(AP Photo/Gerald Herbert)
ORIGINALS

Η πρώτη φορά που βγήκα στην τηλεόραση

Συντάκτες του Oneman σκουπίζουν τον ιδρώτα από το μέτωπο και απαντούν για την πρώτη τους εμφάνιση.

Υπήρχε μια περίοδος που το να βγεις στην τηλεόραση θεωρούνταν η κορυφή. Έβγαινες στην τηλεόραση; Τίποτα. ‘Επιασες την υψηλότερη στιγμή σου. Από εδώ και πέρα έχει μόνο κατηφόρα. Ευτυχώς πλέον αυτό το πράγμα δεν ισχύει. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και το ίντερνετ θα έλεγε κανείς.

Εμείς, ωστόσο, είμαστε εδώ για αν θυμηθούμε την πρώτη φορά που με τον ιδρώτα στο μέτωπο, με το τρέμουλο στα χέρια, βγήκαμε -ο καθένας για διαφορετικό λόγο και σε διαφορετικό κανάλι- στην τηλεόραση.

Πήρε το μικρόφωνο κι έκανε γκάλοπ, ο Γιάννης Δημητρέλλος

Στην τηλεόραση και ειδικότερα στα μικρά τηλεοπτικά κανάλια, λαμβάνονται συχνά αποφάσεις εν θερμώ και με άγνοια κινδύνου για το αποτέλεσμα. Την άνοιξη του 2016 εργαζόμουν σε μικρό ‘ανατέλλον’ νεανικό κανάλι ως συντάκτης. Ένα απόγευμα, ύστερα από μια αλληλουχία αγχωτικών συσκέψεων, έρχεται η τότε αρχισυντάκτρια μου και μου ανακοινώνει ‘Αύριο βγαίνεις για γκάλοπ’. Η τοποθεσία του γκάλοπ ήταν ένα φεστιβάλ νεανικής επιχειρηματικότητας, το περιεχόμενο των ερωτήσεων, μια μίξη από ερωτήσεις ‘επιχειρηματικού’ χαρακτήρα σε συνδυασμό με τυπικές ‘πως περάσατε σήμερα;’ ερωτήσεις. Και με το που άναψε το φως της κάμερας, διαλύθηκα. Τα πόδια μου ξαφνικά ζύγιζαν 135 κιλά, τα μάτια μου τρεμόπαιζαν νευρικά, προσπαθούσα να χαμογελάσω λίγο χειρότερα απ`ότι ο Τσάντλερ όταν φωτογραφιζόταν δίπλα στη Μόνικα.

Το να πλησιάσω ανθρώπους που δεν γνώριζα με μικρόφωνο στα χέρια και κάμερα να με ακολουθεί ήταν μια συνθήκη που με έφερε στα πρόθυρα της κρίσης πανικού. Παρ`όλα αυτά ολοκλήρωσα το τηλεοπτικό γύρισμα, μιλώντας σε 19χρονους με κάθε πιθανό τρόπο, από φλερτ, μέχρι μέτρια αστεία που θα ντρεπόταν να χρησιμοποιήσει ακόμα και ο Μάρκος Σεφερλής. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Είχε χαρακτηριστεί από την αρχισυντάκτρια μου ως ‘flat, βαρετό’, γενικά ΧΑΛΙΑ. Ύστερα από αυτό, εμφανίστηκα άλλες τρεις φορές σε video, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, πέρασα φανταστικά και ένα εξ`αυτών έγινε viral, προκαλώντας γέλιο και θετικές αντιδράσεις. Αν φοβάσαι την έκθεση μπροστά σε αγνώστους, τότε ναι, πάρε μικρόφωνο και βγες στην κάμερα. Θα με θυμηθείς.

Στο ‘Μπράβο Παιδιά’ της Ρούλας Κορομηλά, η Ναστάζια Καπέλλα

Ήταν κάποια σπέσιαλ επεισόδια του ‘Μπράβο’ που γίνονταν διαγωνισμοί ταλέντων για παιδιά. Εγώ είχα πάει στις οντισιόν, για να τραγουδήσω Βανδή και τους άρεσα, όμως μου είπαν ότι όλοι Βανδή θέλουν και αν γίνεται να πω Θεοδωρίδου. Δέχτηκα όμως τελικά -δεν θυμάμαι τον λόγο- νομίζω δεν προλάβαινα, γιατί έφταναν οι μέρες του σόου, αποφάσισαν να μην τραγουδήσω τίποτα και απλά να εμφανιστώ στην εκπομπή. Το αστέρι μου έλαμψε δύο φορές. Μία όταν είπα ένα μαγνητοσκοπημένο λίγο πριν την εκπομπή ανέκδοτο με δύο ξανθιές, για να παίξει πριν από το διάλειμμα για διαφημίσεις. Δεν θυμάμαι το ανέκδοτο, αλλά θυμάμαι να ακούω τον Σαρτίνι να μου δίνει οδηγίες χωρίς να τον βλέπω, και τον προβολέα να με τυφλώνει.

 Μετά εμφανίστηκα και λάιβ, μαζί με άλλα δέκα παιδάκια, για να κάνουμε διαγωνισμό γέλιου. Γελάσαμε όλα με τη σειρά στο μικρόφωνο και στο τέλος, ο καλεσμένος Χρήστος Αντωνιάδης διάλεξε τα τρία καλύτερα γέλια. Δεν ήμουν ένα από αυτά. Γυρίσαμε σπίτι, ήμουν παρόλα αυτά πολύ χαρούμενη και πήγα κατευθείαν να με δω στο βίντεο. Ο μπαμπάς μου είχε καταλάθος γράψει την ΕΡΤ3, που την είχαμε στο 3, και όχι το MEGA, που το είχαμε στο 4, γιατί μπέρδεψε την διάταξη που είχαμε στα κανάλια της τηλεόρασης του σαλονιού με της μέσα τηλεόρασης.

Απορεί με τις ερωτήσεις μας, ο Γιάννης Φιλέρης

 

Απορώ ποιος βρίσκει αυτές τις ερωτήσεις. Πού πάτε και τα σκαλίζετε, ήθελα να’ ξερα. Σεπτέμβριος του 1995 πρέπει να ήταν, όταν πέρασα το κατώφλι του ΣΚΑΪ. Ο Χάρης Αλευρόπουλος ετοιμάζει την εκπομπή ΣΚΑΪ ΣΠΟΡ κάθε Κυριακή, πρέπει να ξεπερνούσε τις δυο ώρες σε διάρκεια.

Εκεί εμφανίστηκα για πρώτη φορά στη μικρή οθόνη. Σκηνοθέτης ο Μανώλης Αγγελάκης, μεγάλη μορφή μου έδειχνε την κάμερα που έπρεπε να βλέπω, εγώ συνήθως … κοιτούσα αλλού. Η αρχισυντάκτρια Φωτεινή Παπαγεωργίου είχε έτοιμα τα πάντα από νωρίς, θυμάμαι ότι έπρεπε να είμαστε κουστουμαρισμένοι, Κυριακή μεσημέρι. Η εκπομπή ήταν αφιερωμένη στο μπάσκετ, φέρναμε καλεσμένους, είχαμε ρεπορτάζ απ’ όλα τα ματς, δηλώσεις, όλα για το πρωτάθλημα που είχε μια ξεχωριστή αίγλη στα ωραία ’90s.

Δεν είχα άγχος, κάθισα δίπλα στον Χάρη κι άρχισα να μιλάω. Πώς τα κατάφερα να μην ιδρώσω, να μη χάσω τα λόγια μου και να μη πιάσει ο κόμπος στο λαιμό, δεν ξέρω.

Εμ, όταν είσαι-δεν είσαι 30 χρονών δεν τα πολυσκέφτεσαι όλα αυτά… Ιδού ένα δείγμα, με καλεσμένο τον Ντέιβιντ Ρίβερς στην πρώτη του χρονιά στην Ελλάδα (μαζί του ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο “Ολλανδός”)

Στο φυσικό του περιβάλλον ο Χρήστος Χατζηιωάννου

 

Είμαι πολύ φρέσκος σε αυτό. Πέρυσι ήταν η χρονιά που είχα δις τα δικά μου λίγα λεπτά δημοσιότητας. Μιας και δεν μετράνε κάτι απευθείας συνδέσεις με τη γιορτή του σχολείου ή κάτι παρελάσεις στο τοπικό κανάλι της Βούλας. Και σίγουρα δεν μετράει μια εκπομπή που είχαμε γυρίσει κανονικότατα με τον Παύλο Τσίμα ως φοιτητές και την έφαγε η τηλεοπτική μαρμάγκα μιας και δεν προβλήθηκε ποτέ. Η πρώτη, κανονική, κανονικότατη φορά ήταν στις αρχές του 2018 στην εκπομπή “Τα στέκια” της ΕΡΤ στην οποία είχα κληθεί να μιλήσει ως ειδικός βρωμικολάτρης – καντινολόγος. Αφορμή για το τηλέφωνο που μου είχαν κάνει τότε από την ΕΡΤ, ένα αφιέρωμα που κάναμε κάποτε με τον Ηλία Αναστασιάδη και τον Θοδωρή Μάρκου στις καντίνες αυτής της πόλης. Ομολογώ ότι είδα το επεισόδιο αρκετό καιρό μετά την προβολή του και φυσικά δεν μου άρεσε τίποτα από όσα είπα ή έκανα. Το μόνο που μου άρεσε ήταν το βρώμικο που έφαγα εκείνο το βράδυ.

Live ιδρώτας για τη ‘Δευτέρα’, για τον Ηλία Αναστασιάδη

Εκνευρίζομαι γιατί όλο λέω ότι δεν θα ξαναγράψω κάτι για τη Δευτέρα, και μετά, πάλι τα ίδια. Άντε πάλι λοιπόν. Το ένδοξο 2016, συγκεκριμένα προς τα τέλη του, οπότε και κυκλοφόρησε το πρώτο (και τελευταίο μέχρι σήμερα -ή για πάντα) βιβλίο μου, το πλάνο είχε μια σειρά από παρουσιάσεις και συνεντεύξεις για τη ‘Δευτέρα’ σε όλο το εύρος των ΜΜΕ. Τεχνικά, η πρώτη μου φορά στην τηλεόραση δεν είχε τέτοια διάσταση στο μυαλό μου. Δεν ήξερα ότι θα συμβεί. Συνέβη κάπως ερήμην. Ήρθαν κάμερες στη μεγάλη παρουσίαση της  Αθήνας, τράβηξαν πλάνα και με είδα το επόμενο βράδυ στο κεντρικό δελτίο του ΑΝΤ1. Ήταν μια ακούσια εμφάνιση, σύντομη και αξιοπρεπής. Έγραφε καλά το κόκκινο πουλόβερ που είχα αγοράσει για την περίσταση. 


Η πρώτη εκούσια φορά μου ήταν στην ΕΡΤ ένα απόγευμα Παρασκευής που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Γιατί ήταν live. Στην εκπομπή Στάση ΕΡΤ με οικοδέσποινες τις Ρένια Τσιτσιμπίκου και Αθηνά Καμπάκογλου. Φοβερά ευγενικές και βοηθητικές μαζί μου, και οι δύο. Το πρόβλημα είναι ότι έζησα όλη την εμπειρία ολομόναχος. Κάποιο άγιο χέρι με πήρε από το εστιατόριο της ΕΡΤ και με πήγε στο μακιγιάζ. Και κάποιο βιαστικό χέρι με πήρε από εκεί και με πήγε έξω από το στούντιο. Εκεί συνάντησα τον Βασίλη Χαλακατεβάκη, που ήταν ο καλεσμένος που θα έβγαινε στον αέρα πριν από εμένα. Δεν ανταλλάξαμε ούτε βλέμμα, πιστεύω ότι πίστευε ότι είμαι το παιδί για τις μπαλαντέζες. Επίσης, όταν λέμε ‘έξω από το στούντιο’, εννοούμε σε μια μαύρη αποθήκη, στην οποία δεν έχεις εικόνα ούτε του πλατό ούτε κάποιας άλλης πηγής φωτισμού.

 Αυτό που με τσάκιζε ήταν το live του πράγματος. Και ότι άπαξ και με φώναζαν να μπω στο στούντιο, θα είχα μόνο 20 δευτερόλεπτα μέχρι να κάτσω στο σκαμπό, να βεβαιωθώ ότι δεν θα πέσω στον αέρα και να καταπιώ το άγχος μου. Δύσκολα ιδρώνω. Ε, στην ΕΡΤ ήμουν μούσκεμα πριν καν καθίσω στο σκαμπό. Το μόνο που θυμάμαι από την εκπομπή είναι ότι σχεδόν με έκαιγε το φως που έπεφτε στο πρόσωπό μου από ψηλά. Και ότι μετά, με πήρε τηλέφωνο ο νονός μου, που ζει πια στη Γερμανία, και ξαφνικά πετάχτηκα στην οθόνη του. Δεν θυμάμαι τι έλεγα, ούτε στην εκπομπή, ούτε στον νονό μου μετά. Είχα βάλει την κασέτα να παίζει. Μια Παρασκευή απόγευμα που έριχνε καρέκλες στη Μεσογείων.

Το πάλαι το ποτέ το MEGA, για τον Νίκο Σταματίνη


eurokinissi

 

Ήταν τότε που είχα γράψει ένα κείμενο για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Φοιτητής εγώ. Ήξερα από τα μέσα την κατάσταση. Ε το κείμενο αυτό σε κάποιους από το MEGA άρεσε, ώστε με κάλεσαν να μιλήσω γι’αυτό σε μια από τις πρωινές εκπομπές του Σαββατοκύριακου. Ήταν η εκπομπή του Ιορδάνη Χασαπόπουλου και του Μανώλη Αναγνωστάκη και είπα να κάνω μια μικρή παρέμβαση παρά το ιδεολογικό χάος που ομολογουμένως μας χώριζε.

Ξύπνησα πρωί-πρωί, με πραγματικά τρομερό άγχος. Πήγα σε κάτι υπερσύγχρονα κτίρια αναμένοντας μαζί με την αδερφή μου που είχε έρθει για στήριξη. Τελικά κατέβηκε μια δημοσιογράφος με έναν κάμεραμαν. Θα ήμουν όρθιος στην είσοδο του κτηρίου. Ομολογώ ότι το προτιμούσα από το να έβγαινα σε παράθυρο ή στούντιο. Ξαφνικά ανάβει ένα πολύ δυνατό φως. Πλέον είμαι εγώ και η κάμερα. Εκεί με το φως ήταν ίσως μια από τις πιο αγχωτικές στιγμές της ζωής μου. Ένιωσα τις κάμποσες χιλιάδες τηλεθεατών να είναι έτοιμες να με λιντζάρουν.

Όταν άκουσα τη γνώριμη φωνή από το ακουστικό μου το πράγμα μπήκε σε μια σειρά. Δεν είναι ότι όσα είπα άλλαξαν τον κόσμο. Καμιά φορά τα κλισέ είναι αγχολυτικά και ομολογώ ότι κατέφυγα σε πολλά από αυτά. Όταν έκλεισε η σύνδεση, ένιωσα σαν να έφυγε από τον σβέρκο μου ένας μυώδης τυπάς των 110 κιλών ο οποίος είχε αποφασίσει να καρφωθεί πάνω μου από τη στιγμή που είπα το ‘ναι’. Το υπόλοιπο Σάββατο ήταν πραγματικά μαγικό.

Στο ‘Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό’ από σπόντα, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Κάπου γύρω στο 1994-95 θα πω, βρισκόμασταν με την μητέρα και τον αδερφό μου στο ξενοδοχείο ‘Πεντελικόν’ στην Κηφισιά, όπου εκείνες τις ημέρες γυριζόταν ζωντανά το ‘Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό’ με παρουσιαστή τον Ανδρέα Μικρούτσικο, σε ένα από αυτά τα επεισόδια που τα πρωινάδικα βγαίνουν εκτός στούντιο λόγω καλοκαιριού, στις τελευταίες εκπομπές της σεζόν. Καλεσμένη ήταν η Ελένη Δήμου, η οποία δεν είχα ιδέα ποια ήταν (ήμουν 8-9 χρονών) και όσο τραγουδούσε, εμείς με την παρέα μας κάναμε αμέριμνοι τις βουτιές μας. Ξαφνικά, σε ένα από τα διαλείμματα, ο Μικρούτσικος ήρθε προς το μέρος μας, μας ρώτησε αν θέλουμε να βγούμε στην τηλεόραση και στην επόμενη σύνδεση βρέθηκε να μας ρωτάει τα ονόματα και τις ηλικίες μας, ζητώντας μας στο τέλος να κάνουμε και μια βουτιά. Οι μεγαλύτεροι έκαναν βουτιά με το κεφάλι, εγώ δεν είχα ιδέα πώς και έπεσα με τα πόδια σαν ξυλάγγουρο, σε πανελλήνια μετάδοση. Η κασέτα αυτή υπήρχε για μερικά χρόνια στο σπίτι των φίλων μας, αλλά δυστυχώς πλέον αγνοείται. Μάλλον καλύτερα τώρα που το ξανασκέφτομαι.

Δεν πέρασε και άσχημα, η Νίκη Μπάκουλη

Πρόκειται να εμφανιστείς στο ‘γυαλί’ για πρώτη φορά; Ένα έχω να σου προτείνω: μη συζητήσεις με κανέναν που έχει την εμπειρία για το τι πρέπει να κάνεις. Αν μπεις στη διαδικασία, θα αγχωθείς και μόλις ακούσεις το ‘πάμε’, σίγουρα θα ιδρώσεις, θα ‘κομπιάσει’ η φωνή σου, θα νιώσεις το μυαλό σου να φλέγεται και μαζί μια τάση λιποθυμίας -την οποία ενδεχομένως να μην αποφύγεις. Θα μου πεις τότε γιατί να διαβάσεις αυτές τις γραμμές (ή τις πιο πάνω ή τις πιο κάτω). Για να σε διασκεδάσουμε.

Δεν θυμάμαι σε ποια συχνότητα φιλοξενήθηκα, πρώτη φορά. Σίγουρα ήταν σε αθλητική εκπομπή. Θυμάμαι πως ακολούθησα το concept που με είχε σώσει αρχικά, στο ραδιόφωνο. Αν θέλετε, κύριοι και κυρίες στο Oneman, το πλήρες αυτής της ιστορίας, να κάνετε ξεχωριστό topic. Εδώ θα δώσω μόνο τα sos: ήμουν ο εαυτός μου -minus τα καντήλια, όταν εκνευρίζομαι- και αποφασισμένη να μιλήσω μόνο για πράγματα που γνώριζα, όπως είχαν προκύψει από επιβεβαιωμένο ρεπορτάζ. Εννοώ δεν φοβήθηκα να πω ‘δεν ξέρω’ -εάν δεν ήξερα. Ότι δηλαδή, θα με παρεξηγήσουν ή θα φανεί πως δεν είμαι ο φωτεινός Παντογνώστης -ξεκάθαρα δεν είμαι.

Το άγχος ότι δεν ξέρω καλά ελληνικά (πίστευα ότι πρέπει να είσαι τουλάχιστον Μπαμπινιώτης για να ‘βγαίνεις’ σε εκπομπές) το ‘έσβησα’ με το ‘έλα μωρέ, δεν σε βλέπει και κανείς’. Έτσι, απαλλάχθηκα και από το stage fright, το οποίο -για να δικάσω, αγαπημένη φράση του Ηλία Αναστασιάδη- μου δημιούργησε μια καθηγήτρια Γεωγραφίας, όταν με σήκωσε στον πίνακα να πω μάθημα και βλέποντας ‘από κάτω’ τους συμμαθητές, ξέχασα το όνομα μου -πολλώ δε, το μάθημα. Θυμάμαι να απολαμβάνω το μακιγιάζ και το χτένισμα, να κάθομαι στη θέση μου, να προσπαθώ να αποφύγω με το βλέμμα τα έντονα φώτα -έχω μια ευαισθησία- και να κοιτώ προς τον παρουσιαστή και τους άλλους καλεσμένους. Στο δίλεπτο η φάση είχε εξελιχθεί σαν να ήμουν για καφέ με φίλους και μιλούσαμε για το μπάσκετ. Και τις πλάκες μας κάναμε και τις ειδήσεις μας τις είπαμε και ωραία περάσαμε. Ο πληθυντικός δεν είναι ευγενείας. Τους ρώτησα στο τέλος -αν δηλαδή, ήταν η ιδέα μου ή το μοιραστήκαμε. Τελικά, είχαμε περάσει ωραία και αυτό ‘βγήκε’ προς τα έξω.

‘Πανωλεθρία’ στο Alter, ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης

 

 

Μικρός πρέπει να είχα ζαλίσει τη μάνα μου να με πάει μια φορά στο πλατό που γυριζόταν το Disney Club του Mega. Δεν θυμάμαι τι δικαιολογίες μου έλεγε, αλλά τελικά δεν έγινε ποτέ. Η πρώτη μου τηλεοπτική εμφάνιση, λοιπόν, πήρε μια μικρή παράταση και έπρεπε να φτάσω να δώσω Πανελλήνιες για να εμφανιστώ (επιτέλους) μπροστά στην κάμερα. Βλέπεις το λύκειο, στο οποίο πήγαινα, βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το άλλοτε κτίριο του Alter στο Μπουρνάζι, επομένως κάθε χρόνο όλο και κάποιος δημοσιογράφος θα ερχόταν για ρεπορτάζ και ερωτήσεις στους μαθητές, αμέσως μετά τις εξετάσεις. Έχοντας από τότε στο μυαλό μου, ότι μιλάω ως συνάδελφος προς συνάδελφο δεν γινόταν να αρνηθώ να απαντήσω on camera στο ‘πώς μου φάνηκε το θέμα της Έκθεσης’ που με ρώτησε μια νεαρή ρεπόρτερ που είχε αναλάβει το συγκεκριμένο θέμα. Βέβαια, είχα γράψει σχετικά καλά στο μάθημα, οπότε δεν είχα τις προϋποθέσεις να γίνω viral, όπως ο κύριος ‘Πανωλεθρία’. Αμέσως πήρα τηλέφωνο φίλους και συγγενείς και τους ενημέρωσα, για να μη χάσουν το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, όπου θα έκανα ανάλυση των θεμάτων που έπεσαν. Ωστόσο, η ‘πανωλεθρία’ ήταν δική μου τελικά. Πρέπει να ομολογήσω ότι μίλησα κάπου στα πέντε λεπτά στην κάμερα και τελικά έδειξαν στην τηλεόραση λιγότερα από 15 δευτερόλεπτα. Αυτοί έχασαν.

(Κεντρική Φωτογραφία:AP Photo/Gerald Herbert)

Exit mobile version