OPINIONS

Η πρώτη σοβαρή φωτογραφία σου. Αυτή με το μολύβι

Δεν έχει σημασία αν είναι μολύβι ή στυλό. Είναι η πρώτη σοβαρή φωτογραφία που σε έβγαλαν στη ζωή σου.

Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι είναι ένα θέμα που ο Μίχαλος ήθελε από την πρώτη ημέρα αυτού του site να κάνουμε. Μία ιδέα που καθόταν σκονισμένη στο πλάνο ιδεών (παρέα με αρκετές άλλες που εξακολουθούν να σκονίζονται) μέχρι σήμερα. Ο ένας δεν έβρισκε τη φωτογραφία, ο άλλος έψαχνε στο πατάρι και “το timing δεν είναι και πολύ σωστό”.

Το timing τώρα είναι ιδανικό. Με αφορμή την πρώτη ημέρα των σχολείων αυτή την εβδομάδα, το ONEMAN κάνει μακροβούτι στις αναμνήσεις και ξεθάβει φωτογραφίες από το νηπιαγωγείο και το δημοτικό. Κάποιοι από εμάς κατάφεραν να την βρουν αυτή τη φωτογραφία με το μολύβι ή το στυλό. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν και έβαλαν άλλες. Σημασία έχει ότι όλοι μα όλοι έχουμε μια ανάμνηση, μια ιστορία από εκείνη τη φωτογράφηση.

Δεν ήταν απλό πράγμα αυτή η φωτογραφία. Όχι, σκέψου το λίγο. Ήταν η πρώτη φορά που στηνόσουν μπροστά σε έναν άσχετο φωτογράφο (όχι τον πατέρα σου ή τον θείο σου) και έπρεπε να παίξεις έναν ρόλο. Όχι να χαμογελάσεις, να παίξεις έναν ρόλο. Να κρατήσεις το μολύβι όσο πιο σοβαρά μπορούσες και να ποζάρεις στον φακό εκπροσωπώντας επάξια το νηπιαγωγείο ή το δημοτικό σου.

Κι όσο κι αν απλά γελάς με αυτή σου τη φωτογραφία (ή και τις δικές μας), αυτή η φωτογραφία είναι α) κάτι που κάθε άνθρωπος σε αυτή τη χώρα μπορεί να πει ότι έχει κοινό με τον άλλον και β) μία φωτογραφία που μπορεί να πει πολλά για εσένα. Από το ντύσιμο σε αυτή, το ύφος, τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο που κρατάς το μολύβι.

Θέλουμε κι εσύ να ανεβάσεις τη δική σου φωτογραφία με το μολύβι από κάτω στα σχόλια. Ξέρουμε, δεν είναι εύκολο ούτε να τη βρεις ούτε να την σκανάρεις. Αλλά είναι μια ανάμνηση που σίγουρα αξίζει να μοιραστείς.

Φλωράκι από μικρός ο Χρήστος Χατζηιωάννου

 

Ευτυχώς που διαλέξαμε να βάλουμε φωτό από το νηπιαγωγείο και όχι από την Α’ Δημοτικού γιατί σε εκείνες είμαι σαν λέτσος με μαλλί Prince of Bel Air. Εδώ όμως κύριος, φλώρος σωστός. Με το γιακαδάκι μου και ατάκα “something to love and wear”. Νομίζω δεν έχω ξαναφορέσει κόκκινη μπλούζα μετά τα 5 μου αλλά δεν έχει σημασία. Προσπαθώ να αναγνωρίσω πράγματα σε εμένα, πράγματα που δεν έχουν αλλάξει από τότε. Η μύτη έχει στραβώσει και κοιτάει πάντα αριστερά. Τα αυτιά μου που σε αυτή τη φωτό μοιάζουν δυσανάλογα τεράστια, σας ορκίζομαι τώρα είναι κανονικά. Κι αυτό το χείλος τύπου “είμαι έτοιμος να κλάψω” και στο οποίο θα μπορούσε να κρεμάσει η βασίλισσα Ελισάβετ όλα τα παλτό για κυνήγι, νομίζω το έχω κρύψει καλά με τα μούσια. Κατά τα άλλα είμαι ικανοποιημένος με τον παιδικό μου εαυτό. Νομίζω πέρναγα πολύ καλά τότε. Θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω αλλά είδα τη φωτογραφία του Αναστασιάδη και νομίζω σταμάτησε ο χρόνος στα ανατολικά του Greenwich.

Ποιος έκοψε το αυτί του Βαν Γκογκ-Αναστασιάδη;

 

Είναι σαφές ότι υπάρχει ένα πρόβλημα στο αριστερό μου αυτί στη φωτογραφία, το οποίο σε διαβεβαιώ πως δεν υπάρχει σήμερα. Έχω αριστερό αυτί, πάνω-κάτω ίδιο με το δεξί. Κατά τ’ άλλα, κοιτώντας αυτό το εικαστικό έπος (Α’ Δημοτικού, 11ο Δημ. Σχολείο Ηλιούπολης, η αίθουσα που στάζει από τέσσερα σημεία, τελευταίο θρανίο), αντιλαμβάνομαι σήμερα την εγγενή αποστροφή μου στη θάλασσα. Είμαι ανάμεσα σε δύο πελάγη. Βέβαια, ο χάρτης είναι τόσο παλιός που ενδέχεται να έχει η Ελλάδα να βρίσκεται σε τελείως άλλο σημείο του πλανήτη πια, οπότε μην τα παίρνετε τοις μετρητοίς όλα αυτά.

Το μαλλί είναι το μαλλί που είχα σε όλο το δημοτικό, αυτό το βιβλίο και αυτό το μολύβι σίγουρα δεν είναι δικά μου, αλλά σε διαβεβαιώ ότι τα ρούχα είναι. Και τώρα θα μιλήσουμε για τα ρούχα. Το combo ‘παντελόνι ό,τι να ‘ναι-πουκαμισάκι από μέσα-φουτεράκι από πάνω’ είναι ό,τι πιο δύσκολο στιλιστικά έχω επιχειρήσει ποτέ και -τώρα που τα θυμάμαι- με σπουδαία αποτελέσματα στα κορίτσια. Για να είμαι δίκαιος, βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που με έντυνε η μαμά μου, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μοιραζόμουν τότε με κανέναν.

Παρασκηνιακά, για περίπου 25 λεπτά πριν τραβηχτεί αυτή η φωτογραφία, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ, γιατί δεν μου άρεσε η φάση, αλλά όταν ήρθε η σειρά μου το διασκέδασα, όπως άλλωστε καταμαρτυρά και αυτό το χαμόγελο ‘σας έβγαλα την Παναγία, αλλά εντάξει δεν ήταν και τόσο δύσκολο’.

Προσαρμόζεται δύσκολα ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Θυμάμαι τους γονείς μου να έχουν τρομερό άγχος για το πώς θα ήταν η πρώτη μέρα μου στο σχολείο, επειδή από μικρός ήμουν πολύ περίεργος, κοινωνικά μιλώντας. Δεν είναι πως ήμουν κλειστός και δε μίλαγα σε κανέναν, όσο ότι αν βολευόμουν σε μια κατάσταση δεν άκουγα τίποτα, δεν ήμουν καθόλου ανοιχτός σε αλλαγές. Οπότε στο νέο σχολικό περιβάλλον πώς θα τα πήγαινα; Fun fact! Προνήπιο δεν έκανα ποτέ. Την πρώτη μέρα του προνήπιου έτυχε να μιλήσω με ένα παιδάκι από το νήπιο (ή με τη δασκάλα, δε θυμάμαι) και αποφάσισα ότι αυτή είναι η φάση μου ρε παιδί μου, δε μου άρεσαν οι άλλοι. Ήμουν τόσο γαϊδούρι, που μετά από μια μέρα στο προνήπιο με άλλαξαν και με έστειλαν κατευθείαν στο νήπιο, το οποίο έκανα για δύο χρονιές, μία εκείνη και μία την ‘κανονική’. Εν ολίγοις, αν με άφηνες στην άνεση του γνώριμου, θα καθόμουν εκεί για πάντα. Τέτοιος είμαι. Οπότε πώς να μην τρέμουν οι άλλοι; Αν το έπαιρνα στραβά το νέο μου σχολικό περιβάλλον στην Α’ Δημοτικού τι θα γινόταν; Ευτυχώς όπως βλέπετε όλα καλά. Για τη φωτογραφία μου δώσαν να κρατάω ένα στυλό που υποθέτω ανήκε σε κάποιον 67χρονο φιλόλογο, άνοιξα ένα Εμείς κι ο Κόσμος (για κάποιο λόγο στο τέλος) και ανάμεσα στα μούσια(*) φόρεσα ένα πηγαίο χαμόγελο ασορτί με το πουκάμισο το οποίο OH MY GOD ΤΙ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΟΡΑΩ; Θέλω να πω τελοσπάντων, όλα καλά πήγαν. Η πρώτη μέρα στο σχολείο για κάποιο λόγο μου φάνηκε φανταστική, αρκετή ώστε να *ενθουσιαστώ*, αρκετή ώστε να μην πάρω με στραβό μάτι το σπίτι μου για τα επόμενα 12 χρόνια. Ουφ.

(* μια γραφιστική επέμβαση του φίλου κι αδερφού Παν Παν)

Τα μελαγχολικά μάτια του στρουμφοΜίχαλου

 

Χρόνια τώρα, γυναίκα, φίλοι, κουμπάρος και συνάδελφοι προσπαθούν να μη φαίνομαι λες και βαριέμαι. Ακόμη και τώρα, στη δουλειά ο Βραχωρίτης κάνει ό,τι μπορεί για να μην βγαίνω στην Super BasketBALL λες και μου χρωστάνε πέντε νοίκια ενώ ο Freddos έχει τρελαθεί, που δεν μπορώ να χαμογελάσω στο “καλησπέρα σας”. Ορίστε κύριοι, δεν κάνω κάτι, το τούτο μου είναι έτσι. Δείτε τη φωτογραφία από το νηπιαγωγείο. Τόσο γλυκό και ξανθό αγοράκι, αλλά με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα. Τίποτα δεν έχω, μια χαρά ήμουν με το μολύβι μου, το Σούπερ Στρουμφ (…) πίσω μου και μια από τις αγαπημένες μπλούζες μου (με κάτι φοίνικες, έναν ήλιο, ξέρεις summer φάση στη Γλυφάδα κι έτσι – όχι δεν φοράω σαγιονάρες, λογικά ελβιέλα με σκριτς-σκρατς). Καλά για το μαλλί, τι να λέμε τώρα, καπελάκι από αυτά που βλέπεις στα περιοδικά των κομμωτηρίων και βλέμμα μελαγχολικό (προφανώς για να ρίξω τα κορίτσια). Ειλικρινά, δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη την ημέρα. Πρέπει να βαριόμουν πολύ. Μαλάκας ήμουν (μικρός δηλαδή), δεν ήξερα. Ότι στο μέλλον οι άβολες στιγμές, θα ήταν περισσότερες.

Ο Πάνος Κοκκίνης ακόμη θυμάται το στυλό

 

Δεν ξέρω που βρίσκεται η κλασική μου φωτογραφία με το στυλό από το νηπιαγωγείο. Ίσως να την έκαψα κάποια στιγμή από τα νεύρα μου. Βλέπεις η νηπιαγωγός επέμενε να μου βάλει το στυλό στο δεξί χέρι, όπως ήταν τότε το πρέπον, αντί για το αριστερό που χρησιμοποιούσα. Οπότε φυσικά και πλάνταξα στο κλάμα. Αντιθέτως στο δημοτικό τα πήγαινα μια χαρά.  Ειδικά στα θεατρικά, όπου ήμουν κάτι σαν τον Ryan Gosling του 7ου δημοτικού Καλλιθέας (σ.σ. από την εποχή του Mickey Mouse Club εννοώ, όχι του Drive). Αν και το καλύτερο ‘performance’ μου ήταν κάθε πρωί, με το που χτυπούσε το κουδούνι, όταν επί δυο χρόνια οι δασκάλες με έφερναν στην αίθουσα των καθηγητών για να τους πω ξανά και ξανά το ίδιο το ίδιο ανέκδοτο. Αυτό με τις τρεις γριές στο δάσος όπου η μια φωνάζει ‘Φωτιά, φωτιά’, η άλλη ρωτάει ‘πουντη ‘ναι’ και η τρίτη, σηκώνει τις φούστες της και απαντά  ‘εδώ είναι, εδώ είναι’. Δυστυχώς μετά το δημοτικό η καριέρα μου τερματίστηκε άδοξα. Αλλά πάντοτε θα έχω να θυμάμαι αυτή τη φωτό. Εκεί που όλο το σχολείο χειροκροτούσε το μεγαλείο μου.

Πολλή γκρίνια μικρός ο Στέλιος Αρτεμάκης

Η φωτογραφία είναι από το νηπιαγωγείο αλλά δεν θυμάμαι ούτε τη δασκάλα, ούτε τους συμμαθητές, ούτε καν το κτίριο. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο Παρανέστι Δράμας αλλά δε θυμάμαι ούτε τη γειτονιά, ούτε το δρόμο, ούτε το σχολείο. Γενικώς όλη η φάση ήταν κάπου στα μισά του πουθενά. Κατέβαινες μια κατηφόρα, όχι τίποτα φοβερό, περνούσες τις γραμμές του τρένου και κάπου εκεί. Σκηνικό από ταινία του Αγγελόπουλου. Πανέμορφο μέρος δηλαδή, ευχαρίστως θα το επισκεπτόμουν. Που μπορεί και να το μπερδεύω με τη Μύρινα της Λήμνου. Αλλά η Λήμνος δεν είχε σιδηρόδρομο, οπότε, ναι, Παρανέστι.

Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι το εξής. Δεν ήθελα να φορέσω την ποδιά με τίποτα. Με τίποτα ρε. Ντρεπόμουν. Εγώ ο γόης του νηπιαγωγείου; Που έδερνα ακόμα και παιδάκια της δευτέρας; Ο φόβος και ο τρόμος της συνοικίας, ο γενικός γ@$@ω να φορέσω αυτό που μοιάζει με φούστα; Με τίποτα. Στο κάτω κάτω, με ρώτησε κανείς; Κανείς. Ούτε η δασκάλα, ούτε ο διευθυντής, ούτε οι γονείς μου. Μόνοι τους πήραν μια απόφαση και είπαν θα βάλεις ποδιά.

Και το άλλο που θυμάμαι είναι την κακομοίρα τη μάνα μου που διηγιόταν για χρόνια μια ιστορία: Εγώ, λέει, ξυπνάω μία μέρα, φοράω την ποδιά μου με χαρά και είμαι έτοιμος να φύγω. Έτσι απλά. Ή σχεδόν έτσι. Η μέρα δεν ήταν “μία μέρα” αλλά η μέρα της παρέλασης και της γιορτής στο σχολείο, 25η Μαρτίου ή 28η Οκτωβρίου. Έπρεπε να ντυθώ τσολιαδάκι νομίζω. Μετά έκανα τον Αλέκο, τύπου “μα καλά τα συκώτια μου πρήξατε να βάλω ποδιά και τώρα που την έβαλα μου λέτε να τη βγάλω;”