ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Για 4 μέρες όλη η φάση ήταν στον Χελμό

Βρεθήκαμε στο δεύτερο Helmos Mountain Festival, το οποίο κατάφερε να διατηρήσει τον πήχη στα ψηλά επίπεδα που τον τοποθέτησε στην πρώτη του χρονιά.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΕΦΕΡΟΓΛΟΥ

Κάθε παρέα που σέβεται τον εαυτό της έχει στείλει τουλάχιστον 3-4 screenshots από τα αμέτρητα μουσικά φεστιβάλ του φετινού καλοκαιριού στις ομαδικές συνομιλίες της. Κάθε heart reaction σε αυτά τα μηνύματα και μια μαχαιριά στην καρδιά των χεβιμεταλάδων του τσατ που σχεδόν αστραπιαία βάζουν τη συνομιλία σε σίγαση. Παρότι δεν έχω κάποια επίσημα στατιστικά στα χέρια μου, πιστεύω ότι το Helmos Mountain Festival φιγουράρει στην πρώτη θέση των αναφορών στα group chats και υπάρχουν αρκετοί και απόλυτα δικαιολογημένοι λόγοι γι’ αυτό.

Το HMF διοργανώνεται από το Χιονοδρομικό Κέντρο Καλαβρύτων, σε συμπαραγωγή με τη Novel Vox και υπό την αιγίδα του Δήμου Καλαβρύτων. Συστήθηκε πέρσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ανέβασε πάρα πολύ τον πήχη των μουσικών φεστιβάλ, τόσο με το line-up που κατέβασε, όσο και με την άψογη οργάνωση που υπήρχε τηρουμένων των αναλογιών, διότι θα ήταν αδύνατο να προβλέψουν κάθε πιθανή αστοχία από την πρώτη χρονιά, ελλείψει εμπειρίας.

Τα εισιτήρια άρχισαν να εξαφανίζονται πριν καν ανακοινωθεί το line-up και αρκετός κόσμος είχε ήδη κυκλώσει Χελμό για την πρώτη απόδραση του καλοκαιριού. Η επιλογή βουνό έναντι θάλασσας για το τριήμερο έγινε ακόμα πιο εύκολη εν μέσω καύσωνα και κάτι ξεχασμένα φλις και αντιανεμικά στην ντουλάπα βγήκαν και πάλι μπροστά.

Φτάνουμε απόγευμα Παρασκευής στο βουνό, ακολουθούμε τις οδηγίες των ευγενικών παρκαδόρων και κατευθυνόμαστε για να στήσουμε σκηνές προς το Alpine, σε υψόμετρο που πλησιάζει τα 2000 μέτρα. Το ασθενές σήμα δυσκόλευε την επικοινωνία με τον έξω κόσμο αλλά εντέλει μας βοήθησε να αποσυνδεθούμε με την πραγματικότητα της Αθήνας.

Μπήκαμε στην κουβέντα για το beef του Καραγάτση τρεις μέρες μετά, σα να πηγαίνεις νηφάλιος σε τέκνο πάρτι στις εννιά το πρωί. Οι διοργανωτές φρόντισαν να κάνουν την ανάβαση και την κατάβαση μια πολύ ευχάριστη διαδικασία μέσω του τελεφερίκ, χαρίζοντας μια πανοραμική θέα του βουνού, με τις σκηνές να πολλαπλασιάζονται όσο πέρναγε η ώρα.

Κατεβαίνουμε προς τη σκηνή και όλα έμοιαζαν απόλυτα ταιριαστά με τον χώρο και τον χρόνο, ακόμα και κάποιες ασύνδετες σκηνές μεταξύ τους, όπως το ότι ακούγαμε την Μαρίνα Σπανού να μιλάει για τον πρώτο της έρωτα στην Αθήνα, ενώ την ίδια ώρα τρώγαμε σουβλάκια, στο πλαίσιο ενός παράλληλου food festival που συνέβαινε δίπλα από τη σκηνή, με πολλές και ωραίες επιλογές φαγητού. Η διαπεραστική ενέργεια και το χαμόγελο της νεαρής μουσικού άνοιξαν με τον καλύτερο τρόπο το φεστιβάλ, με τον πατέρα της Χρήστο να την κοιτάει γεμάτος χαρά και αγάπη λίγα μέτρα μακριά από το stage. Το όνομα του Εθισμού δεν υπήρχε στο line up και αυτή η έκπληξη έριξε την πρώτη σπίθα του τριημέρου.

Οι Λόγος Τιμής κράτησαν τη φλόγα αναμμένη και με το παραπάνω και η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει. Η μετάβαση από τη ραπ στο έντεχνο και τον Γιάννη Χαρούλη μπορεί να φαίνεται σα να ακούς μια random playlist στο shuffle, αλλά μόνο παράταιρη δεν αποδείχθηκε.

Ο κόσμος ήρθε να περάσει καλά και ο Κρητικός καλλιτέχνης τους ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο ενώ παράλληλα διαχειρίστηκε υποδειγματικά και χωρίς αμηχανία τις στιγμές που χρειάστηκε να επέμβουν οι εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού. Το ιατρικό προσωπικό ήταν κυριολεκτικά παντού, σε κάθε μήκος και πλάτος του βουνού και σε απόλυτη ετοιμότητα για οτιδήποτε χρειαστεί, με τον αριθμό των γιατρών να ξεπερνάει πιθανότατα τον αντίστοιχο σε μικρές πόλεις και νησιά.

«Το φεστιβάλ που ξέρει τι θα πει φεστιβάλ, είναι αυτό που διοργανώνει after party», μου λέει ο Ορέστης και η αλήθεια είναι ότι αν πεις σε κάποιον ότι μετά τον Χαρούλη συνέχισες με ηλεκτρονική μουσική μπορεί να τον σκαλώσεις, αλλά οι Mangata Project το έκαναν να φαίνεται εύκολο μάλλον.

Το πρώτο ξημέρωμα ήταν λιγάκι απαιτητικό με τον αέρα να δυσκολεύει τις ζωές των κατασκηνωτών και ο ύπνος έμοιαζε με αεροπορική πτήση με ανοιχτά παράθυρα. «Δεν κοιμήθηκα, απλώς έκλεισα τα μάτια μου στις τρεις και τα άνοιξα στις εννιά», μας έλεγε αστειευόμενος ένας φίλος το πρωί περιμένοντας υπομονετικά στην ουρά για τον καφέ.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας η ζέστη μας έκανε να αναπολούμε τις περσινές βροχές αλλά η αστεία εξιστόρηση ενός φίλου για το πώς κατάφερε να πέσει πάνω στην πρώην του από τη Γαλλία και ο αντι-νόμος του Μέρφι για τις πιθανότητες που αυξάνονται όταν δεν θέλεις να πετύχεις κάποιον/α, έκανε την όλη συνθήκη πιο υποφερτή. Τα σημεία σκιάς συνέχισαν να είναι κατειλημμένα όμως και αναγκαστικά βάλαμε άνω τελεία στις αμπελοφιλοσοφίες και η διαδρομή προς το χωριό έγινε σχεδόν μονόδρομος.

Αρκετός κόσμος στήριξε καφετέριες, σουπερμάρκετ, ταβέρνες και γενικώς η τοπική αγορά πήρε τα πάνω της, κάτι που μας επιβεβαίωσε και μια γλυκύτατη μόνιμη κάτοικος στην πλατεία του χωριού, η οποία μας πρόσφερε τσίπουρο στις 11 το πρωί, το οποίο και ευγενικά απορρίψαμε.

Ο Novel 729 άνοιξε τη δεύτερη νύχτα με τον καλύτερο τρόπο και δεν χάλασε χατίρι σε κανένα φίλο που ήθελε να φωτογραφηθεί μαζί του, ενώ υπήρχαν και φάσεις που έπαιρνε την κάμερα από τον Γιάννη και εκτελούσε εκείνος χρέη φωτογράφου. Το act που περίμενα περισσότερο από όλα ήταν οι L’Entourloop και με πήγαν ταμείο. Ένα κοκτέιλ ηλεκτρονικής, χιπ-χοπ, ρέγκε dub που πίνετε πολύ εύκολα και σε συνδυασμό με τα πολύ ωραία visuals έφτιαξαν τον κόσμο με κάτι διαφορετικό από όσα είχε συνηθίσει μέχρι εκείνη την ώρα με τα χέρια να πηγαίνουν πάνω κάτω στον ρυθμό.

Ο θρυλικός Βασίλης Παπακωνσταντίνου βγήκε στη σκηνή εν μέσω αποθέωσης και κάθε φορά που μιλούσε, το κοινό κρατούσε την αναπνοή του για να ακούσει τι θα πει.

Η δεύτερη νύχτα έκλεισε με τους πολύ εναρμονισμένους με το μέρος Villagers of Ioannina City οι οποίοι έπαιξαν μέχρι τις 3:30 το πρωί. Αφιέρωσαν κομμάτια στα βουνά και ευχήθηκαν να είναι ελεύθερα και ένωσαν τις φωνές τους με τον κόσμο δίνοντας το σύνθημα “VIVA PALESTINA”.

Τραγουδούσαν για τους «μπάτσους που ‘ρθαν τώρα» και ακόμα και ένας κάπως σοβαρός και αμίλητος σεκιουριτάς που ήταν δίπλα μας έβγαλε σέλφι μαζί τους, ίσως χωρίς να άκουγε προσεκτικά τους στίχους. Η ατάκα των VIC ότι «η ζωή είναι μια βόλτα, κυλάει σαν όνειρο και περνάει σαν νεράκι» μας έβαλε σκεπτικούς μέσα στο lift αλλά πριν προλάβουμε να την αναλύσουμε μας είχε ήδη πάρει ο ύπνος.

Η τρίτη και τελευταία μέρα ξεκίνησε με την εξής κουβέντα από μια κοπέλα που έμενε παραδίπλα: «Είπα ψέματα στη δουλειά ότι είμαι για οικογενειακό θέμα στο χωριό και η γυναίκα του αφεντικού μου έχει στήσει πιο κάτω σε σκηνές». Καλό είναι λοιπόν να μη λέμε ψέματα οπότε η αλήθεια είναι ότι παρά τις πολλές δραστηριότητες που μπορούσες να κάνεις μέσα στη μέρα, επιλέξαμε και πάλι το χωριό των Καλαβρύτων.

Πεζοπορίες, τοξοβολία, ιππασία, μαθήματα yoga και mountain races ακούγονται πολύ ωραία αλλά δεν μπορούσαν να μας βγάλουν από τον σίγουρο και άχαστο δρόμο της ταβέρνας. Αυτή τη φορά ψάχναμε εμείς τη γλυκύτατη κυρία με το τσίπουρο, αλλά δεν τη βρίσκαμε. Κάρμα.

Στις κουβέντες που άκουγες δεξιά και αριστερά καταλάβαινες ότι το μεγάλο event του τριημέρου ήταν αναμφισβήτητα η παρουσία του Θανάση Παπακωνσταντίνου λόγω και της συγκυρίας ότι μετά από 15 συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η μοίρα αποφάσισε να κλείσει τη διονυσιακή περίοδο στο βουνό και όχι στην πόλη. Ταιριαστό, αν μη τι άλλο.

Το μενού της τρίτης μέρας ξεκίνησε με Ταφ Λάθος, ο οποίος σέρβιρε τραγούδια και συναισθηματικά σκοτάδια του μέσα από τους πολύ προσωπικούς του στίχους. Η παρουσία της Ιουλίας Καραπατάκη έφερε το καλοκαίρι και τους ήχους της θάλασσας στα 1700 μέτρα. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν ξέχασε τη σφαγή των Καλαβρύτων το 1943, μίλησε για το πραξικόπημα στην Κύπρο και για τη γενοκτονία στη Γάζα και τραγούδησε ένα κομμάτι που έγραψε για τον Παύλο Φύσσα.

Πίσω από τη σκηνή είχε στηθεί ένα μικρό γλέντι ανάμεσα σε καλλιτέχνες με αγκαλιές, γέλια και φιλιά. Η Μάρθα Φριντζήλα μου έλεγε για το παλαιστινιακό φουλάρι που έκανε δώρο στον ανιψιό της και για το πώς την άφησε άφωνη όταν της είπε ότι «εσείς οι μεγάλοι πρέπει κάτι να κάνετε για τον πόλεμο στη Γάζα».

Το άκυρο καπνογόνο που άνοιξε στο «νερό στη βάρκα» λίγες ώρες πριν έμοιαζε σαν προοικονομία για το τι έπεται στη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ο ίδιος έχει πει πολλές φορές ότι αποσυντονίζεται και δυσκολεύεται να ερμηνεύσει, παρόλα αυτά οι ευγενικές προτροπές του δεν εισακούγονται. Σε μια συζήτηση που είχαμε με ένα πολύ ενεργό μέλος της μουσικής παρέας του Θ. Παπακωνσταντίνου, χρειάστηκε μια ατάκα για να εξηγήσει αυτή την «φάση» στις συναυλίες.

«Ο κόσμος δεν πηγαίνει στη συναυλία του Θανάση, πηγαίνει στη δική του συναυλία. Υπάρχουν τύποι που ανεβαίνουν πάνω σε ώμους και πετάνε μπύρες και νερά ενώ δεν γνωρίζουν καν τα τραγούδια που παίζουμε». Το ερώτημα για το αν η μορφή που έχουν πάρει τα live του Θανάση έπαιξαν ρόλο στην απόφαση του ίδιου να σταματήσει μπορεί να μην απαντήθηκε, αλλά ίσως να ήταν και ρητορικό τελικά.

Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κάνει την εμφάνιση του στη σκηνή και η διήγηση του «San Michele» βοήθησε τον κόσμο να βρει του νήματος την άκρη. Από τα πρώτα κομμάτια ξεκινάει το γνωστό σύνθημα που ζητάει στον Θανάση να παίξει ως τις 4 η ώρα. «Είχαμε ετοιμάσει ένα πιο μικρό πρόγραμμα αλλά θα παίξουμε ως τις 4 η ώρα».

Μια απάντηση που έκρυβε μέσα της και αρκετή ευγνωμοσύνη για την αγάπη που έλαβε ο εκ Λαρίσης ορμώμενος καλλιτέχνης όλα αυτά τα χρόνια, μια πράξη ανταπόδοσης για τον κόσμο που δεν άφησε ούτε ένα εισιτήριο απούλητο στην τελευταία έξοδο του Θανάση Παπακωνσταντίνου (μέχρι την επόμενη;).

Το ξημέρωμα βρήκε παρέα 12 χιλιάδες κόσμο και αν εκείνο το live του Ιούνη στον Χελμό αποδειχθεί ότι ήταν πράγματι το τελευταίο του, το φινάλε έμοιαζε να είναι ιδανικό.
Η μουσική δεν τελειώνει ποτέ, ούτως ή άλλως.

Το πρωί της Δευτέρας το γλέντι μεταφέρθηκε στην κεντρική πλατεία του χωριού, με τους ντόπιους να χορεύουν παρέα με τον κόσμο και να απολαμβάνουν τη ζωντάνια ενός μέρους που έχει περάσει δύσκολα όταν σταμάτησε κυριολεκτικά και μεταφορικά ο χρόνος στις 13 Δεκεμβρίου του 1943. 81 χρόνια μετά, το τέρας του φασισμού πλησιάζει όλο και πιο κοντά και το σκοτάδι γίνεται όλο και πιο πυκνό, με τις αποδράσεις να γίνονται απαραίτητες.

Το Helmos Mountain Festival πέρα από ένα πολύ πετυχημένο μουσικό φεστιβάλ, για δεύτερη σερί χρονιά μας υπενθύμισε αυτό ακριβώς που πάμε να ξεχάσουμε. Το φεστιβάλ στον Χελμό πέρα από όλα τα άλλα, είναι μια απόδραση και μέσα σε μια δύσκολη πραγματικότητα, τις χρειαζόμαστε όλο και πιο πολύ. Εις το επανιδείν, λοιπόν.