581 μέρες χωρίς Facebook
Ένας δημοσιογράφος θυμάται τη στιγμή που διέγραψε οριστικά το Facebook. Από τη ζωή του.
- 11 ΜΑΡ 2020
Ξέρεις αυτές τις ενοχλητικές διαφημίσεις που εμφανίζονται σε όλα τα app games κάθε φορά που τελειώνει η ενέργειά σου ή περάσουν 10 λεπτά παιχνιδιού και πρέπει να δεις λίγο spam για να σε αφήσουν να παίξεις κι άλλο; Είναι συνήθως κάτι διαφημίσεις για παιχνίδια που μοιάζουν όλα ψεύτικα ή είναι εμφανείς κλώνοι των δύο πετυχημένων app games που παίζουν οι πάντες ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιο νέο app που έχει 3.8 στο app store.
Θέλω να πω, έχεις συνηθίσει τι βλέπεις μπροστά σου σε γενικές γραμμές. Εκεί λοιπόν που έπαιζα ένα παιχνίδι στο κινητό και έστριψα τον τροχό για να πάρω ενέργεια και ετοιμάζομαι να δω κάποια από τις κλασικές διαφημίσεις, ξαφνικά εμφανίζεται κάτι που κάπως, κάποτε, μου έμοιαζε γνώριμο.
Ένα περιβάλλον που κάτι μου θυμίζει. Καλαίσθητες φωτογραφίες #ζησίματος. Χώρος για τσατ. Και ένα λογότυπο από το παρελθόν μου, ένα λευκό γράμμα σε μπλε φόντο. Όλο σούπερ φροντισμένο, αισθητικά τέλεια. Ήταν λες και έβλεπα μεταμεσονύκτια τηλεόραση κι ανάμεσα σε διαφημίσεις τελεμάρκετινγκ κάποιος μπερδεύτηκε κι έβαλε κατά λάθος να παίξει καμιά διαφήμιση της Aegean γυρισμένη από τον Γιώργο Λάνθιμο.
Μοιάζει περίεργο, αλλά υποθέτω είναι γενικώς περίεργο να μην έχω ούτε Facebook, ούτε καν messenger. Τι να κάνει ο κολοσσός; Να με αφήσει στην ησυχία μου να παίζω Best Fiends ενώ θα μπορούσα να πατάω βαριεστημένα thumbs up σε ομαδικά chats που δε θα διαβάσω ποτέ;
***
Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να ισχυριστώ ότι διέγραψα το Facebook για καθαρά ηθικούς λόγους, για το πόσο απεχθάνομαι το ίδιο, τον ιδρυτή του και όσα εκπροσωπούν. Στην πραγματικότητα, αυτή η αληθινή και σαφώς υπαρκτή ενόχληση απλώς έπαιξαν τον ρόλο τους, μια συγκέντρωση από λόγους που ο ένας ενισχύει τον άλλον και τελικά καταλήγεις με σιχαμάρα και αηδία να κλείνεις την πόρτα μουρμουρώντας ένα πηχτό-πηχτό “χάιντεμουκαιschτουδγιεάαααολου”.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν απόφαση της στιγμής. Ήταν αργό, σταδιακό, κι είχε απολύτως να κάνει με την ψυχική μου ηρεμία.
Προσπαθώ καμιά φορά να θυμάμαι πώς ήταν η εμπειρία ζωής του να υπάρχω κοινωνικά ως χρήστης του Facebook, και περνάει από το κορμί μου ένα σύγκρυο, σαν κάποιος να μου έσπρωξε απότομα το κεφάλι μες στην κατάψυξη. Ένα μπαράζ από ανεξέλεγκτη πληροφορία, διαρκείς παράλληλες συζητήσεις και πλήρως ανούσιων ειδοποιήσεων. Μια μόνιμη απασχόληση χωρίς αρχή, τέλος ή σκοπό. Έτσι είναι κι η ζωή θα μου πεις! Αλλά μου αρκεί η υπαρξιακή δίνη της χωρίς νοήματος ύπαρξης, δεν χρειάζομαι και μια καθημερινή αγχωτική υπενθύμιση του ίδιου πράγματος σε μικρά πακετάκια κόκκινων πίξελ.
Δεν είναι ότι τώρα δεν χαζεύω στο κινητό μου όλη την ώρα, αλλά το να παρακολουθώ την εξέλιξη ενός πανικού στο twitter ή το να τσεκάρω βαριεστημένα για το αν έχει καλά Pokemon spawns η περιοχή το βρίσκω πολύ λιγότερο επιθετικό προς την ψυχή μου από την διαρκή ανανέωση του Facebook feed με τα βαρυσήμαντα στάτους και αυτές τις ατελείωτες, εξοργιστικά ανούσιες ειδοποιήσεις. Έχω δει χαρακτήρες στο σινεμά να βυθίζονται σε κινούμενη άμμο και νομίζω ήταν σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση από το συναίσθημα που μου δημιουργούσε το λαμπάκι των ειδοποιήσεων στο fb για events στην περιοχή μου ή για το σχόλιο που άφησε κάποιος άνθρωπος που δε θυμόμουν ότι έχω φίλο στο wall κάποιου άλλου που είχαμε ανταλλάξει ευχές γενεθλίων ενάμιση χρόνο παλιότερα.
Και μετά, τα chats! Δε μπορούσα να κάνω τη μία αναγκαία και άμεση κουβέντα που ήθελα, χωρίς να πρέπει να φανεί στις άλλες 10 ενεργές συζητήσεις πως ήμουν ονλάιν κι απλά δεν απάντησα. Επίσης: Η αμεσότητα και η παγκοσμιότητα του συγκεκριμένου app (το έχουν και το χρησιμοποιούν όλοι!) απλά διέλυε κάθε όριο ανάμεσα στο προσωπικό και το επαγγελματικό. Όταν σου έρχεται επαγγελματικό μέιλ αλλά σε μορφή chat στο messenger, Παρασκευή 12μιση το βράδυ την ώρα που πίνεις κοκτέιλ και προσπαθείς να τραγουδήσεις φωναχτά τον Kendrick Lamar που έχει μόλις βάλει ο DJ, τότε ξέρεις πως αυτό το διαβολοapp δεν είναι ούτε σκόπευε ποτέ να είναι φίλος σου.
Συνυπολογίζοντας και το γενικευμένο μου άγχος, την αίσθηση που ενίσχυε πάντα το Facebook, πως κάποιος είναι πάνω από το κεφάλι σου και εξετάζει εξονυχιστικά κάθε φράση που ποστάρεις, όλο αυτό συνολικά είχε φτάσει σε σημείο να μου δημιουργεί ένα συνολικό άγχος που ειλικρινά δεν χρειαζόταν στη ζωή μου. Στη διάρκεια των προπέρσινων Καννών, τον Μάιο του ‘18, όπου έτσι κι αλλιώς το καθημερινό άγχος είναι τρομακτικό, μου ήταν απλώς αδύνατον πλέον να διαχειρίζομαι το μπαράζ από μικροάγχη αυτού του app. Οπότε απλά σταμάτησα να το ανοίγω. Θυμάμαι κάποια στιγμή στη διάρκεια του Φεστιβάλ να έχω ένα μικρό κενό και να σκέφτομαι, δεν ανοίγω να δω τι γίνεται; Το άνοιξα: Βρήκα μπροστά μου ένα σοκαριστικό αριθμό ειδοποιήσεων και μηνυμάτων με τα οποία μου ήταν αδύνατον να κάνω catch-up, πόσο μάλλον εκείνη τη στιγμή.
Έκλεισα ξανά το app. Δεν το άνοιξα ξανά για τους επόμενους 3 μήνες.
Καθώς πλησιάζαν τα γενέθλιά μου, συνειδητοποίησα πως αρκετός κόσμος θα έστελνε ευχές εκεί και εγώ θα είχα το app ανενεργό για μήνες. Rude! Ξέρω πως υπάρχουν τρόποι να κλειδωθεί το wall (εξίσου rude!) ή να μην εμφανίζονται τα γενέθλια, αλλά όλα αυτά ήταν ημίμετρα. Ήξερα πως είχε έρθει η ώρα: Λίγες ώρες πριν τη μέρα των γενεθλίων μου, απενεργοποίησα τον λογαριασμό μου και έσβησα και τα δύο apps από το κινητό μου.
Αυτό που έγινε μετά με σόκαρε: Δεν… συνέβη… κάτι. Τη δουλειά μου συνέχισα να την κάνω κανονικά. Όταν ένιωθα την ανάγκη να ποστάρω κάτι, υπήρχε το twitter ή τα πολύ πιο ακίνδυνα Instagram stories. Με τους φίλους μιλούσα στο whatsapp ή ακόμα και στο Instagram. Αν κάποιος άνθρωπος ήθελε να με βρει ονλάιν χωρίς απαραίτητα να γνωριζόμαστε, το twitter είναι εκεί!
Στην πραγματικότητα, καθώς περνούσε χρόνος, διαπίστωσα πως χωρίς το fb η επικοινωνία μου ήταν πολύ πιο ουσιαστική και στοχευμένη. Ο όγκος πληροφορίας πιο διαχειρίσιμος. Τα μικροάγχη απείρως λιγότερα. Ζούσα τη διάρκεια της μέρας μου νιώθοντας πως μου έχει φύγει ένα βάρος- κι αν πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται κατά αυτό τον τρόπο για κάτι τόσο θεωρητικά ανούσιο όσο μια σόσιαλ εφαρμογή, τότε σημαίνει πως η ύπαρξή της ήταν πραγματικά τοξική!
Το διάστημα μετά το καλοκαίρι εκείνο ήταν ένα μικρό τεστ. Είχε Νύχτες Πρεμιέρας- θα μπορούσα να συνεννοηθώ με όλους για τα πάντα; Μετά έφταναν διάφορα γενέθλια, φίλων και γνωστών- θα τα μάθαινα; Έπειτα άρχιζαν τα πάρτυ και τα events- τι θα γινόταν;; Στην πράξη, άλλα πράγματα τα κράτησα, άλλα όχι τόσο. Έτσι είναι η ζωή, κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. (Ένα πολύ συγκεκριμένο γκρουπάκι στο fb μου λείπει πάρα πολύ ακόμα και σήμερα. Τι να γίνει- όταν πετυχαίνω φίλους από αυτό στον έξω κόσμο, είμαι τώρα διπλά χαρούμενος που τους βλέπω.) Και περιστασιακά, πάντα κάποιος άνθρωπος θα διαπιστώσει πως δεν είμαι στο fb ψάχνοντας κάτι παλιό ή θέλοντας να με ταγκάρει σε κάτι.
Αλλά στην πράξη, το θέμα καταλήγει τελικά πολύ απλό: Αν κάτι είναι τελικά να φτάσει μπροστά σου, θα φτάσει. Τα γενέθλια θα τα θυμηθείς επειδή είχες την αγωνία να βρεις ένα χαριτωμένο δώρο. Το πάρτυ θα το μάθεις επειδή κάποιος από την παρέα θα προτείνει να πάτε εκεί το βράδυ. Τις ειδήσεις θα τις διαβάσεις στο Twitter ή θα στις στείλει κάποιος στο τσατ (σε κάποιο από τα αμέτρητα άλλα τσατ που έχεις ακόμα!).
Η ζωή κυριολεκτικά συνεχίζεται. Με μερικά πίξελς λιγότερα.
***
Ένα βράδυ πριν μερικούς μήνες, δε θυμάμαι τι διάβασα για το Facebook και εξοργίστηκα πάλι. Χωρίς ίσως ιδιαίτερο λόγο, μπήκα στο σάιτ από τον υπολογιστή μου, και αναζήτησα το κουμπί της οριστικής διαγραφής. Κατέβασα σε ένα αρχείο όλα μου τα δεδομένα από το λογαριασμό (απλά πάρα πολλά σκρίνσοτς από ταινίες του Μάικλ Μαν, και 1-2 καθαρές profile pics που ακόμα και μέχρι σήμερα συνεχίζω να χρησιμοποιώ για οπουδήποτε μου ζητάνε φωτό) και πάτησα το κουμπί. “Your account is scheduled for permanent deletion”: Αυτό δεν ήταν τίτλος μέιλ, μουσική ήταν!
Ένα μήνα μετά, το ακάουντ μου έσβησε οριστικά και δια παντός.
Πήρα μια βαθιά ανάσα. Κοίταξα το κινητό.