H νέα ζωή του Chris Coleman στο Περιστέρι
Ο θρύλος του ουαλικού ποδοσφαίρου εδώ και μερικούς μήνες βρίσκεται στο τιμόνι του Ατρομήτου. Τον συναντήσαμε σε μια προπόνηση της ομάδας και μιλήσαμε για τον θρίαμβο του Euro 2016, την απόφασή του να αρνηθεί την πρόταση της Μάντσεστερ Σίτι, το τροχαίο που παραλίγο να του κοστίσει το πόδι και τη ζωή στην Αθήνα.
- 17 ΔΕΚ 2022
O Chris Coleman είναι ένας θρύλος του ουαλικού ποδοσφαίρου. Είναι ο προπονητής που οδήγησε την εθνική ομάδα της χώρας για πρώτη φορά στα ημιτελικά του Euro 2016, αφήνοντας έξω υπερδυνάμεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπως το Βέλγιο των Hazard, Lukaku και De Bruyne. Είναι ο άνθρωπος που όπου κι αν περπατήσει στην Ουαλία θα του ζητήσουν ένα αυτόγραφο, μια φωτογραφία.
Έξι χρόνια μετά την τεράστια αυτή επιτυχία, βρίσκεται στην Ελλάδα, όντας πρώτος προπονητής του Ατρόμητου. Τον συναντήσαμε κατά τη διάρκεια της προπόνησης της ομάδας του Περιστερίου. Όπως μας εξήγησε ο ίδιος, η διακοπή του πρωταθλήματος για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ τους έχει αποσυντονίσει όλους.
«Είναι πολύ παράξενο αυτό που συμβαίνει. Το Μουντιάλ έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε καλοκαίρι. Κι ας έχει τόσο καλό καιρό στην Ελλάδα» λέει γελώντας, όταν καθόμαστε στο γραφείο του, που έχει θέα σε όλο το προπονητικό κέντρο της ομάδας.
Ο ίδιος δείχνει ευδιάθετος, κάτι που παρατηρούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της μονόωρης πρωινής προπόνησης. Φωνάζει για τις ασκήσεις με την μπάλα, μιλά συνεχώς προσωπικά στους ποδοσφαιριστές και κάνει πλάκα με τον συνεργάτη του, τον επίσης Ουαλό προπονητή, Kit Symons, ο οποίος μόλις επέστρεψε στην Αθήνα από το Κατάρ, αφού ήταν μέλος του προπονητικού staff της εθνικής Ουαλίας.
Ο Chris Coleman μπορεί να μην είναι πια προπονητής της ομάδας, ωστόσο, δε χάνει κανέναν αγώνα της. Το ίδιο συνέβη και κατά τη φετινή της παρουσία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. «Έχω παρακολουθήσει κάθε παιχνίδι του φετινού Μουντιάλ μέχρι σήμερα. Ακόμη και τα παιχνίδια που δεν προλαβαίνω να τα δω live επειδή είμαι στην προπόνηση, τα παρακολουθώ αργότερα στο ίντερνετ» εξηγεί ο ίδιος.
«Μερικά, βέβαια, από τα παιχνίδια τα βλέπουμε εδώ όλοι μαζί στην αίθουσα. Έχει πολλή πλάκα. Έχουμε Ισπανούς, Γάλλους, Βέλγους ποδοσφαιριστές. Από όλο τον κόσμο. Όλοι παθιάζονται και θέλουν να δουν την εθνική τους ομάδα να κερδίζει» προσθέτει.
Το ίδιο πάθος είχε κι εκείνος στα ματς της εθνικής Ουαλίας. «Δεν ήταν μια καλή στιγμή αυτή για την ομάδα μας. Ήταν λογικό, όμως. Θεωρώ πως υπήρχε πολύ μεγάλη κριτική στους παίκτες από τα media. Είχαμε να εμφανιστούμε σε Μουντιάλ από το 1958» συνεχίζει.
«Δεν μπορούν, όμως, να παίζουν πάντα και σε όλα τα τουρνουά καλά. Είναι άνθρωποι. Πράγματι, όλοι μας τους περιμέναμε με ανυπομονησία. Κάποιες φορές, όντως, και οι παίκτες μπορούν να έχουν και αυτοί τη κακή τους στιγμή. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως αυτοί οι παίκτες μάς έφεραν μέχρι εδώ. Δεν είχαμε εμπειρία, όμως, σε κάτι τέτοιο. Το Euro είναι άλλο πράγμα».
Η συζήτηση αναπόφευκτα πάει στη μεγάλη επιτυχία του Euro 2016. Τότε που η εθνική Ουαλίας, με μπροστάρη τον Gareth Bale και τον Aaron Ramsey, έκανε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της, φτάνοντας μέχρι τα ημιτελικά της διοργάνωσης για πρώτη φορά.
«Δεν μπορώ να σου πω ότι είχαμε βάλει κάποιον στόχο στο Euro 2016. Βλέπαμε κάθε παιχνίδι ξεχωριστά, όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται. Δεν επέτρεπα πραγματικά σε κανέναν να μιλά για τίποτα άλλο στα αποδυτήρια πέρα από την επόμενη ομάδα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε στο τουρνουά. Όλοι έλεγαν πως θέλουμε τέσσερις ή πέντε πόντους για να προκριθούμε στην επόμενη φάση. Δεν το κρύβω πως υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός. Και σε μας και στα media. Αγνοούσαμε, όμως, όλον αυτόν τον θόρυβο» εξηγεί.
Το αποτυχημένο πέρασμα από τη Μάντσεστερ Σίτι
Ο Chris Coleman γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σουόνσι. Μπορεί το ράγκμπι να είναι το «εθνικό» σπορ των Ουαλών, ωστόσο, εκείνος αγάπησε το ποδόσφαιρο από πολύ μικρή ηλικία. Ο άνθρωπος που τον μύησε στα μυστικά του αθλήματος ήταν ο -ιρλανδικής καταγωγής- πατέρας του.
«Η πρώτη φορά που έπαιξα σε ομάδα ήταν στα έξι μου. Μπορεί ο πατέρας μου να ήταν Ιρλανδός, εγώ, όμως, είχα πάντοτε όνειρο να παίξω στη Σουόνσι και την εθνική Ουαλίας. Μόνο μία φορά το σκέφτηκα να παίξω για την Ιρλανδία. Ήταν το 1998, όταν πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν το έκανα ποτέ, όμως», παραδέχεται.
Το ταλέντο του άρχισε να φαίνεται από τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια. Έτσι, λοιπόν, το 1986 του χτύπησε την πόρτα η Μάντσεστερ Σίτι. Εκείνος δέχθηκε να μετακομίσει στο Μάντσεστερ. Πολύ γρήγορα, όμως, μετάνιωσε για τη συγκεκριμένη του επιλογή.
«Μπορεί, όντως, σήμερα η ομάδα να έχει γιγαντωθεί και να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να αγνοούμε πως πάντοτε η Σίτι ήταν ένας μεγάλος σύλλογος. Δεν κατάφερα ποτέ να προσαρμοστώ, όμως. Ήμουν σε μια πόλη που απείχε 360 χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Μου έλειπαν πολύ οι δικοί μου. Δεν μου άρεσε καθόλου».
Έτσι, λοιπόν, κι εκείνος αποφάσισε να αποχωρήσει χωρίς να παίξει ούτε σ’ έναν αγώνα με την πρώτη ομάδα και να επιστρέψει στη Σουόνσι. Ήταν μια από τις αποφάσεις που, όπως σημειώνει ο ίδιος, του άλλαξαν τη ζωή.
Με την ομάδα της καρδιάς του υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό ποδόσφαιρο και σημείωσε μερικές εξαιρετικές εμφανίσεις που τον έκαναν γνωστό σε όλο το Νησί. Έπειτα ακολούθησε η Κρίσταλ Πάλας, η Μπλάκμπερν -στην οποία αγωνίστηκε συμπαίκτης για μερικούς μήνες με τον Γιώργο Δώνη, που χαρακτήρισε «πολύ ήσυχο»- και η Φούλαμ, που έμελλε να είναι και η τελευταία του ομάδα.
Το τρακάρισμα που παραλίγο να του στοιχίσει το πόδι του
Ήταν Πρωτοχρονιά του 2001. Ο Chris Coleman, που εκείνη την περίοδο ήταν ο αρχηγός της Φούλαμ, γυρνούσε στο σπίτι του αργά το βράδυ από μια γιορτή με τους φίλους του. Το χιόνι έπεφτε δυνατό. Ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι του Ουαλού, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω σ’ ένα δέντρο.
«Δε θυμάμαι πολλά πράγματα από το τροχαίο. Αυτό που έχω στο μυαλό μου ακόμη μέχρι σήμερα είναι πως κάποια στιγμή ξύπνησα μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να κόψουν τις λαμαρίνες για να με βγάλουν. Όλη αυτή η διαδικασία κράτησε περίπου 2 ώρες. Έχασα πάρα πολύ αίμα. Αν αργούσαν 10 λεπτά, παραπάνω, όπως μου είπαν οι γιατροί θα έχανα το πόδι μου», εξηγεί σήμερα.
Η ζημιά, όμως, είχε ήδη γίνει. Οι γιατροί που τον νοσήλευσαν του είπαν με μιας πως θεωρούν αδύνατο πως θα κατάφερνε να παίξει και πάλι ποδόσφαιρο. Εκείνος, όμως, ήθελε να επιστρέψει. Ακόμη και για ένα ματς.
«Είπα μέσα μου: “ΟΚ, αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να επιστρέψω στο γήπεδο, θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να παίξω”. Αυτός ήταν ο στόχος μου». Κι όντως τα κατάφερε.
Τον Μάρτιο του 2002, ο Chris Coleman αγωνίστηκε για πέντε λεπτά σ’ έναν αγώνα κόντρα στην Άστον Βίλα. Γνώρισε την αποθέωση και ύστερα ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση. «Ήξερα, όμως, πως το πόδι μου ήταν τελειωμένο. Ήθελα, όμως, να γυρίσω πίσω έστω και για μια τελευταία φορά. Για μια στιγμή». Ήταν μόλις 32 ετών.
Η Λάρισα και το «καταραμένο» Sunderland ‘Til I Die
Αμέσως μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, του έγινε πρόταση από την ομάδα να αναλάβει ως πρώτος προπονητής. «Ήταν ένα μεγάλο σοκ για μένα. Η ζωή ενός ποδοσφαιριστή και ενός προπονητή διαφέρουν όπως η μέρα με τη νύχτα. Όταν ήμουν παίκτης έφτανα στις 9 το πρωί, έκανα την προπόνησή μου και μετά γυρνούσα σπίτι. Όταν, όμως, είσαι προπονητής, πρέπει να μελετήσεις, να οργανώσεις τόσα πολλά πράγματα».
Στον πάγκο της Φούλαμ έμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Και κάπου εκεί άρχισε το μεγάλο του προπονητικό του ταξίδι σε όλον τον κόσμο. Το 2011, λοιπόν, ο δρόμος του τον έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, για λογαριασμό της ΑΕΛ.
Ο ίδιος θυμάται πολύ καλά το περάσμά του από την ομάδα της Θεσσαλίας. «Πριν έρθω στην Ελλάδα, είχα παίξει με τη Σουόνσι κόντρα στον Παναθηναϊκό το 1999 και με την Κρίσταλ Πάλας στο παλιό γήπεδο της ΑΕΚ. Φέτος μπήκα στο καινούργιο και έπαθα σοκ από την ατμόσφαιρα. Άρα ήξερα μερικά πράγματα».
«Στη Λάρισα ήταν όλα εξαιρετικά. Φοβερή πόλη με πολύ ζεστούς ανθρώπους και πάρα μα πάρα πολλές καφετέριες. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση για μένα. Θυμάμαι τον Κώστα Νεμπεγλέρα. Ήταν εντυπωσιακό πώς όλοι υποστήριζαν την ομάδα. Είναι πολύ περήφανοι για αυτή. Στον δρόμο μου μιλούσε πολύς κόσμος. Μόνο όταν νικούσαμε βέβαια. Όταν χάναμε, δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω» λέει γελώντας.
Μετά την ΑΕΛ, ήρθε η ώρα της εθνικής Ουαλίας. Κι ενώ θα πίστευε κανείς πως ύστερα από τη μεγάλη επιτυχία στο Euro 2016, θα συνέχιζε σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες της Premier League, εκείνος επέλεξε τη Σάντερλαντ που πάλευε για την άνοδό της στην πρώτη κατηγορία. Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Και το χειρότερο για εκείνον ήταν όλα συνέβησαν μπροστά στα μάτια χιλιάδων τηλεθεατών που παρακολούθησαν το επικό ποδοσφαιρικό ντοκιμαντέρ Sunderland ‘Til I Die.
«Μίλησα με δυο – τρεις συλλόγους, αλλά τελικά πήρα την απόφαση να πάω στη Σάντερλαντ. Μπορεί εκ των υστέρων να πρόκειται για μια κακή επιλογή για την καριέρα μου, αλλά πρόκειται για μια πολύ μεγάλη ομάδα και πάρα πολλούς οπαδούς» σημειώνει.
Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, όταν υπέγραφε με την ομάδα δε γνώριζε για την ύπαρξη του ντοκιμαντέρ. «Απογοητεύτηκα όταν το έμαθα. Δεν ήθελα να είμαι μέρος ενός τέτοιου πρότζεκτ. Δεν πρόκειται να το δω ποτέ. Δε συνήθισα ποτέ την κάμερα. Αντιλαμβανόμουν πάντα πως υπήρχε μία Τα αποδυτήρια είναι ιδιωτικός χώρος κατά τη γνώμη μου. Ένιωθα λίγο περιορισμένος, ήξερα πως οτιδήποτε μπορεί να πω, υπήρχε πιθανότητα να γίνει γνωστό».
Η ομάδα τελικά έπεσε κατηγορία και εκείνος βρήκε την επόμενη προπονητική του στέγη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στην Κίνα. Εκεί τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. «Είχαμε φοβερούς παίκτες όπως τον Lavezzi και τον Mascherano. Κι οι ντόπιοι ήταν ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές. Δεν τους έκανε καλό, όμως, όλο αυτό. Ήταν μια φούσκα. Δεν έχει σχέση πόσα λεφτά έχεις. Δεν μπορείς να αγοράσεις τις ικανότητες, το ταλέντο». Και κάπου εκεί, η Ελλάδα βρέθηκε πάλι στον δρόμο του.
Η νέα ζωή στην Αθήνα
Ο Chris Coleman γνώριζε ότι η απόφασή του να επιστρέψει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2022, ήταν μια ριψοκίνδυνη κίνηση. «Ήξερα πως ερχόμουν σε μια ομάδα που ήθελε να σώσει την κατηγορία. Ήξερα πολύ καλά την ελληνική ποδοσφαιρική κουλτούρα. Δυστυχώς στη χώρα δε σου δίνεται εύκολα χρόνος να χτίσεις την ομάδα σου. Χάνεις ένα, δύο, τρία, τέσσερα ματς σερί. Ciao» σημειώνει.
Τελικά τα κατάφερε και φέτος ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Αυτό που του αρέσει πολύ, όταν δεν είναι στο γραφείο, είναι να κάνει βόλτα στη θάλασσα. Ο ίδιος είναι ενθουσιασμένος με το πόσο μεγάλη είναι η Αθήνα. Για το πόσο όμορφη δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη. Σίγουρα, όμως, είναι καλύτερα από το Μάντσεστερ.