Άκης Κατσούδας
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ερμού, λατέρνα και φιλότιμο: Όσα μας είπε ένας από τους τελευταίους λατερνατζήδες της Αθήνας

Περπατήσαμε στον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας και συναντήσαμε τον Σπύρο Ταραπόσο, έναν από τους τελευταίους οργανοπαίχτες λατέρνας στην Ελλάδα.
Η Αθήνα έχει βάλει τα καλά της. Όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι χριστουγεννιάτικα φώτα και στολίδια που σε βάζουν στο κλίμα της εποχής. Στην Ερμού επικρατεί το αδιαχώρητο. Ο κόσμος που έχει βγει για τη βραδινή του βόλτα και τα πρώτα ψώνια των εορτών είναι τόσος πολύς που δεν μπορούμε να δούμε ούτε στα δυο μέτρα. 

Μέσα στη «Χάβρα των Ιουδαίων» που επικρατεί, ο διαπεραστικός ήχος από μια λατέρνα μάς τραβά την προσοχή. Οι μελωδίες μπλέκονται ανάμεσα στις φωνές του ανθρώπου που κάθεται ακριβώς δίπλα και δεν σταματά να λέει «ναι στη λατέρνα, ναι στην παράδοση». Ο λόγος για τον Σπύρο Ταραπόσο, έναν από τους τελευταίους οργανοπαίχτες στην Αθήνα και την Ελλάδα.

Η όψη της λατέρνας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, καθώς πάνω σ’ αυτή υπάρχουν γαρύφαλλα, μπλε φωτάκια, φωτογραφίες από τα δεκάδες αφιερώματα που έχουν κάνει κατά καιρούς δημοσιογράφοι και μια ταμπέλα που γράφει «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο και πολύτεκνος», εμπνευσμένο από την ομώνυμη ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Ο κ. Σπύρος κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά εδώ και 22 χρόνια, τα 17 εξ αυτών στο συγκεκριμένο πόστο της Ερμού. Η ενασχόληση με τη λατέρνα ήταν, κατά κάποιο τρόπο, καρμική. Η ιστορία της κρατά από το 1942, όταν κατασκευάστηκε στη Σμύρνη. «Την είχε φέρει ο παππούς μου από τη Μικρά Ασία μετά τον πόλεμο. Η καταγωγή μου είναι από την Νεάπολη της Σμύρνης. Δεν έχω πάει ποτέ, άλλα κάποια μέρα θα ‘θελα να κάνω αυτό το ταξίδι» εξηγεί.

«Πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε γλέντια. Μ’ έπαιρνε μαζί του καμιά φορά και μ’ άρεσε πολύ». Τα χρόνια, όμως, πέρασαν, ο παππούς του πέθανε και η λατέρνα έμεινε για δεκαετίες σκονισμένη στην αποθήκη του χωριού του στην Ημαθία.

Ο ίδιος, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να κατεβαίνει και να παίζει σποραδικά. Την απόφαση να τη βγάλει και πάλι στο δρόμο, την πήρε πριν από δύο δεκαετίες, όταν κι έμεινε άνεργος. «Δεν είχα πια δουλειά και έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να ζήσω την οικογένεια και τα παιδιά μου. Έτσι αποφάσισα να βγω στο δρόμο» συμπληρώνει.

Η λατέρνα – το πρώτο μουσικό όργανο δρόμου


Η ιστορία της, όμως, κρατάει εδώ κι αρκετούς αιώνες. Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα, οι πρώιμες μορφές λατέρνας, που έχει πάρει το όνομά της από την ιταλική φράση la torno που σημαίνει στα ελληνικά αυτό που γυρίζει, έκαναν την εμφάνισή της κατά την εποχή του Βυζαντίου και τον Μεσαίωνα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η λατέρνα άρχιζε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη, ενώ σ’ όλα τα κέντρα διασκέδασης των μεγάλων αστικών κέντρων με έντονο το ελληνικό στοιχείο, όπως την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τον Πειραιά, υπήρχε κι από μια. Αυτή ήταν άλλωστε το κύριο μέσο των θαμώνων για να γιορτάσουν τις χαρές τους και να διασκεδάσουν.

Η πρώτη ελληνική λατέρνα κατασκευάστηκε από τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωσήφ Αρμάο, σε συνεργασία με τον Ιταλό Jugepe Turconi. Η κατασκευή ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα εσωτερικό πιάνο που είναι σε σχήμα κυλίνδρου με καρφιά, καθ’ ένα από τα οποία ισοδυναμεί με μια νότα. Η περιστροφή του κυλίνδρου γίνεται από την κλασική μανιβέλα που υπάρχει εξωτερικά, ενώ, για να παίξει τα προεγκατεστημένα τραγούδια, χρειάζονται πάνω από 7.000 καρφιά.

Η δημοφιλία της λατέρνας άρχιζε να φθίνει μετά τη δημιουργία του γραμμοφώνου και του ραδιοφώνου. Ο μεγαλύτερος, όμως, λόγος πτώσης της ήταν το κυνήγι από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά που θεωρούσε τους λατερνατζήδες επαίτες και περιφερόμενος «αλήτες», τους κυνηγούσε και τους έβαζε φυλακή. Το ίδιο συνέβη και κατά τη χούντα, όταν πια η λατέρνα, είχε μπει για τα καλά στο χρονοντούλαπο της ελληνικής παράδοσης και ιστορίας.

Η μόνη έκρηξη ενδιαφέροντος συνέβη μετά την κυκλοφορία της ταινίας Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο το 1955. Η πλοκή της ταινίας είχε ως εξής: Δύο φίλοι, πλανόδιοι λατερνατζήδες, καθώς διαπιστώνουν ότι η τέχνη τους δεν έχει πλέον ανταπόκριση λόγω της αλλαγής συνηθειών της εποχής, μετά από προτροπή ενός γνωστού τους πηγαίνουν σε ένα πανηγύρι που γίνεται σε κάποιο χωριό προκειμένου να βγάλουν χρήματα. Στη διαδρομή συναντούν μια κοπέλα, η οποία το έχει σκάσει από το σπίτι της προκειμένου να μην παντρευτεί τον άντρα που θέλει να της επιβάλει ο πατέρας της. Δεν θέλουν όμως να την παραδώσουν στην αστυνομία και ψάχνουν να βρουν μαζί της τον αγαπημένο της.

Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, κόβοντας συνολικά 126.530 εισιτήρια και ένα χρόνο αργότερα γυρίστηκε το πρώτο σίκουελ ελληνικής ταινίας με τίτλο, αυτή τη φορά, Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο.

Μία από τις τελευταίες λατέρνες της Ελλάδας


Ένα απ’ τα γαρύφαλλα της λατέρνας του Σπύρου Ταραπόσου βρίσκεται στο μαύρο του καπέλο που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Μπορεί η μορφή της εξωτερικά να έχει αλλάξει πολύ, ωστόσο, ο κύλινδρος είναι ίδιος απ’ το ‘40 και χρειάζεται κάθε εξάμηνο επισκευή. «Θέλει τα κουρδίσματά του, τη συντήρησή του. Καμιά φορά στραβώνει, μάλιστα, και τότε είναι που δεν γλιτώνεις τον μάστορα» λέει γελώντας.

Η λατέρνα του κ. Σπύρου παίζει αποκλειστικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, ωστόσο, τόσες φορές που ‘χει γυρίσει τη μανιβέλα, δεν ξέρει πότε ξεκινά το ένα κομμάτι και πότε τελειώνει το άλλο.

Όσο συζητάμε υπάρχουν αρκετοί περαστικοί που στέκονται στο σημείο με τα παιδιά τους ή μόνοι, τραβούν φωτογραφίες και μπορεί να πιάσουν τον χορό, άμα το καλεί η περίσταση. «Γεια σου ρε Σπύρο γίγαντα» του φωνάζει ένας περαστικός. «Παίζω τόσα χρόνια εδώ και με γνωρίζει πολύς κόσμος. Με φωνάζουν με το όνομά τους. Εγώ πού να τους θυμάμαι, όμως, όλους αυτούς. Τους χαιρετάω και πάνε παρακάτω» λέει.


Όταν βγήκε για πρώτη φορά στον δρόμο είχε μεγάλη συστολή. «Ο δρόμος θέλει θράσος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σε κοιτούν μειονεκτικά» εξηγεί. Το μεροκάματο, όμως, πρέπει να βγει, ακόμη κι αν χρειαστεί να μείνει έξω για δέκα ώρες. Το ψάθινο καλάθι είναι γεμάτο κέρματα. «Αυτός είναι ο μποναμάς της μέρας. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Σκέψου, είμαι έξω από το πρωί και δεν έχω βγάλει ακόμη ούτε είκοσι ευρώ» εξηγεί.

Η λατέρνα είναι, όμως, η ψυχοθεραπεία του. «Την αγαπώ πολύ, όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Εγώ μεγάλωσα μ’ αυτή. Μου θυμίζει τον παππού μου που έχει φύγει» καταλήγει. Χαιρετιόμαστε και εκείνος πιάνει πάλι τη μανιβέλα. Έχει δρόμο ακόμη.

Exit mobile version