Ήμουν στα Εξάρχεια όταν δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο
Μια ολόκληρη γενιά ενηλικιώθηκε το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008.
- 6 ΔΕΚ 2019
Εξάρχεια, 6.12.2008
Αν αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο σου, τότε ο κόσμος σου αλλάζει. Έχετε, λοιπόν, σκεφτεί ποτέ ότι η παρακολούθηση μιας ταινίας -ή καλύτερα- η διάρκεια της παρακολούθησης μιας ταινίας μπορεί να αλλάξει σε σας και σε ολόκληρη τη γενιά σας τον τρόπο θέασής του; Ότι μπορεί μέσα σε δύο ώρες τα πάντα να αλλάξουν;
Την 6η Δεκεμβρίου του 2008 ήμουν στα Εξάρχεια και είχα πάει να παρακολουθήσω τη ‘Gomorrah’ του Matteo Garrone, μια ταινία που αποθεωνόταν από τους κριτικούς και η οποία μιλούσε για τον τρόπο λειτουργίας της μαφίας στη Νότια Ιταλία. Η ταινία παιζόταν σε ένα από τους πιο γνωστούς κινηματογράφους των Εξαρχείων, το ‘Τιτάνια’.
Τότε ήμουν στα 18 μου, φοιτητής στο πρώτο έτος στη Φιλολογίας. Και ξέρετε τα 18 είναι μια ηλικία τελείως μεταιχμιακή ως προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα σου. Μπορεί τον πρώτο μήνα που μπαίνεις σε αυτή να είσαι ακόμα έφηβος και τον μήνα πριν μπεις στα 19 σου να είσαι πια, ανάλογα με τα βιώματά σου, ένας κανονικός ενήλικος. Κάπου εκεί -σε τέτοια μεταιχμιακή κατάσταση- ήμουν, όταν ξεκίναγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι μου, ημέρα της ονομαστικής μου εορτής, για να πάω στη βραδινή προβολή. Εκείνο το απόγευμα δεν μας είχε καθόλου προειδοποιήσει ότι το βράδυ που θα το ακολουθούσε θα έφερνε όσα έφερε. Έτσι κάνουν συνήθως αυτά τα απογεύματα.
Στα 18 μου και όντας ένα παιδί που μεγάλωσε αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο, τα Εξάρχεια είχαν κάπως την αίγλη του απαγορευμένου. Δεν τα ήξερα καλά, βασικά δεν τα ήξερα καθόλου. Χρειάστηκαν κάποιοι μήνες για να καταλάβω ότι τα Εξάρχεια δεν ήταν η εμπόλεμη ζώνη που μου είχαν υποσχεθεί παρακολουθώντας τα απ’έξω. Πήγα, λοιπόν, με τον κολλητό μου, τον Χρήστο να δούμε την ταινία.
Εκείνο το βράδυ στα Εξάρχεια δεν επικρατούσε -τουλάχιστον στην αρχή- η αναστάτωση που θα φανταζόταν κανείς ότι θα επικράτει γύρω στις 9.30 το βράδυ, όταν και βγήκαμε από την αίθουσα. Μάλλον το αντίθετο. Ήταν ένα κρύο βράδυ Σαββάτου λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Επικρατούσε περίεργη ηρεμία. Επειδή όμως δεν ξέραμε την περιοχή καλά, δεν μπορούσαμε να την αποκωδικοποιήσουμε. Και δεν ξέρω αν είναι μνήμη που κατασκεύασα αργότερα, αφού έμαθα για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αλλά όποιος κινούνταν στην περιοχή εκείνο το βράδυ διαισθανόταν ότι κάτι σημαντικό είχε γίνει.
Λίγο μετά ήρθε ένα τηλέφωνο από τους δικούς μας. Μας καλούσε να φύγουμε από την περιοχή γιατί “σκότωσαν ένα παιδί στην πλατεία”. Αυτές τις φράσεις τις θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά. Ήταν η πρώτη πληροφόρηση που πήρα. Δεν ήξερα από ποιον και γιατί σκοτώθηκε. Δεν είχα ιδέα ότι ο δράστης ήταν ένα ένοπλο όργανο του κράτους ούτε ότι επρόκειτο για τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Θυμάμαι όμως μια ανησυχία. Ίσως να μην είχα ξεφύγει ακόμα από τη λέξη ‘παιδί’, ώστε η είδηση με σόκαρε ακόμα περισσότερο. Σκότωσαν κάποιον σαν κι εμένα.
Αφού το μάθαμε, κάναμε μια πιο αναστατωμένη βόλτα γύρω από την Ομόνοια και τις γύρω περιοχές. Δεν έχω ιδέα αν ξέραμε τότε ποια συγκεκριμένα είναι η πλατεία Εξαρχείων. Δεν την προσεγγίσαμε ποτέ λόγω κακού προσανατολισμού. Αυτό ίσως να συνέβαλε στην παραπληροφόρησή μας. Σε κάθε περίπτωση, εκεί που ήμασταν όλα είχαν αυτή την περίεργη ηρεμία. Το ίδιο συνέβαινε και στο μετρό όπου κάναμε αυτό που κάνει ο ελλιπώς ενημερωμένος άνθρωπος: τσεκάραμε τις αντιδράσεις των γύρω μας και προσπαθούσαμε να ελέγξουμε τη σημασία του γεγονότος. Τίποτα. Ούτε οργή ούτε λύπη ούτε ανησυχία. Όλο το τρένο απλώς μοιραζόταν αυτή τη βαρεμάρα της αναμονής.
Όταν είδαμε ότι όλα κυλούσαν σχετικά ήρεμα, ηρεμήσαμε για λίγο. Θεωρήσαμε ότι τα πράγματα δεν θα ήταν έτσι όπως μας τα είπαν. Δεν γίνεται να σκότωσαν ένα παιδί μια ή δύο ώρες πριν και όλη η πόλη να συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά. Δεν γίνεται με αυτή την είδηση να μην είχαν συγκλονιστεί όλοι όσοι την άκουγαν. Και μετά ήρθαν τα άλλα ‘δεν γίνεται’. Ποιος δεν θυμάται τα οικογενειακά τραπέζια των Χριστουγέννων του 2008; Δεν γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που ακούνε την είδηση ο νους τους πάει στο “ναι μεν αλλά” ή στο “κάτι θα έκανε και αυτός”.
Ίσως αυτές οι ηλιθιωδώς αθώες σκέψεις, αυτά τα ‘δεν γίνεται’, να ήταν και οι τελευταίες που κάναμε ως παιδιά.
Πανεπιστημίου, 6.12.2009
Η πορεία θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας που διαχεόταν τη βδομάδα πριν την πρώτη επέτειο της δολοφονίας, είχε μαζευτεί πραγματικά πολύς κόσμος. Όταν προχωρούσες μέσα σε αυτόν, έβλεπες πρόσωπα νέων ανθρώπων που δεν ανήκαν ή δεν ήξερες ότι ανήκουν στον κινηματικό χώρο. Μαθητές-μαθήτριες, φοιτητές-φοιτήτριες, νέες και νέοι που είχαν έρθει για να διαμαρτυρηθούν για τον θάνατο ενός συνομήλικού τους.
Η πορεία είχε προγραμματιστεί να κινηθεί προς το Σύνταγμα, αν θυμάμαι καλά. Ξαφνικά και ενώ κυριολεκτικά όλα κυλούσαν ήρεμα, εμφανίστηκαν από το Σύνταγμα διμοιρίες των ΜΑΤ οι οποίες έρχονταν προς το μέρος μας. Απρόκλητα άρχισαν να πετάνε τα πρώτα χημικά και να προχωρούν απειλητικά προς τον συγκεντρωμένο κόσμο.
Η πορεία δεν ήταν καθόλου οργανωμένη ακόμα και αναγκαστήκαμε όλοι άρον-άρον να την οργανώσουμε. Τα ΜΑΤ έρχονταν προς το μέρος μας όλο και γρηγορότερα. Κινούμασταν οι τελευταίοι της διαδήλωσης πάντα έχοντας στον νου να κρατάμε μια απόσταση μεγαλύτερη από αυτή που καλύπτει ένα απλώμενο χέρι με την προέκταση του γκλοπ του. Δεν νιώθαμε και τόσο προστατευμένοι από τους προστάτες του πολίτη.
Εμείς παγιδευμένοι από τα επερχόμενα ΜΑΤ και από τα παρτέρια της Ακαδημίας περάσαμε όλοι κάτω από τα κάγκελα ενός από αυτα με μια τρομερή θυμάμαι οργάνωση. Κατά την κίνηση αυτή μου έπεσε το κινητό και γύρισα να το πιάσω. Είχα μείνει να το ψάχνω. Κοιτώντας προς τα πίσω είδα μια ολόκληρη διμοιρία να έρχεται πραγματικά κοντά. Είχα ψιλοπαγώσει. Κάποιος από την πορεία με τράβηξε λίγο από τον ώμο. και χωθήκαμε προς την πορεία που είχε ξεκινήσει. Το κινητό μου είχε μείνει εκεί.
Άρχισα να καλώ μέσα στον χαμό και για κάποιον λόγο που πραγματικά δεν μπορώ ακριβώς να καταλάβω σήκωσε το τηλέφωνο μια γνώριμη φωνή. Ήταν μια συμφοιτήτρια και φίλη μου. Κάποιος είχε φωνάξει αν ανήκει σε κάποιον αυτό το κινητό. Εκείνη με καλούσε για να δει πού είμαι. Ήταν τα άτομα του δεύτερου μέρους της πορείας, αφού είχαν αναγκάσει εμάς τους πρώτους να φύγουμε από τον χώρο. Ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος να ξεκοπείς από την κεντρική πορεία, ώστε παρότι ήμασταν ελάχιστα μέτρα μακριά από την κοπέλα, ήταν αδύνατον να βρεθούμε, για να μου το παραδώσει. Λίγο πριν μου το κλείσει, είπε στο τηλέφωνο με ένα αστείο “σε αφήνω τώρα, μου πετάνε χημικά”.
Λίγο αργότερα μάθαινα ότι μια άλλη πολύ καλή μου φίλη, στο δεύτερο μέρος της πορείας, λίγα μέτρα πίσω και αυτή, είχε φάει μια κρότου-λάμψης στο πόδι. Πήγε στο νοσοκομείο. Έχει ακόμα το σημάδι στο πόδι της. Το έχουμε και εμείς μαζί της.
Η ημέρα που δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ένιωσα ότι είδα για πρώτη φορά μπροστά μου, χωρίς καμία θολούρα και με πλήρη ευκρίνεια, ότι αυτός ο κόσμος είναι σκατά. Στην πρώτη επέτειο από τη δολοφονία είδα πολλές παράλληλες ιστορίες δικών μου ανθρώπων που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο. Όλοι για να διαμαρτυρηθούν για το γεγονός εκείνο που πριν από 1 χρόνο τους ταρακούνησε και τους βρήκε σε έναν κινηματογράφο, σε ένα μπαρ, σπίτι, στο μετρό, στον δρόμο.
11 χρόνια μετά από την απότομη ενηλικίωση μας, ο κόσμος συνεχίζει να είναι σκατά. Και μέσα σε αυτά βρίσκεις πρόσωπα εκείνης της γενιάς, νέα ακόμα αλλά κάπως πιο ώριμα, να προχωρούν στην πόλη καμιά φορά με μια κατήφεια. Δεν τον αλλάξαμε τον κόσμο. Σκέφτομαι όμως ένα-ένα από αυτά τα πρόσωπα, εκείνα των συνομιλήκων μου που έβλεπα εκείνες τις μέρες στους δρόμους. Την πορεία τους την παρακολουθώ ακόμη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μπορεί, λοιπόν, να μην αλλάξαμε τον κόσμο αλλά τουλάχιστον δεν του μοιάζουμε. Και αν -προς το παρόν τουλάχιστον- κουραστήκαμε να αγωνιζόμαστε για το πρώτο, δεν σταματάμε ποτέ να παλεύουμε για το δεύτερο.
Ρώμη, 14.03.2013
Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα στη Ρώμη. Ο δρόμος από το αεροδρόμιο προς το κέντρο της πόλης έχει αρκετή κίνηση. Κάποιος Ιταλός οδηγός χαζεύει. Το λεωφορείο μας χάνει το φανάρι. Όλοι αρχίζουν την γκρίνια. Στο τέλος του δικού μου μεριδίου γκρίνιας κοιτάω έναν τοίχο απέναντι. Γράφει στα ελληνικά:’ΑΛΕΞΗ ΖΕΙΣ’
(Kεντρική Φωτογραφία: AP Photos/Lefteris Pittarakis)