Για cocktail με πουρέ μελιτζάνας και βουτιά στις πισίνες των Εξαρχείων
- 16 ΟΚΤ 2024
Κάποιοι το λένε gentrification, εμείς το λέμε εξέλιξη, μια αναγκαία μετάβαση από τον βάλτο της στασιμότητας στο σερφάρισμα των μεγάλων κυμάτων της φάσης. Και η φάση δεν είναι για όλους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Κάποιοι αντέχουν, με τα γόνατα τους λυγισμένα πάνω στη σανίδα, αρνούμενοι να βάλουν την υπογραφή τους στις επιταγές της μικροαστικής ηθικής. Κάποιοι άλλοι πέφτουν από αυτή – είναι το βάρος της κακογουστιάς τους. Ανήκουμε στους πρώτους. Και ανήκουμε στους πρώτους γιατί το ζήτημα της αισθητικής, ως άλλο μαθηματικό σημείο στο σύμπαν, αποτελούσε από πάντα προτεραιότητα για εμάς.
Τοποθετήσαμε λοιπόν μία λαμαρίνα ώστε να κρατήσουμε τις αποστάσεις μας από όλους αυτούς που, για κάποιο λόγο, είναι αντίθετοι στη νέα πολυκατοικία των Εξαρχείων – το ξαδερφάκι της πολυκατοικίας από το Αγρίνιο με τις πισίνες σε κάθε μπαλκόνι – και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας στον κόσμο της άνεσης.
Με φωνές, τρικάκια και balkan music, έτσι προσπάθησαν να μας απαγορεύσουν την είσοδο στην πολυκατοικία οι γνωστοί-άγνωστοι. Με cocktails από πουρέ μελιτζάνας απαντήσαμε εμείς και τους τρομάξαμε, δεν είχαν δει ξανά κάτι τέτοιο.
Το ιδιαίτερο αυτό cocktail το δοκιμάσαμε μια επίλεκτη ομάδα δημοσιογράφων στο Bloody Oh my!, ένα νέο μπαρ, το οποίο θα ανοίξει σε τέσσερα χρόνια από τώρα, αλλά μας κάλεσε στα εγκαίνια του ηλεκτρολογικού πίνακα. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς από την πολυκατοικία που – ευτυχώς δηλαδή – θα αλλάξει μια για πάντα τα Εξάρχεια. Tα μοριακά cocktails, εκτός από ξεπερασμένα, κρίθηκαν και υπερβολικά. Άλλωστε είχαμε τη σκόνη από τα τρυπάνια των μαστόρων να αιωρείται πάνω από τα σκαλιστά μας ποτήρια.
Σκαμπό και καρέκλες δεν υπήρχαν και έτσι καθίσαμε σε τάβλες, βινύλια και τσιμεντόλιθους. Ένας συνάδελφος, δυστυχώς, ένιωσε μια πρόκα να τρυπάει το ένα από τα δύο μισοφέγγαρα του σώματός του. Η αποκλειστικότητα απαιτεί θυσίες, ίσως και ένα αντιτετανικό εμβόλιο, όλοι το ξέρουν αυτό.
Ο bartender, κρεμασμένος ανάποδα από τις σκαλωσιές (σ.σ. το gravity παίζει ρόλο), μάς προετοίμασε κατάλληλα για τις βουτιές στις πισίνες που θα ακολουθούσαν λίγο αργότερα και έτσι αφήσαμε ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα under the table ώστε να μην τον τσακώσει η εφορία. Πρώτα είμαστε άνθρωποι, μετά δημοσιογράφοι.
Και η στιγμή που τόσο περιμέναμε, έφτασε. Ανεβήκαμε στην πολυκατοικία με τις πισίνες, αυτό το τσιμεντένιο έργο τέχνης στην Τοσίτσα, με τις ρίζες του στο Αγρίνιο. «Ενώνουμε τις κουλτούρες δύο εντελώς διαφορετικών περιοχών της Ελλάδας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό», είπε ο ξεναγός μας και έφτυσε από το μπαλκόνι, όσο εμείς δοκιμάζαμε τη θερμοκρασία της πισίνας με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μας.
Η εμπειρία ήταν μοναδική, σχεδόν απερίγραπτη, αν και δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο. Άνεση, ασφάλεια, bigger than life vibes και με θέα τις λαμαρίνες όχι μόνο των Εξαρχείων, αλλά όλης της Αθήνας.
Το ίδιο εντυπωσιασμένοι έμειναν και μερικοί Κασελίστας, οι οποίοι έκαναν ένα διάλειμμα από την κατασκήνωση έξω από την Κουμουνδούρου και βρέθηκαν στους υπόλοιπους ορόφους της πολυκατοικίας. «Δεν λες ποτέ όχι σε μία καλή πισίνα», είπε ένας από αυτούς πριν εφοδιαστεί με ένα ακόμα cocktail από το Bloody oh my! και βουτήξει ξανά στην πισίνα, πνίγοντας τις αντιδράσεις όσων βλέπουν την καλαισθησία ως εχθρό της εργατικής τάξης.