρή αλήθεια της ζωής μου. Ότι, σε αντίθεση με τον πατέρα μου, πάντα βάζω τον εαυτό μου πάνω από όλους.
“Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά” ο Χρήστος Δεμέτης
Στον πατέρα μου χρωστώ πολλά πράγματα που λες, πέραν του ότι με έφερε σε αυτό τον κόσμο-πλανήτη-χώρα-πόλη μαζί με την ελληνίδα μάνα φυσικά. Του χρωστάω την αγάπη μου για τη φύση, κυνηγός είναι βλέπεις, από εκείνους που σέβονται το περιβάλλον. Μεταξύ μας, αν και δεν θα κυνηγήσω ποτέ στη ζωή μου μπεκάτσες, οι περισσότεροι κυνηγοί που έχω γνωρίσει σέβονται τη φύση. Συνεχίζω. Του χρωστάω του κυρ-Ντίνου την αγάπη μου για τα σκυλιά, την μαζοχιστική πίστη μου στην αξιοκρατία, το πείσμα και το πάθος για συνέχεια κόντρα στα ζόρια. Από ζόρια στη ζωή σου πατέρα, άλλο τίποτα. Του χρωστάω και την τρέλα για τη μουσική και ας το έχει ρίξει τελευταία στο “σκυλοπόπ”. Δεν πειράζει, θυμάμαι τις ώρες που ταξιδεύαμε με εκείνο το θηρίο το Λάντα παρέα με ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, με Χιώτη, Μπαγιαντέρεα και Βαμβακάρη. Σου αρέσει και ο Νταλάρας ρε πατέρα αλλά συγχώρα με, σε αυτό δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τα βρούμε. Μπορεί στην εφηβεία μου να τα σπάσαμε, μπορεί να συγκρουστήκαμε για πολλά περισσότερα θέματα πέραν του Νταλάρα, ήσουν όμως πάντα εκεί και πάντα είσαι. Ακόμα κι αν δεν σε έβλεπα πολύ σαν παιδί λόγω της δουλειάς σου, σε καταλαβαίνω και σε νοιώθω τώρα περισσότερο από ποτέ. Τώρα που δουλεύω και εγώ και οδεύω για τα καλά στον κόσμο των ενήλικων υποχρεώσεων. Θα ήθελα να ανοιγόσουν συχνότερα και να λες τα βάσανα σου, ποτέ δεν είναι αργά ξέρεις. Θα ήθελα να σου ανοιγόμουν κι εγώ περισσότερο. Ποτέ δεν είναι αργά και για μένα. Τέλος πάντων. Μιας και το προστάζει η αφορμή, θα σου αφιερώσω το αγαπημένο σου “αλήτη μ’ είπες μια βραδιά” της Μπέλλου. Του “Σωτήρη” όπως την αποκαλείς. Άλλωστε αλήτης ήσουν κι εσύ στα νιάτα σου, εκεί στην Πλάκα που μεγάλωσες. Έτσι τουλάχιστον λες στις αναρίθμητες ιστορίες σου που από μόνες τους είναι μια αλητεία. Και για να το “παντρέψουμε” το θέμα, ε και στην Μπέλλου χρωστάω πολλά, για τη μουσική που ακούω τώρα. Μη σου φαίνεται παράλογο, τα ρεμπέτικα πήγαιναν πάντα παρέα με τα μπλουζ και τα μπλουζ με τη ροκ και πάει λέγοντας. Αν ήξερες και καλύτερα αγγλικά νομίζω πως σήμερα θα άκουγες φανατικά Rihanna πάντως. Εντάξει, δεν θα ήταν άσχημο αυτό πατέρα, είναι καλύτερη άλλωστε από την Πάολα.
“Βοσκαρουδάκι αμούστακο” ο Στέλιος Αρτεμάκης
Ο πατέρας μου (και κατ’ επέκταση η σχέση μου μαζί του) ήταν σαν τα μουσικά του ακούσματα. Κάτι μεταξύ Τζο Ντασέν -μιας και ήταν από εκείνα τα παιδιά των 60s και όχι από τα άλλα, Ξυλούρη λόγω πατρίδας, Μαρινέλας, Γιουροβίζιον και Χούλιο Ιγκλέσιας. Δεν τον κατάλαβαινα. Δεν κατάλαβα ποτέ πως δεν έδωσε μία να σπάσει όλα αυτά τα βινύλια που είχε στη δισκοθήκη του. Πάντα κάτι τον κρατούσε. Και προσπάθησα πολλές φορές να τον “μάθω” μουσική. Να του δείξω ποια είναι καλή και ποια είναι κακή. Να του δώσω να καταλάβει ότι με αυτά που ακούει δεν κάνει καλό σε κανέναν. Αλλά αυτός εκεί. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ήταν ένας αυθεντικά απλός άνθρωπος. Αυτό; Αυτό. Εκείνο; Εκείνο. Έτσι τα έβγαλε πέρα μία ζωή που ξεκίνησε από κάτι αγρούς στα ορεινά της Κρήτης, έφτασε σε κάτι γκαλά με στρατιωτικούς και πολιτικούς. Ετσι τα έβγαλε πέρα στην προσωπική του ζωή που τη λες και πιο δύσκολη. Με αυτή την στωική αποδοχή αυτών που του συμβαίνουν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω παραπάνω. Πετάω έναν Χαρούλη και το κλείνουμε εδώ.