ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Η πρώτη μου φορά

Ο Θανάσης Κρεκούκιας γυρίζει 27 χρόνια πίσω και θυμάται την πρώτη του φορά. Αληθινά γεγονότα βγαλμένα μέσα από ένα σουρεαλιστικό σενάριο.

Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αρχίζω με αυτή τη δήλωση, γιατί τα γεγονότα που θα εξιστορήσω είναι σχεδόν σουρεαλιστικά. Αλλά συνέβησαν τη νύχτα του Σαββάτου στις 8 Ιουνίου του 1985. Ακριβώς όπως θα τα γράψω. Έχουν περάσει 27 χρόνια από τότε, όμως οι εικόνες δεν έχουν ξεθωριάσει καθόλου. Και όσο και αν στο κείμενο είναι η (δική μου) γελοιότητα αυτή που πρωταγωνιστεί, δεν παύει να είναι παρούσα και η νοσταλγία για την εφηβεία, την αφέλεια, την αθωότητα αλλά και τη μαγεία μιας τόσο ιδιαίτερης στιγμής, όπως ήταν – τουλάχιστον για μένα – η πρώτη μου φορά. 

Η ΥΠΟΓΑ

Οδός Αλέκτορος. Ένα μικρό στενάκι, αδιέξοδο, στο Παγκράτι, πίσω από τον Προφήτη Ηλία, πρώτος κάθετος της Εμπεδοκλέους πάνω από την Υμηττού. Στον αριθμό 2, σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα, μετακόμισα τον Γενάρη του 1984, όταν πήγαινα ακόμα στην Γ’ Λυκείου. Όπως ήταν φυσικό, το να μένει μόνος του ένας μαθητής, ήταν κάτι τουλάχιστον εξωτικό για τους υπόλοιπους φίλους και συμμαθητές μου. Η «υπόγα», όπως την αποκαλούσαμε όλοι χαϊδευτικά, έγινε αμέσως στέκι.

Το διαμέρισμα ήταν μια αρχιτεκτονική παλαβομάρα. Αφού κατέβαινες καμιά δεκαριά σκαλιά, άνοιγες την πόρτα και έμπαινες στην… κουζίνα. Αριστερά ήταν το μπάνιο και δεξιά το υπνοδωμάτιο. Όλα κι όλα 20 τετραγωνικά. Αλλά τότε ελάχιστα μας απασχολούσαν όλα αυτά. Στη μεριά του δωματίου που βρισκόταν κάτω από το παράθυρο (το οποίο έβγαινε στο ύψος του πεζοδρομίου της Αλέκτορος) είχα βάλει το γραφείο και κάτω από τους άλλους τρεις τοίχους είχα ρίξει τρία στρώματα, στα οποία χαλάρωναν οι επισκέπτες.

 

Δυο τρία καφάσια από τον μανάβη για κομοδίνα, κάτι προβολάκια με μυστήριους και καλά φωτισμούς, ένα κάρο αριστερές αφίσες και ένα κασετόφωνο συμπλήρωναν τη διακόσμηση. Το σπίτι είχε πάντοτε κόσμο. Συμμαθητές και συμμαθήτριες περνούσαν για να αράξουν, να πιουν τον καφέ τους, να διαβάσουμε και το κυριότερο, να πούμε καμιά μαλακία για να περάσει η ώρα. Μέχρι το φθινόπωρο του 1986 που έμεινα εκεί, η γκαρσονιέρα έπαιξε και έναν ακόμα ρόλο που την έκανε να περάσει στην ιστορία, αυτόν της γαμιστρώνας!

ΤΟ ΙΝΔΑΛΜΑ

Είχα δυο ζευγάρια κλειδιά εκ των οποίων το ένα βρισκόταν σχεδόν πάντοτε σε τρίτα χέρια. Μου τα είχαν ζητήσει κολλητοί, συμμαθητές, συμμαθήτριες, μέχρι και μια τύπισσα από το σχολείο που δεν την είχα ξαναδεί στη ζωή μου! Το θέμα είναι ότι εκεί μέσα είχαν πηδήξει όλοι εκτός από τον «ξενοδόχο». Μισό λεπτό να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Είχα μεγαλώσει σε μια άκρως συντηρητική οικογένεια, θέλω να πω ποτέ δεν τα είχαμε συζητήσει αυτά τα θέματα και έτσι είχα φτάσει στην ενηλικίωση τελείως μπουνταλάς σχετικά με το σεξ.

Οκ, είχα κάνει τις φάσεις μου με γκόμενες, φιλιά, μπαλαμούτια, αλλά μέχρι εκεί. Ανατομικά ήξερα τι παιζόταν, αλλά παξιμαδάκι ούτε είχα πάρει ούτε είχα δώσει, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Μπουρδέλο δεν είχα δει ούτε ζωγραφιστό, δεν ήθελα να πάω, έλεγα, εδώ που φτάσαμε, η πρώτη φορά δε γουστάρω να είναι έτσι. Όσο για τσόντες, η πρώτη που είδα στη ζωή μου, ήταν η «Εμμανουέλλα», το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής του 1984 (βοήθειά μας) στο Ρεξ 2!!! Σηκωτό με είχαν πάει οι κολλητοί μου, ο Νίκος και ο Βασίλης.

Έτσι λοιπόν, όλοι οι φίλοι μου με αποκαλούσαν «το ίνδαλμα», αφού ήμουνα ο τελευταίος που αντιστεκόταν σθεναρά στην ίδια τη φύση. Εντάξει, εκτός από ίνδαλμα, με φώναζαν και «αρχάγγελο της μαλακίας» και «ιππότη του αυνανισμού», αλλά αυτά προτιμώ να μην τα θυμάμαι τώρα. Τότε βέβαια ποσώς με ενοχλούσαν, αφού αυτό ήταν το αποκούμπι μου. Όταν μάλιστα συνειδητοποίησα όσο προχωρούσε η εφηβεία, ότι ούτε «κουφαίνει», ούτε επηρεάζει αρνητικά την όραση (!), όπως με προειδοποιούσαν οι δικοί μου, τον είχα κάνει λάστιχο.

ΤΑ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ’84

Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες. Ήρθαν οι πανελλήνιες και αμέσως μετά τα δυο θρυλικά πάρτι στην υπόγα. Με τη «νύχτα των βιβλίων» και τη «νύχτα των μπουκαλιών». Στο πρώτο είχαν φέρει όλοι δεκάδες σχολικά βιβλία και τα είχαμε σκίσει ξορκίζοντας το φάντασμα του Λυκείου, ενώ στο δεύτερο, το πιο extreme, επί δυο μήνες μαζεύαμε άδεια γυάλινα μπουκάλια και στη διάρκεια του πάρτι τα εκσφενδονίζαμε στον τοίχο της κουζίνας, τελείως παραλυμένοι από τα ξύδια, τα γέλια και τη μαλακία που μας έδερνε!

Και στα δυο πάρτι ήρθε η αστυνομία. Στο πρώτο με τα βιβλία ήμουνα λιάρδα στο πάτωμα, εκτός πραγματικότητας. Στο δεύτερο ήταν η σπιτονοικοκυρά αυτή που κουβάλησε τους μπάτσους, γιατί την ειδοποίησαν από την πολυκατοικία ότι της καταστρέφουν το σπίτι. Μισό όμως, γιατί ξέχασα μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια. Όπως είπαμε, η γκαρσονιέρα ήταν μόλις 20 τετραγωνικά, άρα τι πάρτι να κάνεις και τι κόσμο να καλέσεις; Οπότε είχαμε την φαεινή ιδέα να βγάλουμε τα δυο ηχεία στα παράθυρα του δωματίου και της κουζίνας που έβγαιναν στον δρόμο και καθώς το στενάκι ήταν μικρό και αδιέξοδο και δεν υπήρχε κυκλοφορία, είχαμε κάνει κατάληψη! Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή και ο κόσμος πηγαινοερχόταν χωρίς πρόβλημα.

Η υπόγα όπως είναι σήμερα. Το δεξί παράθυρο είναι της κουζίνας, το αριστερό του δωματίου.

Μην ξεφεύγουμε όμως από το θέμα μας. Αυτά συνέβησαν το καλοκαίρι του 1984 και ήταν τέτοια η επιτυχία των δυο πάρτι, που την επόμενη χρονιά είπαμε να κάνουμε ακόμα ένα. Σε όλους αυτούς τους μήνες που είχαν μεσολαβήσει, το «ίνδαλμα» συνέχιζε το βιολί του. Ναι στα φλερτάκια, όχι στο σφεντάν! Οι κολλητοί μου βέβαια συνέχιζαν τις προσπάθειές τους, όμως όλες κατέληγαν στον τοίχο της άρνησης. Και κάπως έτσι φτάσαμε στον Ιούνιο του 1985. Είχα ήδη κλείσει τα 19 και η παρέα είχε πλέον αρχίσει να ανησυχεί. «Τι θα γίνει με τούτον τον αρχιμαλάκα;», αναρωτιόντουσαν, αλλά λύση δεν έβρισκαν.

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Και η λύση παρουσιάστηκε αυτόκλητη, κυριολεκτικά ακάλεστη, σχεδόν από το πουθενά, το βράδυ του πάρτι, το Σάββατο 8 Ιουνίου του 1985. Ήταν όλα έτοιμα για το μεγάλο ξεφάντωμα, τα ηχεία είχαν τοποθετηθεί στα παράθυρα, τα ξύδια βρίσκονταν σε παράταξη, τα πικ απ περίμεναν τον DJ, μέχρι και η πολυκατοικία είχε ειδοποιηθεί με σημείωμα στην είσοδο. Κατά τις 10 άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι καλεσμένοι, ανάμεσά τους και μια συμμαθήτριά μου από το Λύκειο, η Γεωργία καλή της ώρα, η οποία έφερε μαζί της μια φίλη της, τη Μαρούσα, την οποία δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου.

Δυο ώρες αργότερα όλα κυλούσαν μαγικά. Η Αλέκτορος είχε κατακλυστεί από κόσμο, η μουσική ακουγόταν μέχρι την Υμηττού, το αλκοόλ έρρεε άφθονο και εγώ είχα αρχίσει να ψιλοκουδουνίζω. Και τότε, τελείως ανύποπτα, ενώ είχα κατέβει στην υπόγα για να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου, με πλησίασε η Μαρούσα, έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε «εσένα απόψε θα σε πηδήξω». Απομακρύνθηκε χαμογελώντας, την ίδια στιγμή που εμένα μου είχαν κοπεί η ανάσα, τα γόνατα και ο τσαμπουκάς. «Τι ήταν αυτό τώρα ρε πούστη μου;» αναρωτήθηκα φρικαρισμένος, συνειδητοποιώντας ότι ήμουνα παγιδευμένος.

Αν βρισκόμουνα σε άλλο πάρτι, σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, θα μπορούσα να την κάνω, να εξαφανιστώ. Εδώ όμως ήταν το σπίτι μου, από πού να φύγω; Οι συναγερμοί στο κεφάλι μου χτυπούσαν στο κόκκινο και αμέσως βγήκα έξω στο δρόμο, καλώντας σε έκτακτο συμβούλιο τους κολλητούς. «Ρε μαλάκες το και το. Τι να κάνω; Να φύγω; Θα φύγω. Πείτε ρε, θα σαλτάρω. Βοήθεια!». Είχα χτυπήσει όμως λάθος πόρτα. Γιατί με το που άκουσαν τι είχε συμβεί, αυτοί οι γελοίοι που θεωρούσα φίλους μου, άρχισαν να αγκαλιάζονται μεταξύ τους, να φωνάζουν ότι «ναι, υπάρχει θεός» και να με ρωτάνε ποια ήταν η «ηρωίδα» που θα έκανε το όραμα πραγματικότητα. Αδιέξοδο…

Πάντως, πρέπει να παραδεχτώ ότι τα ρεμάλια παύλα φίλοι μου, κατάφεραν να με ηρεμήσουν κάπως. Μου μιλούσαν γλυκά, μου έλεγαν ότι όλα θα πάνε καλά, με διαβεβαίωναν ότι δεν θα χρειαζόταν να πάρω καμία πρωτοβουλία, ότι η γκόμενα θα τα έκανε όλα, ότι σε τελική ανάλυση δε θα ήταν έγκλημα να της πω την αλήθεια, ότι δηλαδή θα ήταν η πρώτη μου φορά. Σα να απευθύνονταν σε νήπιο δηλαδή, που θα πάει για πρώτη μέρα σχολείο. Από την άλλη, εγώ προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι αν τραβούσε πολύ αργά το πάρτι, η γκόμενα θα βαριόταν να περιμένει και θα έφευγε. Κούνια που με κούναγε…

ΚΡΑΟΥΒ – ΑΑΑΑΑΧ!

Γιατί κάνα μισάωρο αργότερα η Μαρούσα με πέτυχε στο δρόμο και μου είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, «έλα μαζί μου, πάμε μια βόλτα», τραβώντας με από το χέρι. «Πού;», ψέλλισα, «και το πάρτι;». «Δεν θα αργήσουμε», μου αντιγύρισε και περπατήσαμε προς την άλλη μεριά της Αλέκτορος, η οποία καταλήγει σε κάτι σκαλάκια. Στο τέλος του στενού ήταν παρκαρισμένο ένα φορτηγάκι και η Μαρούσα, χωρίς να χάσει χρόνο, με κόλλησε πάνω του, κόλλησε με τη σειρά της πάνω μου και άρχισε να με φιλάει.

Δεν θα πω ψέματα, την απόλαυσα τη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή μόνο όμως, γιατί την αμέσως επόμενη, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, έκανε ένα «κράουβ» με το χέρι της και χούφτωσε με όλη της τη δύναμη την… οικογένεια. Εντελώς αντανακλαστικά φώναξα με όλη μου τη δύναμη «αααααααχ» και η πρώτη μου σκέψη ήταν «αν είναι έτσι το σεξ, τη γαμήσαμε και ψόφησε». Ήταν η δυνατή μουσική που με γλύτωσε από το ρεζιλίκι, γιατί το πάρτι εξελισσόταν μόλις στα 30 μέτρα από μας. Η επόμενη ατάκα από τη Μαρούσα ήταν ένα διεστραμμένο «γουστάρεις αγοράκι, έτσι;» και αμέσως μετά το απειλητικό «και πού να δεις τι κόλπα θα σου κάνω το βράδυ»…

Η Αλέκτορος όπως συνεχίζει από την υπόγα μέχρι το αδιέξοδο. Περίπου εκεί που είναι παρκαρισμένο το παπάκι, έλαβε χώρα το “κράουβ” με άμεση συνέπεια το “αααααχ”…

Όμως το τρις χειρότερο ήρθε στη συνέχεια. «Πάμε να φύγουμε από δω, είναι οι άλλοι κοντά και κομπλάρεις». Από εκείνο ακριβώς το χρονικό σημείο ξεκίνησε η «κωμωδία». Γιατί η τύπισσα με πήγε σχεδόν από το αυτί στους κολλητούς μου, τους εξήγησε ότι εμείς θα πάμε μια βόλτα και να έχουν το νου τους στο πάρτι και πως δεν θα αργήσουμε, για να εισπράξει από το Βασίλη το μνημειώδες «όχι, να αργήσετε, δεν τρέχει τίποτα, να πάτε όπου θέλετε, να περάσετε καλά». Ο οποίος καπάκι έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά του παπιού του και μου τα έδωσε, λέγοντας «πήγαινε ρε το κορίτσι μια βόλτα, άντε».

ΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

Η λεγάμενη βέβαια ενθουσιάστηκε με την εξέλιξη, ανέβηκε στο παπί, κατσικώθηκε στη σέλα και κόλλησε ξανά πάνω μου. Τι να κάνω κι εγώ, ξεκίνησα, τριγύρισα άσκοπα δυο τρεις φορές το Παγκράτι, μέχρι που μου είπε: «Οκ, ξέρεις παπί, πάμε τώρα στον Προφήτη Ηλία να δούμε τι άλλο ξέρεις». Όχι, δεν εννοούσε στην εκκλησία, αλλά στο αλσάκι ακριβώς από πίσω, στα σκοτεινά παγκάκια που για πρώτη φορά η σκέψη τους μου έφερνε ναυτία. Καθίσαμε σε ένα από αυτά και χωρίς δεύτερη κουβέντα καβάλησε πάνω μου και ξεκίνησε πάλι τα δικά της. Εντάξει, ακολούθησα κι εγώ. Είπαμε μαλάκας, αλλά υπάρχουν και όρια. Γιατί μεταξύ μας, η γκόμενα ήταν χέλι, κορμί φιδίσιο, χείλη φωτιά και χέρια θαυματουργά όποτε δεν της την έδινε να κάνει «κράουβ».

Όμως δεν είχε όρια. Και μόλις συνειδητοποίησα ότι η παρουσία της εκκλησίας ήταν για αυτήν ένα και το αυτό με την ΕΒΓΑ της γειτονιάς, έβαλα μπροστά τα μεγάλα μέσα. «Θέλω να μιλήσουμε», της είπα. «Τελικά έχεις γούστο», απάντησε, αλλά αποδέχτηκε την επιθυμία μου και «ξεπέζεψε». Προφανώς δεν ήξερα τι να πω, αλλά άρχισα να αραδιάζω τη μια παπαριά μετά την άλλη, μέχρι που κέρδισα την πρώτη μάχη. «Να σου πω, δεν πάμε πίσω στο πάρτι; Στέγνωσα, θέλω να πιω κάτι». Αν ήξερες πόσο θα σου χρειαστεί με μένα που έμπλεξες, σκέφτηκα και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Ήξερα όμως βαθιά μέσα μου, ότι ο πόλεμος ήταν χαμένος από χέρι.  

Γυρνώντας πίσω, όλα τα ρεμάλια της παρέας μαζεύτηκαν γύρω μου και άρχισαν την ανάκριση. Και πού πήγατε και τι έγινε και αν χούφτωσα και αν έκανα καμιά μαλακία και ξενέρωσα τη γκόμενα. Την απάντηση την έδωσε η ίδια η Μαρούσα που μας πλησίασε και πέταξε σαδιστικά «έχει μείνει λίγο πίσω ο μικρός, αλλά μην ανησυχείτε καθόλου», τονίζοντας ιδιαίτερα εκείνο το «καθόλου». Τέλος πάντων, οι επόμενες ώρες κύλησαν χωρίς άλλα επεισόδια, μέχρι που ο κόσμος άρχισε να φεύγει, αφού πια κόντευε τέσσερις. Κάποια στιγμή έφυγαν και οι κολλητοί, αφήνοντάς μου ευχή και κατάρα να φανώ αντάξιος των περιστάσεων και μου έδωσαν ραντεβού την άλλη μέρα το μεσημέρι στον Λέντζο για τον απολογισμό της νύχτας.

ΠΡΩΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ: ΤΟ ΤΑΒΛΙ

Στο τέλος στο σπίτι μείναμε η Μαρούσα, εγώ και ένας φίρικας που προσφέρθηκε να με βοηθήσει να συμμαζέψω. «Έφυγες όπως είσαι», τον κάρφωσε η γκόμενα και αυτός χωρίς δεύτερη κουβέντα εξαφανίστηκε, διαλύοντας και την τελευταία μου ελπίδα. «Και τώρα οι δυο μας», κάρφωσε εμένα πλέον, προσθέτοντας «πάω να κάνω ένα ντους». Κοντοστάθηκε, με ξανακοίταξε και συμπλήρωσε, «δεν πιστεύω να την κοπανήσεις, έτσι;». Αλλά το είχα πάρει απόφαση. Είχε φτάσει κατά τα φαινόμενα η ώρα μου. Όσο η Μαρούσα ήταν στο μπάνιο, έκλεισα όλα τα φώτα, άναψα κάτι κεριά και έβαλα στο πικ απ το Greatest Hits των Simon & Garfunkel για να φτιάξω ατμόσφαιρα. Τρομάρα μου…

Κάθισα σε ένα από τα στρώματα, άναψα και ένα τσιγάρο και περίμενα στωικά τη μοίρα μου. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά μου, φορώντας μόνο τα εσώρουχά της, ταράχτηκα τόσο πολύ που θέλησα να δοκιμάσω μια τελευταία φορά την τύχη μου. Αποτέλεσμα; Μια από τις μεγαλύτερες γελοιότητες που θα μπορούσε να πει άντρας σε γυναίκα σε μια ανάλογη στιγμή, σε όλη την ύπαρξη και ιστορία του ανθρώπινου γένους: «Ρε συ Μαρούσα, μήπως θα προτιμούσες να παίξουμε μια παρτίδα τάβλι; Ξέρω και τα τρία παιχνίδια, εσύ;».

Δεν παίζουμε καλύτερα κανένα ταβλάκι;

Για μερικά δευτερόλεπτα, πολύ λίγα, όχι περισσότερα από δυο τρία, σκέφτηκα ότι τα κατάφερα να την ξενερώσω. Το βλέμμα της πετάρισε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχα πει μόλις. Αλλά δε μάσησε. Το είχε πάρει και αυτή απόφαση. Και με ρώτησε: «Δεν το έχεις κάνει ποτέ, έτσι δεν είναι;». Είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Έγνεψα αρνητικά και τα επόμενα λεπτά κύλησαν σαν μέσα σε ομίχλη. Ρε όργια, όλοι εσείς που διαβάζετε, δεν θα το κάνουμε και τσόντα. Βάλτε τη φαντασία να δουλέψει. Πρώτα εξαφανίστηκαν τα δικά μου ρούχα, ύστερα τα δικά της, μετά συνέχισε εκείνη. Όλα μόνη της. Γιατί εγώ ήμουν ανάσκελα, ακίνητος, αμίλητος, με τα μάτια μου κλειστά. Τελείως χαμένος.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ: SIMON & GARFUNKEL

Ήταν όμως δασκάλα. Γιατί όσο κομπλαρισμένος και αν ήμουνα εγώ, εκείνη «έλυσε» όλες τις απορίες, διέλυσε τις αμφιβολίες και έδιωξε την ομίχλη. Και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκε πάνω μου. Το ξέρω γιατί το ένιωσα. Για πρώτη φορά. Και ήταν όμορφο. Τότε τόλμησα να ανοίξω τα μάτια μου. Και «χτύπησα» για δεύτερη φορά. Αμείλικτα. Ξεπερνώντας την προηγούμενη γελοιότητα με το τάβλι. Με διαφορά. Γιατί εκείνη τη στιγμή τελείωσε ο δίσκος του Σάιμον και του Γκάρφανκελ. Και θεώρησα σωστό να διαλύσω τη μυσταγωγία λέγοντας το επικό: «Μισό, να γυρίσω πλευρά τον δίσκο», ενώ την ίδια στιγμή την πήρα από πάνω μου, την «παρκάρισα» δίπλα και σηκώθηκα.

Οκ, το παραδέχομαι, ήταν μαλακία ολκής. Και τι να έκανα δηλαδή; Αφού δεν ήξερα που πάν τα τέσσερα. Ούτε τα πέντε, ούτε τα έξι, ούτε η μαύρη η τύφλα μου. Σε τελική ανάλυση, για καλό έγινε. Για να διατηρήσω την ατμόσφαιρα. Άλλο αν τελικά της άλλαξα τα φώτα. Της ατμόσφαιρας. Γιατί η Μαρούσα δεν καταλάβαινε Χριστό. Κι ας τον είχε δει να φοράει φουστανέλα μαζί μου. Περίμενε να τελειώσω με το πικ απ και μόλις ξάπλωσα δίπλα της, αφού σιγουρεύτηκε ότι «ο ιππότης της αποκάλυψης βρισκόταν ακόμα καβάλα στο άτι του παιανίζοντας περήφανος την σάλπιγγα της επίθεσης», έδωσε μια και ανέβηκε ξανά στο μετερίζι…

Simon & Garfunkel είπες; Άμα στον φέρω κολάρο, τι θα καταλάβεις γελοίε;

Και ενώ φαινόταν ότι επιτέλους όλα είχαν πάρει το δρόμο τους, μπήκαμε στην κορύφωση του «δράματος»! Εγώ είχα πλέον ξεθαρρέψει, μέχρι που είχα απλώσει και τα ξερά μου εξερευνώντας τα ανεξερεύνητα. Όμως το σκηνικό γρήγορα άλλαξε και πάλι. Διότι η Μαρούσα μπορεί μεν να ξεκίνησε με αργό, σαγηνευτικό ρυθμό, όμως εξελικτικά άρχισε να επιταχύνει, όχι μόνο στις κινήσεις αλλά και στις ανάσες. Οι οποίες ανάσες πολύ σύντομα έγιναν φωνές, οι φωνές κραυγές και οι κραυγές σχεδόν ουρλιαχτά αρχαίας μαινάδας που τη σφάζουν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να πω ότι ήταν περασμένες πέντε το πρωί και λόγω της καλοκαιρινής ζέστης, το παράθυρο του δωματίου ήταν ορθάνοιχτο.

Πού να φανταστώ ο καψερός ότι θα κατέληγα τα ξημερώματα πάνω σ’ ένα στρώμα με τη Μαρούσα να στροβιλίζεται πάνω μου σαν τυφώνας και να ωρύεται από έκσταση, να ρουλιέται τήλογα που λένε και στο χωριό μου. Είχα αποφασίσει όμως ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξαναχαλάσω το σενάριο. «Μη διανοηθείς να ανοίξεις το στόμα σου μαλάκα», σκεφτόμουνα, «ούτε για αστείο». Εδώ είχε τελειώσει και η δεύτερη πλευρά των Σάιμον και Γκάρφανκελ και ούτε καν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω δίσκο. Τέτοια συγκέντρωση και υπευθυνότητα απέναντι στα τεκταινόμενα.

ΤΡΙΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ: ΑΠ’ ΕΞΩ

Όταν όμως ο Μέρφι το έχει πάρει απόφαση, δε σε σώζει τίποτα. Και αυτή τη φορά, το τρίτο και τελειωτικό «χτύπημα» ήρθε απ’ έξω. Και ήταν σαρωτικό. Έκρηξη ηφαιστείου, σεισμός και τσουνάμι μαζί. Γιατί τελείως ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, την οποία διατάρασσε μόνο το συνεχώς αυξανόμενο κρεσέντο της Μαρούσας, από το απέναντι μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ακούστηκε η αγανακτισμένη κραυγή του τίμιου Έλληνα οικογενειάρχη: «ΧΥΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ!!!!!» Αυτό ήταν. Το σενάριο είχε γίνει πλέον Γούντι Άλεν. Στα καλύτερά του. Και επιβραβεύτηκε με χειροκροτήματα.

Το θρυλικό μπαλκόνι από όπου ήρθε το τελειωτικό “χτύπημα”…!

Μέσα σε δευτερόλεπτα, όλοι οι άυπνοι γείτονες που προφανώς άκουγαν με κάθε λεπτομέρεια – θέλοντας και μη – την «παράσταση» στην υπόγα, αλλά υπέμεναν αδιαμαρτύρητα περιμένοντας καρτερικά την ολοκλήρωση για να μπορέσουν να κοιμηθούν, ξέσπασαν. Και το «έργο» απέκτησε κοινό. Άλλοι χειροκροτούσαν την αρχική ατάκα, άλλοι φώναζαν τα δικά τους: «πες τα ρε μάγκα», «άντε με τον καραγκιόζη», «άει στο διάολο νυχτιάτικα». Μέχρι και μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να λέει, «έχουμε και μικρά παιδιά εδώ»…! Ιλαροτραγωδία.

Στα ενδότερα τώρα, η Μαρούσα συνέχιζε σε τρανς. Λες και δεν είχε ακουστεί τίποτα, σα να βρισκόμασταν μόνοι μας σε καμιά ερημιά, οι κραυγές και τα κουνήματα δε σταμάτησαν. Όμως εγώ δεν άντεξα. Τελείως αυθόρμητα λύθηκα στα γέλια. Μέχρι δακρύων. Γελούσα νευρικά με λυγμούς. Τόσο δυνατά που τρανταζόμουνα κυριολεκτικά. Πράγμα το οποίο η γκόμενα το ερμήνευσε ως «συνεργασία». Και όσο περισσότερο τρανταζόμουνα εγώ, τόσο περισσότερο παραληρούσε αυτή πάνω μου. Και όσο συνεχιζόταν ο «καρνάβαλος» στην υπόγα, τόσο περισσότερο βουρλίζονταν οι γείτονες και έχωναν μπινελίκια.

Βλακόμετρε, θα τελειώσεις να κοιμηθούμε;

Μέχρι που η μητέρα φύση μας λυπήθηκε όλους μαζί και αποφάσισε να επέμβει. Και εγένετο φως και έκρηξη. Καμπλούι κανονικό. Διότι για πρώτη φορά στη ζωή μου «ολοκλήρωσα». Μέσα σε ένα σκηνικό αυνανιστικού σουρεαλισμού, αλλά ολοκλήρωσα! Και ως δια μαγείας σταμάτησαν οι κατάρες από τα μπαλκόνια και οι αλαλαγμοί της Μαρούσας. Η οποία με αγκάλιασε, με φίλησε και ξάπλωσε δίπλα μου. Ανάψαμε τσιγάρο αμίλητοι και κάποια στιγμή με ρώτησε αν μου άρεσε. «Ήταν όμορφα», της είπα, «πολύ όμορφα». Και το εννοούσα. Αλλά με προσγείωσε αμέσως στην πραγματικότητα: «θέλεις να το ξανακάνουμε;». Την κοίταξα με τρόμο και ρώτησα «πότε;». «Τώρα», μου απάντησε για να εισπράξει μια ακόμα τραγική ατάκα: «όχι, ευχαριστώ, ίσως μια άλλη φορά»! Ευτυχώς δεν επέμεινε και λίγο μετά έφυγε.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΤΟ ΡΕΖΙΛΙΚΙ ΣΤΟΝ ΛΕΝΤΖΟ

Όταν έμεινα μόνος μου, μάζεψα τα κομμάτια μου και προσπάθησα να αναλύσω όσα είχαν συμβεί. Δεν έβγαλα συμπέρασμα, πέρα από το ότι το σεξ είναι ένα αφάνταστα πολύπλοκο πράγμα. Αλλά και όμορφο. Και κάπου εκεί με πήρε ο ύπνος. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ξύπνησα το μεσημέρι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου, είχα μια πανηλίθια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπό μου και ένα βλακώδες χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Όμως με περίμενε μια ακόμα ψυχολογική ταλαιπωρία. Η παρέα ήξερα ότι περίμενε στον Λέντζο, σε αναμμένα κάρβουνα, την εξομολόγησή μου. Κατέβηκα το δρόμο προς το μόνιμο στέκι μας, το οποίο λόγω καλοκαιριού ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο μέσα έξω. Διέκρινα τους δικούς μου σε ένα τραπέζι και με είδαν τη στιγμή που περνούσα την πόρτα για να μπω μέσα.

Πηγαίνοντας προς τον Λέντζο το επόμενο μεσημέρι!

Τινάχτηκαν όλοι μαζί σαν ελατήρια περιμένοντας την επιβεβαίωση. Τους έκανα «ναι» με ένα νεύμα και ξέσπασε το ντελίριο. Οι γελοίοι άρχισαν να χορεύουν, να αγκαλιάζονται και το χειρότερο, να χειροκροτούν ρυθμικά και να φωνάζουν «Ναι ρε, γάμησε! Γά-μη-σε! Δεν είναι παρθένος» και διάφορα άλλα τέτοια ευτράπελα, ενώ εγώ στεκόμουν πετρωμένος στην πόρτα, νιώθοντας όλα τα μάτια όσων έπιναν καφέ καρφωμένα πάνω μου. Προχώρησα γρήγορα προς το τραπέζι των γελοίων, οι οποίοι με φιλούσαν σταυρωτά και σχεδόν έκλαιγαν από τη χαρά τους. «Κυρ Χρήστο, καφέδες, πάστες, καμιά πορτοκαλάδα για τις βιταμίνες, ότι θέλει το παιδί», φώναζαν στον Λέντζο, ο οποίος χαμογελούσε σαρδόνια. Τελικά χαλάρωσα και το αποδέχτηκα. Ήμουν το πρόσωπο της ημέρας. Λόγω της προηγούμενης νύχτας. Εκεί που τελείωσε η ιστορία του «ινδάλματος». Μετά από 19 χρόνια, 1 μήνα και 21 μέρες, τα είχα καταφέρει. Με τη βοήθειά της. Αμήν.

Με τη Μαρούσα δεν το ξανακάναμε. Στα επόμενα χρόνια την πέτυχα δυο τρεις φορές στο δρόμο, χαιρετηθήκαμε, αλλά μέχρι εκεί. Έχω να τη δω πλέον πάνω από 20ετία, αλλά ελπίζω να είναι καλά, όπου και αν βρίσκεται. Έτσι κι αλλιώς, για μένα θα είναι πάντοτε μια γλυκιά ανάμνηση, παρά το σαρδανάπαλο της όλης φάσης. Γιατί ήταν η σύντροφός μου στην πρώτη μου φορά. Και αυτό δεν ξεχνιέται. Ποτέ.