Η πιο αμήχανη στιγμή της ζωής μου
- 2 ΙΑΝ 2016
Οι αμήχανες στιγμές όταν δεν πρόκειται για σκηνή ταινίας ή σειράς, είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Των άλλων. Για εμάς, είναι συνήθως η φάση που θέλουμε να ανοίξει η γη να μας καταπιεί για να γλιτώσουμε το πείραγμα που μπορεί να κρατήσει χρόνια. Για τον Στιβ Χάρβεϊ, τον παρουσιαστή που έδωσε το στέμμα σε λάθος εστεμμένη (σε περίπτωση που δεν τον θυμάσαι) θα πρέπει να είναι αιτία να σκάψει μόνος του τη γη και να μπει με συνοπτικές διαδικασίες.
Παρόλα αυτά, με την πεποίθηση ότι η νέα χρονιά για να πάει καλά πρέπει να ξεκινήσει με ειλικρίνεια αποφασίσαμε να μοιραστούμε μαζί σου μερικές από τις πιο αμήχανες στιγμές μας για το καλό. Εννοείται, η σειρά σου ακολουθεί στα σχόλια. Δεν την γλίτωσες.
Προσοχή, σκληρές εικόνες.
Το μπουκέτο μπροστά στην εκκλησία για τον Πάνο Κοκκίνη
Ιούλιος του 2004 και εγώ, ένας χοντρούλης μαυριδερός τύπος, με μαύρο κουστούμι και ροζ γραβάτα, περιμένω τη γυναίκα των ονείρων μου σε μια εκκλησία στην Αργυρούπολη. Δεν έχω άγχος. Είμαι σίγουρος για την απόφασή μου. Μακάρι να την είχα πάρει χρόνια νωρίτερα. Απλώς, εκείνο το μισάωρο μέχρι να έρθει, αισθάνομαι πιο αμήχανα από ποτέ πριν και ποτέ μετά στη ζωή μου. Αισθάνομαι ένας ηλίθιος που κρατάει -χωρίς λόγο- ένα μπουκέτο και λέει ευχαριστώ σε ένα μάτσο άλλους ηλίθιους που μου εύχονται ‘ευχάριστα τίποτα’ ηλιθιότητες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνο που μου την δίνει στα νεύρα είναι το μπουκέτο. Ίσως γιατί με κάνει να νοιώθω γλάστρα (όπως είναι, άλλωστε, κάθε γαμπρός στο γάμο του). Ίσως γιατί με κάνει ‘στόχο’ (δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά). Ίσως γιατί αντιπροσωπεύει το ‘μυρωμένο’ κερασάκι στην παλιομοδίτικη τούρτα που ανέκαθεν πίστευα ότι είναι ο θρησκευτικός γάμος.
Ο “ειδικός” στα οικονομικά για τον Μάνο Χωριανόπουλο
Είμαι καλεσμένος σε ενημερωτική εκπομπή του Αιμίλιου Λιάτσου. Στο πάνελ εκτός από μενα και τον παρουσιαστή είναι και άλλοι 5 νυν και πρώην βουλευτές. Ξεκινάει η εκπομπή και ο Αιμίλιος λέει: “Θα ξεκινήσουμε από τον Μάνο, που είναι ειδικός στα Οικονομικά”. Ασπρίζω φυσικά γιατί ξέρω τα ρεπορτάζ της ημέρας, λόγω θέσης, αλλά άλλο αυτό και άλλο ο “ειδικός στα οικονομικά”, που για κάποιο λόγο νόμιζε ο Αιμίλιος ότι είμαι. Τέλος πάντων, κάνω μια τοποθέτηση, μιλάνε και οι βουλευτές και στη συνέχεια, ο Αιμίλιος Λιάτσος διαβάζει μια ανακοίνωση της Λούκας Κατσέλη για τις τράπεζες, που μόλις έχει βγει. Φυσικά πρώτος πρέπει να σχολιάσει ο “Μάνος που ξέρει καλύτερα τα οικονομικά”. Σχολιάζω πάλι με την ψυχή στο στόμα, καθώς άλλο να μιλάς ως “ειδικός” και επιτέλους πάμε στο διάλειμμα, οπότε ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
Εγώ: Αιμίλιε να σου πω κατι; Δεν είμαι εδικός στα οικονομικά
Αιμίλιος: Σοβαρά; Πώς νόμιζα ότι είσαι;
Εγώ: Δεν είμαι.
Βουλευτής: Γιατί; Μια χαρά τα λες.
Η πρώτη χυλόπιτα για το Γιώργο Μυλωνά
Πηγαίνω δευτέρα δημοτικού και είμαι ερωτευμένος με την Μαντώ, το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης. Δεν το λέω μόνο εγώ ότι είναι το πιο όμορφο, αφού όλη η τάξη είναι ερωτευμένη μαζί της. Μια μέρα χωρίς να θυμάμαι τι διεργασίες είχαν προηγηθεί στο παιδικό μυαλό μου, αποφασίζω πως είχε έρθει πλέον η ώρα να της εκδηλώσω τα τρυφερά μου αισθήματα για αυτήν. Ήμουν σε μια ηλικία που δεν είχαμε αρχίσει να βάζουμε κάποιον άλλο να μιλάει εκ μέρους μας, ούτε υπήρχαν facebook, sms και οι ευκολίες της σημερινής εποχής. Οπότε, ένα πρωινό ενώ οι μαθητές όλου του σχολείου βρίσκονταν στο προαύλιο, αποφάσισα να πάω αντρίκεια και να της μιλήσω. Κάπου ανάμεσα στο “στοιχηθείτε” και το “πάτερ ημών” την βρίσκω και τις κάνω απλά, λυτά, δωρικά: “Μαντώ, σ’ αγαπώ“. Και εκείνη μου απαντά με εξίσου μεγάλη άνεση: “Ποιος; Εσύ ο κοντουστούπης“;
Στου κουφού την πόρτα για τον Ηλία Αναστασιάδη
Τι να θυμηθώ και τι να ξεχάσω; Χτες μου ‘λεγε η Έρρικα να δω τι θα πρωτοδιαλέξεις. Ποια; Η Έρρικα που με ξέρει κάτι μήνες. Με χαρά δέχομαι το βάρος μια ζωής γεμάτης αμήχανες στιγμές και με πόνο ψυχής πρέπει να αποκλείσω άπειρες για να καταλήξω στη μία. Σε μια εκδρομή στο δημοτικό είχα σπάσει το χέρι μου και για τέσσερις ώρες δεν το ‘λεγα σε κανέναν καθηγητή για να μη με μαλώσει. Μια άλλη φορά έκραζα τη μάνα μιας γκόμενάς μου, εκείνη τα άκουγε όλα από την κουζίνα και όταν σταμάτησα για λίγο, ήρθε στη συντροφιά μας και μου είπε, “αυτό ήταν, δεν έχει άλλο;“. Τέλος πάντων, με σεβασμό στα γκομενικά που μου έχουν χαρίσει δυο-τρία βιβλία με αμήχανες στιγμές, θα αφηγηθώ τη μέγιστη ταπείνωση μου, που συνέβη πριν πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια φοιτητικής εκδρομής.
Όλο το βράδυ, σε τοπικό νησιώτικο μπαρ, χαριεντίζομαι με την Α. και η Α. χαριεντίζεται μαζί μου. Τίποτα σπουδαίο, λέγαμε χαζομάρες, αλλά υπήρχε η έλξη, το ένιωθες. (Μόνο εγώ το ένιωθα). Στο τέλος της βραδιάς, σχεδόν κρυφά, γυρνάμε μαζί στο ξενοδοχείο, αλλά έξω από το δωμάτιό της συναντάμε 4-5 συμφοιτητές και κάνουμε σαν να μην τρέχει τίποτα. Εκείνη εξαφανίζεται στο δωμάτιό της και εγώ κάνω τον χαλαρό και πηγαίνω τάχα προς το δικό μου. Οι συμφοιτητές εξαφανίζονται, και τότε θριαμβικά, πηγαίνω έξω από την πόρτα της και της χτυπάω να μου ανοίξει. Με το χέρι. Κουδούνι δεν υπήρχε. Περιμένω δυο λεπτά, ξαναχτυπάω, τίποτα. Τι έγινε; Λιποθύμησε; Εκεί που βρίσκομαι μεταξύ ανησυχίας και ολικής νύστας, ακούω καζανάκι μέσα από το δωμάτιο. Αυτό ήταν! Ήταν στο μπάνιο και δεν με άκουγε. Δώσ’ του νοκ-νοκ και φόβο μη βγει κανείς απ’ τα γύρω μπαλκόνια και αρχίσει να με βρίζει για τη φασαρία. Ξαναχτυπάω. Τίποτα. Έβαλε ωτοασπίδες; Ξαναχτυπάω. Ακούγεται ένας διακόπτης. Αυτό ήταν! Επιτέλους άκουσε και έρχεται να μου ανοίξει. Περιμένω. Ξαναχτυπάω. Περιμένω. Ξαναχτυπάω. Ξαναχτυπάω. Περιμένω. Πάω να ξαναχτυπήσω, κοιτάζω το χέρι μου λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα και σκέφτομαι “άστο, ξεφτιλίστηκες, δεν θα σου ανοίξει ποτέ“. Το επόμενο πρωί τη ρώτησα αν όντως δεν άκουγε. Μου απάντησε ότι δεν χαριεντιστήκαμε ποτέ.
Μπενστιλεριά πρώτου βαθμού για τον Χρήστο Χατζηιωάννου
Θα πω αρχικά ότι το δράμα του καθενός το ζω σαν δικό μου. Αν δηλαδή μια παρουσιάστρια στην τηλεόραση χάσει τα λόγια της, χάνεται η γη κάτω κι από τα δικά μου πόδια εκείνη την ώρα. Στο θέατρο είμαι ικανός να φύγω αν δω ηθοποιό να τα χάνει ανεπανάληπτα. Κτλ κτλ. Για δική μου αμήχανη στιγμή θα διαλέξω ένα κονέ που πήγε να μου κάνει ο κολλητός μου και η κοπέλα του στο Λύκειο. Πηγαίνουμε οι τρεις μας στο σπίτι μιας φίλης της κοπέλας του για να αράξουμε. Της αρέσω, μου αρέσει στρωμένη δουλειά. Μέχρι που τρώμε κάτι που μάλλον δεν άρεσε στον οργανισμό μου. Η αντίδραση ήταν άμεση. Έπρεπε να φύγω να πάω τουαλέτα. Βασικά έπρεπε να φύγω να πάω σπίτι μου αλλά τι να κάνω που ήμασταν σε ξένο σπίτι μόλις μισή ώρα και μπροστά σε ένα επικό κονέ; Προσπαθώ να είμαι ακίνητος, να μην σκέφτομαι, να μην ζω ει δυνατόν αλλά τίποτα. Αρχίζω και ιδρώνω σαν τρελός. Ο κολλητός μου εννοείται με παίρνει χαμπάρι και με κοιτάει λες και έχω κάνει τη μεγαλύτερη μαλακία της ζωής μου. Φεύγω, πάω στην τουαλέτα του σπιτιού, όλα βαίνουν ομαλά άλλα γυρνώντας είμαι σίγουρος ότι όλα έχουν πάει στραβά. Πρέπει να κοίταζα το χαλί όση ώρα μείναμε σπίτι της κοπέλας. Το κονέ τελικά έγινε αλλά είναι ό,τι πιο κοντά έχω σε μπενστιλερικό στραβοπάτημα.
Το πρωινό (σεξ) της Έρρικας Ρούσσου
Ένας από τους στόχους αυτής της ζωής είναι να μαζέψω όλες τις αμήχανες στιγμές μου σε ένα ημερολόγιο και να ανατρέχω σε αυτό κάθε φορά που η ψυχολογία μου βρίσκεται πιο χαμηλά και από τη σημερινή θερμοκρασία. Πριν γίνω Μπρίτζετ Τζόουνς στη θέση της Μπρίτζετ Τζόουνς, αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σου την ιστορία που με ‘γνώρισε’ στα παιδιά του ONEMAN.
Η επικοινωνία μας στα ομαδικά κείμενα (καλή ώρα) γίνεται μέσω ενός mail στο οποίο απαντάμε όλοι έτσι ώστε κάποιος από εμάς να συγκεντρώσει τις απαντήσεις στο κείμενο που θα ‘ανέβει’. Το ερώτημα εκείνου του κειμένου και τίτλος του mail ήταν ‘Πρωινό ή Βραδινό Σεξ’. Ξεκίνησα να γράφω την απάντησή μου, με αυτές του Πάνου, του Ηλία και του Μάνου Μίχαλου να προηγούνται. Το σκορ ήταν 2-1 με το πρωινό να έχει προβάδισμα. Ξεκίνησα να γράφω με την απόλυτη απορία πώς γίνεται κάποιος άνθρωπος να επιλέγει πρωινό έναντι βραδινού φαγητού, πώς γίνεται δηλαδή να προτιμάει τη βρώμη από το μπέργκερ. Και έγραφα, έγραφα, έγραφα. Ώσπου, πάτησα το sent. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Ηλίας σχεδόν δακρύζοντας από την πίεση μην γελάσει και με στεναχωρήσει (δεν πρέπει να είχα κλείσει τους δύο μήνες στο γραφείο) γυρνάει και μου λέει: “Ήταν σεξ“. Αυτό μόνο. Δύο λέξεις κατάφερει να σταυρώσει μέχρι να ξεσπάσει σε λυγμούς.
In the meantime, στο mail είχαν ήδη έρθει δύο απαντήσεις. Back to back, Μίχαλος και Δημητρόπουλος. Ο Μάνος να ρωτάει ‘Έρρικα, τη λες;‘ (ναι, ανορθόγραφα) και ο Θοδωρής να στέλνει πέντε σειρές γεμάτες χαχα. Προσπάθησα να το σώσω γράφοντας μία νέα απάντηση αλλά δεν σωζόταν με τίποτα. Ο Κουπριτζιώτης, μου στέλνει ταυτόχρονα στο whatsapp: “Δηλαδή μη σου πω να πάμε για brunch, θα το παρεξηγήσεις“.
Η χαριστική βολή, ο Χρήστος, ο οποίος επιστρέφει στο γραφείο με νεύρα και μου λέει: “Ήμουν σε επαγγελματικό ραντεβού και γέλαγα μόνος μου“.