Η ζωή μου με μια στρίπερ
- 24 ΑΠΡ 2015
Μου συστήθηκε ως “Ηλιάννα”, με καταγωγή από την Ισπανία. Την γνώρισα σε ένα στριπ κλαμπ τον Ιούλιο του 2013, όταν με την άφιξη ενός φίλου από επαρχία και αφού είχε προηγηθεί κατανάλωση σεβαστής ποσότητας αλκοόλ, αποφασίστηκε η επανάληψη μιας βραδιάς “από τα παλιά”. Φυσικά η επανάληψη δεν θα μπορούσε να είναι καρμπόν, αφού η εφηβεία είχε περάσει προ πολλού.
Τα βήματά μας ήταν πιο σίγουρα, τα χτυπήματα της καρδιάς πιο σταθερά. Ναι, τέλος πάντων δεν αισθανθήκαμε δέος ή φόβο μόλις διασχίσαμε την είσοδο με τον κλασικό καναπέ και μπήκαμε στον κυρίως χώρο του μαγαζιού.
Μεγαλώνοντας χρησιμοποιείς περισσότερο το μυαλό σου για να διαχειριστείς καταστάσεις, να εξελιχθείς, να γοητεύσεις, να κάνεις σεξ. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα 20-21 πίστευα ότι όσες στρίπερ δέχονταν να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, ήθελαν και να τα πούμε “εκτός δουλειάς”. Μεγάλο λάθος. Με μία φωτεινή εξαίρεση, την οποία δεν χειρίστηκα σωστά λόγω αθωότητας, η πλειοψηφία αυτών των κοριτσιών απλώς επιθυμούσε να με “καβατζώσει” ως πελάτη. Ευτυχώς που πάντα ήμουν “φλου”, με συνέπεια να μην έχω τέτοιου είδους εξαρτήσεις.
Η “Ηλιάννα”, που λέτε, είναι ένα μινιόν κοριτσάκι, με καστανά μαλλιά (σ.σ. στην πορεία τα έβαψε μαύρα-όχι δεν κάνω λογοπαίγνιο), με σκουλαρίκι στη γλώσσα και πολλά tattoo, που στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείτο με πολεμικές τέχνες. “Δηλαδή δεν μας παίρνει για καφρίλες”, της είπα και γέλασε, προτού μου προτείνει να πάμε για lap dance.
Ο χορός είχε ολοκληρωθεί, όχι όμως και η συζήτησή μας, αφού εκείνη επανήλθε λίγο αργότερα στο τραπέζι. “Για Ισπανίδα μιλάς πολύ καλά ελληνικά”, παρατήρησα. “Δεν είμαι Ισπανίδα. Σου είπα ψέματα. Ελληνίδα είμαι!” μου απάντησε. Το γεγονός ότι το μαγαζί είχε μόνο 1-2 παρέες λειτούργησε υπέρ μας, αφού δεν είχε λόγο να πηγαίνει πέρα-δώθε για να αλιεύσει πελάτες. Προς το τέλος, μάλιστα, ανταλλάξαμε και αριθμούς. “Να με ξεπουπουλιάσει θέλει”, σκέφτηκα.
Την άλλη ημέρα, λίγο πριν σχολάσω, της έστειλα μήνυμα. Περισσότερο είχα την απορία αν θα απαντήσει παρά τι θα απαντήσει. Τελικά όχι μόνο μου απάντησε, αλλά μου μήνυσε ορθά-κοφτά ότι θα με περιμένει στο μαγαζί. “Να με ξεπουπουλιάσει θέλει”, ξανασκέφτηκα. Δεύτερη συνεχόμενη βραδιά σε στριπ κλαμπ; Ε, όχι πάει πολύ. Πήγα. Ευτυχώς που έχω τους καλύτερους φίλους του κόσμου και ένας εξ αυτών δεν δίστασε να με συνοδεύσει παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε είχε πάει μόνο μία φορά σε τέτοιου είδους μαγαζί για ένα bachelor party.
Η δεύτερη βραδιά ήταν παρόμοια με την πρώτη, υπό την έννοια ότι είχαμε εξίσου καλή διάθεση και όρεξη για να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα ο ένας για τον άλλον. Το δε lap dance αποδείχθηκε σκέτη αποτυχία, αφού γελάγαμε όλη την ώρα, με συνέπεια να ενοχλούμε την ομήγυρη. Προς το τέλος της βραδιάς ήρθε και η αποκάλυψη: “Δεν με λένε Ηλιάννα. Το πραγματικό μου όνομα είναι Χ (σ.σ. το αρχικό της), αλλά δεν χρειάζεται να μαθευτεί παρά έξω”.
Η Χ, που λέτε, είναι ένα πολύ σκεπτικό κοριτσάκι, τότε 23 ετών, λίγο ευέξαπτο, με παρακαταθήκη διάφορα προβλήματα, η προσπάθεια καταπολέμησης των οποίων το έκαναν ιδιαίτερα δυναμικό, αλλά και ευσυγκίνητο.
Η επόμενη ημέρα θα ήταν ούτως ή άλλως καλή γιατί άρχιζε η άδεια μου. Έγινε ακόμα καλύτερη όταν είδα sms της που έλεγε ότι με βρήκε στο Facebook (σ.σ. της είχα ζητήσει να γίνουμε friends, εκείνη δίστασε λίγο και απλά μου είπε ότι θα με κάνει add αν το θελήσει κάποια στιγμή). Τελικά, με έκανε μόλις λίγες ώρες αργότερα.
Η πρώτη συνάντηση “εκτός δουλειάς” έγινε τρεις ημέρες αργότερα και αφού είχε μεσολαβήσει μία επίσκεψή μου στην Εύβοια. Ουσιαστικά, πέρασα μαζί της τη μοναδική ημέρα της άδειας μου που δεν βρισκόμουν εκτός Αθηνών. Αρχικά, πήγαμε για μπάνιο με έναν κολλητό μου και μία ακόμα γνωστή μου και στη συνέχεια γυρίσαμε τη μισή αγορά της Καλλιθέας, προκειμένου να ψωνίσει διάφορα ρούχα/εσώρουχα για το στριπ κλαμπ. Εγώ περίμενα απ’ έξω κι αυτή μου έδειχνε από τη βιτρίνα κάτι μικροσκοπικά σετάκια για να με φέρει σε δύσκολη θέση και να γελάσουμε.
“Καλά περάσαμε σήμερα, από αύριο όμως που θα φύγω Κρήτη για διακοπές θα χαθούμε”, επεσήμανα κι εκείνη μου απάντησε με χιούμορ: “Ε σιγά, αν δεν μπλέξεις με καμία Κρητικιά θα ξαναβρεθούμε”. Πράγματι ξαναβρεθήκαμε, την ημέρα κιόλας που γύρισα στην Αθήνα και αφού προηγουμένως είχαμε μιλήσει ουκ ολίγες φορές στο τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε στο νοσοκομείο “Ανδρέας Συγγρός” γιατί είχε γεμίσει εξανθήματα στα χέρια της, απόρροια της συμβίωσης με δύο γάτες. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας γιατί έπρεπε να πάω στο γραφείο, αλλά η αρχή είχε γίνει.
Επί ένα μήνα πήγαινα σχεδόν κάθε μεσημέρι στο σπίτι της, κάναμε σεξ, άλλες φορές αράζαμε και άλλες φορές πηγαίναμε για μπάνιο. Έκανε κοπάνες από το μαγαζί για να ξενυχτάει μαζί μου, ενώ όταν δούλευε, κατέβαινε στο καμαρίνι και μιλάγαμε ασταμάτητα στο τηλέφωνο.
Όλα καλά μέχρι εδώ. Ήξερα τι ήθελε, ήξερε τι ήθελα. Εγώ δεν ήξερα τι ήθελα. Επιμένω, όλα καλά, κλασικά-εικονογραφημένα. Ώσπου κάποια στιγμή το “ήξερα τι ήθελε” εξελίχθηκε. Ακολουθεί μέρος του διαλόγου μιας βραδιάς σε κάποιο μαγαζί του κέντρου.
Χ: “Απολαμβάνω κάθε στιγμή μαζί σου, νιώθω μεγάλη ασφάλεια. Είμαι…”
Εγώ: “Είσαι;”
Χ: “Τέλος πάντων κάτι νιώθω”.
Εγώ: …
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Σιωπή. Όπως είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά μου, μηχανικά συνέχισα να τη χαϊδεύω στον ώμο με το δάχτυλο. “Πες κάτι ρε μπούφο”, είπα από μέσα μου. Στάθηκα αρσενικός. Στάθηκα; Της υπενθύμισα ότι από την πρώτη στιγμή την είχα κατασυμπαθήσει (αλήθεια) και υπογράμμισα ότι περνάω πολύ όμορφα μαζί της (αλήθεια), την ενημέρωσα ότι δεν μπορώ να δοθώ ολοκληρωτικά σε μία κοπέλα που την αγγίζουν άλλοι, έστω και χωρίς τη θέλησή της (αλήθεια) και της επεσήμανα ότι στο μέλλον μπορεί να αποκτήσω διαφορετικό τρόπο σκέψης (ψέμα).
Ήταν η στιγμή της αντίδρασης. “Δηλαδή εσύ πιστεύεις πως οι κοπέλες που κυκλοφορούν το πρωί και το παίζουν κυρίες ότι δεν είναι πόρνες; Πολλές απ’ αυτές είναι πραγματικές πόρνες. Εμένα με ακουμπάνε, αλλά όχι εγκεφαλικά”, είπε μεταξύ άλλων. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει μικροτσακωμοί, κυρίως επειδή ζήλευε, αλλά τώρα είχε τεθεί ένα σοβαρό ζήτημα στο τραπέζι. Και είχε δίκιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι και οι δύο ξέραμε τι γίνεται, τι θέλουμε κτλ. Πηγαίναμε με αυτόματο πιλότο.
Με χρήση χιούμορ, αν θυμάμαι καλά, κατάφερα να σώσω τη βραδιά, αλλά ήταν προφανές ότι το γυαλί έχει ραγίσει. Συνεχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο, να βρισκόμαστε, να αράζουμε, πλέον όμως, υπήρχαν γκρίνιες και τσακωμοί με το παραμικρό. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αραιώνουμε. Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να συγκατοικεί με την κολλητή της και δεν ήθελα να μπαστακώνομαι, ασχέτως αν εκείνες μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Έκτοτε, προσπάθησα πολλές φορές να φανταστώ τον εαυτό μου να φέρει την ταμπέλα “σχέση” με μία στρίπερ. Ως πρώτη σκέψη με κολάκευε. Κατά βάθος, όμως, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσα να ξεπεράσω την επαφή της με άλλους άνδρες. “Βρε παιδί μου, νέο κορίτσι είσαι, σκέψου κάτι άλλο να κάνεις. Μην συνηθίσεις αυτή τη δουλειά (σ.σ. σε αυτό το χώρο βρισκόταν ήδη 3-4 χρόνια). Κρίμα είναι”, της έλεγα συχνά, αλλά έπεφτα σε τοίχο.
Παραμονή των γενεθλίων μου, κι αφού είχαμε αρχίσει να χανόμαστε για τα καλά, με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι θέλει να με δει. Πήγα στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, όπου έτρωγε με δύο φίλες της. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη ημέρα, καθώς είχα ρεπό. Εμφανίστηκε με δώρα: μία πανάκριβη μπλούζα και ακόμα ένα t-shirt.
Δυόμιση με τρεις μήνες αργότερα ήταν τα δικά της γενέθλια. Την παραμονή τους είχε πάρει ρεπό, αλλά ούτως ή άλλως θα πήγαινε στο μαγαζί για να σβήσει εκεί τα κεράκια της. Οι καλεσμένοι της ήταν η κολλητή/συγκάτοικος, ένας φίλος τους κι εγώ. Δίστασα λίγο, αλλά πήγα και αντίκρισα ένα μαγαζί με 2-3 παρέες πελατών (σ.σ. ήταν καθημερινή) και, βέβαια, τις κοπέλες. “Καλεσμένος μιας χορεύτριας σε στριπ κλαμπ. Ουάου”, θα σκεφτόμουν μερικούς μήνες νωρίτερα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένιωσα πολύ οικεία που καθόμουν δίπλα της στο χώρο εργασίας της. Δεν υπήρχε τίποτα εξωπραγματικό. Πολύ απλά, ένας άνθρωπος γιόρταζε τα γενέθλιά του.
Οικεία ένιωσα ακόμα κι όταν καμιά δεκαριά στρίπερ, όσες ήξεραν ελληνικά τέλος πάντων, μου είπαν “να τη χαίρεσαι”, όταν αφού έσβησε τα κεράκια, με αγκάλιασε σφιχτά. Αυτό ήταν το δεύτερο μάθημα.
Κάποια στιγμή με είχε πάρει τηλέφωνο για να μου πει ότι θέλει να σταματήσει τη νύχτα και να μου ζητήσει βοήθεια στην εύρεση σχολής. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, αφού όλες οι σχολές που είχε σημειώσει η Χ, απαιτούσαν απολυτήριο λυκείου κι εκείνη δεν το διέθετε. Από την άλλη, αν έκανε εγγραφή σε κάποια ιδιωτική, θα έπρεπε να καταβάλλει ένα σεβαστό ποσό, κάτι το οποίο δεν θα ήταν εφικτό αν δεν εργαζόταν στο στριπ κλαμπ. Η ιδέα της εγκαταλείφθηκε γρήγορα, γεγονός που με έκανε να πιστέψω ότι αυτό το τηλεφώνημα έγινε περισσότερο για να δει την αντίδρασή μου στην προοπτική της αποκόλλησής της από τον στύλο του pole dancing.
Όσο περνούσε ο καιρός χανόμασταν ολοένα και περισσότερο. Εκείνη, βέβαια, συνέχισε να με “ενοχλεί” κάνοντας αναπάντητες με απόκρυψη. Γιατί η Χ ήταν ακόμα παιδί. Εξάλλου, ήταν ο ορισμός της οργισμένης έφηβης, αφού σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε το σπίτι της για να μείνει σε μια εστία.
Το περυσινό καλοκαίρι με είχε πάρει τηλέφωνο (σ.σ. είχε αλλάξει αριθμό) για να μου προτείνει να βρεθούμε, αλλά εγώ ήμουν διακοπές με τη νέα μου σύντροφο. Με ξαναπήρε μερικούς μήνες αργότερα για να μου ανακοινώσει ότι έχει εγκαταλείψει το στριπ κλαμπ και πως ψάχνει να βρει οτιδήποτε άλλο. Μου εξήγησε επίσης ότι ήταν πολύ χαρούμενη που βρέθηκα στη ζωή της γιατί της έδωσα όσες συμβουλές δεν μπορούσε να πάρει από το σπίτι της. Τα μέλη της οικογενείας της, φυσικά, δεν ήξεραν τι δουλειά έκανε.
Ολοκληρώνοντας το τηλεφώνημα, μου είπε ότι θα ήθελε πολύ να βρεθούμε. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής. Μάλλον δεν έχω πάρει τα μαθήμάτα μου…