ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

H πρώτη φορά που είδα ταινία πορνό

Η ατάκα 'Εγώ δεν φταίω, οι άλλοι με βάλανε' είναι η μισή αλήθεια.

Τι νοείται άραγε ως safe επιλογή για ένα παιδί 6 χρονών; Να ματώνει τους αγκώνες και τα γόνατά του στην αλάνα της γειτονιάς του (την πρόλαβα οριακά αυτή την εποχή, μεγάλωσα σε χωριό) ή να παίζει με τους φίλους του σε ένα ακίνδυνο παιδικό δωμάτιο; Ενδεχομένως, ένας παγκόσμιος σύλλογος γονέων και κηδεμόνων να απαντούσε με μία φωνή το δεύτερο και να συνόδευε μάλιστα την ετυμηγορία του με κάτι του τύπου: “Σοβαρά τώρα, θέλετε να γυρνάνε τα παιδιά μας στο σπίτι σαν τραυματίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου;” Σοβαρότατα.

Χίλιες φορές να επιστρέφουν στο σπίτι με τα ρούχα σκονισμένα και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, παρά με τη μούρη κρεμασμένη ως το πάτωμα και με τις φόρμες τους στην πένα. Εκείνο το απόγευμα του 2004, δύο μόλις μήνες μετά την οριακά μεταφυσική κατάκτηση του Euro από την Εθνική Ελλάδος, πέρασα την είσοδο του σπιτιού μου με καθαρά ρομποτικές κινήσεις. Δύο ώρες πριν, είχα δει κατά λάθος την πρώτη μου ταινία πορνό στο σπίτι του τότε κολλητού μου. Σίγουρα, ήμασταν και οι δύο πολύ μικροί για να βλέπουμε τέτοιες ταινίες. Ταινίες ακατάλληλες για παιδιά.

Το απόγευμα εκείνο έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου ως ένα απόγευμα καθαρά σουρεαλιστικό. Καθ’ οδόν προς το σπίτι του Κωνσταντίνου (όχι σε εκείνο του Αμπατζή), δεν γνώριζα ότι από στιγμή σε στιγμή θα ερχόμουν σε επαφή με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο όπως είναι αυτός του ελληνικού ημιερασιτεχνικού πορνό. Τα κωμικοτραγικά γεγονότα που ακολούθησαν την άφιξη μου στο σαλόνι του είναι και ο κυρίαρχος λόγος που κάθισα με μεγάλη προθυμία να γράψω ένα κείμενο σαν και αυτό. Ένα κείμενο για την πρώτη μου ταινία πορνό (παρά τον καταιγισμό προτάσεων, εγώ γυμνό δεν κάνω).


Ο Κωνσταντίνος (πόσες φορές θα πω ότι δεν ήταν ο Αμπατζής), για να αποκρύψει τις kinky διαθέσεις του τόσο από εμένα όσο και από τη μητέρα του που δούλευε πυρετωδώς στον από κάτω όροφο, είχε αφενός βάλει το PlayStation σε αυτόματο πιλότο (τεράστια κομπίνα) και αφετέρου είχε δυναμώσει τη φωνή της τηλεόρασης σε τέτοιο υστερικό βαθμό που απορώ πως κοιμάται ακόμη ο Βεζούβιος.

Ανέβηκα τρέχοντας την ελικοειδή εσωτερική σκάλα για να φτάσω 10 τετραγωνικά μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, από το υπνοδωμάτιο των γονιών του. Στο σαλόνι. Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα, εντάξει δεν τα μέτρησα κιόλας, και ο κολλητός μου πετάχτηκε από μία σταμπαρισμένη -για τις δολοφονικές κόγχες της- γωνία ουρλιάζοντας: “Ήρθες, ήρθες, επιτέλους, επιτέλους”. Η βιασύνη του να μοιραστεί το μυστικό του μαζί μου εξαφάνισε τις λέξεις από το στόμα του. Έμοιαζε πιασμένος στα δίχτυα ενός γενικού μπλακ άουτ. Σαν αυτά που πλήττουν τον βασιλιά Lebron κάθε φορά που καλείται να συμπληρώσει ένα εύστοχο ζευγάρι βολών στα τελευταία 15 δευτερόλεπτα ενός αγώνα NBA.

Όταν άρχισε να επικοινωνεί ξανά με το περιβάλλον και θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχα ξενιτευτεί μέχρι το σπίτι του, προσπάθησε να μου φέρει με έναν πρωτότυπο πλάγιο τρόπο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλίας μας θα αφήναμε εκτός παιχνιδιού το φιδάκι, τον γκρινιάρη και δυστυχώς και το PlayStation. Μπορούσα μήπως να του χαλάσω το χατίρι; Δεν μπορούσα, φίλος μου ήταν. Κολλητός μου. Ό,τι και εάν είχε βάλει κατά νου (σε λογικά πλαίσια πάντα), θα το αντιμετώπιζα με τον ενθουσιασμό και τη θέρμη που θα αντιμετώπιζα και μία δικιά μου ιδέα. Αυτός άλλωστε δεν είναι και ο πιο διαδεδομένος συνωμοτικός κώδικας μεταξύ των φίλων;

Τον ακολούθησα με κλειστά τα μάτια προς το υπνοδωμάτιο των γονιών του. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, γονάτισε μπροστά από το τελευταίο συρτάρι του κομοδίνου του, το άνοιξε και με ένα συνεσταλμένο μακροβούτι, έβγαλε μία άγνωστης προέλευσης βιντεοκασέτα. Ενώ εγώ έπαιρνα θέση μάχης στην αριστερά πλευρά του κρεβατιού (δεν είναι αυτό που νομίζεις), ο Κωνσταντίνος τοποθετούσε με ένα μειλίχιο χαμόγελο (ρε το παλιόπαιδο) τη βιντεοκασέτα με το άσπρο tape στο στόμιο του βίντεο.


Τα φώτα έπεσαν σχεδόν μαζί με τους τίτλους αρχής της ταινίας. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν φαινόταν στα πλάνα κανείς από τους Spiderman και Batman αλλά ένας νταβραντισμένος κύριος με αξιοζήλευτα σωματικά προσόντα και πλούσιο καβάλο. Οδηγούσε ή καλύτερα έκανε ότι οδηγεί ένα σκάφος καταμεσής του Αιγαίου: ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΡΩΤΗ: Δεν είναι η Μανταλένα. ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: Δεν είναι η Αλίκη Βουγιουκλάκη. ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΡΙΤΗ: Δεν είναι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Είναι κάποιος από τους αφανείς αστέρες του ελληνικού πορνό των 80’s, είναι ένας χαμηλών τόνων εργάτης του σεξ προτού γίνει της μόδας να δηλώνεις πορνοστάρ. Και μάλλον δεν είναι ο ανυπέρβλητος Κώστας Γκουσγκούνης.

Δεν θυμάμαι το ονοματεπώνυμό του. Για να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλο μου (παρά το μινιόν σουλούπι μου, είναι εξ’ ορισμού αδύνατον), απαιτείται τεράστια πειθαρχία για να συγκρατήσεις στη θέα μια ταινίας πορνό, ειδικά αν είναι η πρώτη σου, το όνομα και το ποιόν του πρωταγωνιστή της. Απλώς το προσπερνάς και συνεχίζεις κανονικά τη ζωή σου να απολαμβάνεις το πορνογραφικό υπερθέαμα.

Ο πολλά κιλά βαρύς πρωταγωνιστής της δεν άντεξε την υπεριώδη ακτινοβολία (καλοκαιράκι, ζέστη, πανικός, ηλίαση, ΤΡΕΛΑ) και για να σωθεί, έτρεξε στην καμπίνα του σκάφους. “Που είναι οι συνήθεις ύποπτοι ηθοποιοί της Finos Film;”απόρησα. “Ποιος τους απήγαγε, ποιος είναι αυτός ο brutal κύριος, τι ρόλο παίζουν τα δύο ημίγυμνα κορίτσια δίπλα του;” συνέχισα. Δίνοντας μάλιστα διαστάσεις θριάμβου στο παραλήρημα μου, αναρωτήθηκα: “Τόσο βαριά άρρωστος είναι ο καημένος και χρειάζεται επειγόντως δύο ημίγυμνες γιατρίνες;” Έχω νιώσει απερίγραπτη ντροπή για χιλιάδες πράγματα στη ζωή μου, αλλά αυτό είναι το κάτι άλλο. Δηλαδή, έλεος ρε μαλάκα, έλεος.

Τα δύο πανέμορφα κορίτσια (επίσης ελληνικής καταγωγής), όρμησαν με λύσσα στο φερμουάρ του άρρωστου κυρίου. “Τόσο πολύ ζεσταίνεται ο κακομοίρης που δυσκολεύεται να ανεβοκατεβάσει το φερμουάρ του;” σκέφτηκα. “Και αυτές οι κοπελίτσες γιατί θέλουν τόσο απεγνωσμένα να τον βοηθήσουν, αδερφός τους είναι;” Όταν πια είχαν αποχωριστεί τα ρούχα τους, κατάλαβα ότι δεν τους ένωνε καμία εξ’ αίματος συγγένεια. Παρά μόνο μία σύντομη επαγγελματική σχέση. Κι αν η ταινία έσπαγε τα ταμεία (αμ δε…), ποιος ξέρει (;) ίσως η μοίρα (βλέπε παραγωγό, σκηνοθέτη και εύκολα λεφτά) να τους έφερνε ξανά μαζί. Στο ίδιο σκάφος. Στην ίδια καμπίνα. Στο ίδιο κρεβάτι.

Για 40 αργά και απολαυστικά λεπτά, χάζευα τον υγιέστατο -πλέον- πρωταγωνιστή να αποπλανεί (για να μην γράψω κάτι άλλο πιο περιγραφικό) τις δύο παρτενέρ του. Μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μου, είχαν παρελάσει κοντά στις 5 βιρτουόζες στάσεις του Kama Sutra, δεκάδες κομψά βογγητά και ένα ποτάμι από ανθρώπινο ιδρώτα. Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία ταινία πορνό που είδα μέχρι τέλους. Χωρίς να ‘πηδήξω’ κανέναν διάλογο και καμία κομβική σκηνή.

Παράλληλα, ενόσω εγώ ταξίδευα νοητικά στα λιβάδια της ηδονής, η μητέρα του Κωνσταντίνου έβραζε από την ανησυχία της. Όντως, όταν δύο παιδιά-ταραξίες δεν έχουν σηκώσει ένα διώροφο κτίριο στον αέρα, πιστεύεις -και με το δίκιο σου- ότι ετοιμάζουν κάποιο μεγάλο χτύπημα. Προκειμένου να προλάβει το μοιραίο, εισέβαλε εντελώς απροειδοποίητα στο δωμάτιό της και μας έπιασε επ’ αυτοφόρω να κολλάμε ποδοσφαιρικά αυτοκόλλητα σε ένα άλμπουμ Panini. Εάν δεν είχαμε ακούσει τα στεντόρεια βήματά της και μας έπιανε στα πράσα, οι φωνές των γονιών μας θα έσπαγαν το φράγμα του ήχου.

Πάλι καλά, οι γονείς μου δεν έμαθαν ποτέ για εκείνο το διαστροφικό απόγευμα του 2004. Μαμά, μπαμπά, όπως κάθε μικρό παιδί, είχα και εγώ ένοχα μυστικά και τρωτές αδυναμίες. Το παραδέχομαι.

Exit mobile version