Η Αθήνα είναι η ωραιότερη πόλη της Ελλάδας
- 25 ΜΑΙ 2020
Το να μιλήσεις για “τις ομορφίες μιας πόλης” παίρνοντάς τις μια προς μια είναι ίσως το πιο καμένο από όλα τα είδη κειμένων που μπορώ να σκεφτώ. Η ραγδαία ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας έχει κάνει πολλά από τα όμορφα αυτά πεδία, χώρους κέρδους. Με τον τρόπο αυτό, κάθε κείμενο που μιλάει για αγάπη προς ένα μέρος μπαίνει σε μια χορεία χιλιάδων άλλων που σκοπό έχουν να το πουλήσουν. Τι νόημα θα είχε να γράψω για την Ακρόπολή ή για την Πλάκα ή ακόμα και για τα Πετράλωνα και τα Εξάρχεια; Κανένα απολύτως. Ίσως μάλιστα όλο αυτό, ότι δηλαδή σου είναι αδύνατο να βρεις λόγια για την πόλη που αγαπάς, να αφαιρεί και λίγα κομμάτια από τη αγάπη σου γι’αυτή.
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι εύκολο να εξηγήσεις με δικούς σου εμπειρικούς όρους το γιατί σου αρέσει μια πόλη. Αυτό που για σένα μοιάζει το πιο όμορφο πράγμα του πλανήτη, είναι για κάποιον άλλο το πιο άσχημο. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που δεν μιλάμε για μια συμβατικά όμορφη πόλη. Μια πόλη που δεν έχει μικρά σπιτάκια, ελαφάκια να τρέχουν στη Σταδίου και γαρδένιες να μοσχομυρίζουν στην Ομόνοια. Και αν το δούμε εκτός βιωμάτων, η Αθήνα είναι πράγματι ένα πολεοδομικό έκτρωμα. Με κοντά 5 εκατομμύρια ανθρώπους να στοιβάζονται σε μια πολύ μικρή περιοχή και χωρίς καμία λογική. Αλλά μπορώ να σας καταστήσω απόλυτα βέβαιους ότι δεν γράφω αυτές τις γραμμές ως πολεοδόμος. Θα ήθελα αλλά δεν θα μπορούσα.
Αυτό που για μένα ξεχωρίζει αυτήν την πόλη και τελικά την καθιστά τελείως διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη ελληνική είναι τελικά αυτό το ίδιο το χάος της. Τα πάντα στην Αθήνα κινούνται με απόλυτα γρήγορους ρυθμούς. Όταν περπατάς στους δρόμους της το πρωί ζαλίζεσαι από την ποσότητα των ερεθισμάτων. Χιλιάδες αυτοκίνητα, άνθρωποι, θόρυβοι. Δεν είναι τυχαίο πόσο διαφορετική είναι αυτή η πόλη, όταν τη βλέπεις άδεια τον Αύγουστο. Σαν κούφιο κέλυφος ενός ολόκληρου πολιτισμού που μάζεψε τα μπογαλάκια του και είπε ότι, ρε παιδί μου, για 15-20 μέρες, θα διασπαρεί και στην υπόλοιπη χώρα. Εκεί θα βρεις και τον λόγο που σου αφήνει κάτι όμορφο η άδεια Αθήνα. Είναι ότι μπορείς να πάρεις ένα-ένα τα ερεθίσματα που υπό άλλες συνθήκες σε καταιγίζουν και να τα επεξεργαστείς.
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Υπάρχουν πανέμορφες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Μερικές από αυτές μπορείς να τις μάθεις απ’έξω μέσα σε λίγες μέρες. Άλλες μέσα σε λίγους μήνες. Κάποιες λίγες θα σου πάρουν κάποια χρόνια. Αφού περάσει αυτό το χρονικό διάστημα, θα μπορείς να πεις ότι έχει περπατήσει σε κάθε σημείο της πόλης σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό όμως με την Αθήνα; Σε καμία περίπτωση. Όσο και να τη ζήσεις, όσο και να την περπατήσεις, πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν το έχεις εξερευνήσει. Και αυτό αν μη τι άλλο είναι κάπως ανακουφιστικό.
Όταν ζεις σε μια τόσο μεγάλη πόλη, ποτέ δεν νιώθεις ότι αυτή σου ανήκει. Γι’αυτό ίσως και να δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε ότι καταγόμαστε από την Αθήνα. Γι’αυτό ίσως πετάμε στο τραπέζι το χωριό του πατέρα μας ή του παππού μας. Δεν μπορείς να νιώσεις ποτέ ότι σου ανήκει κάτι τόσο χαώδες και άτακτο. Μπορείς όμως κάλλιστα να νιώσεις ότι εσύ ανήκεις σε αυτό.
Περπατώντας, ας πούμε στη Σόλωνος, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε έναν ωκεανό τσιμέντου και πυκνού αστικού ιστού μέσα στον οποίο μπορείς να χαθείς και να ξαναβρεθείς. Μπορείς να διαλέξεις να κάνεις βόλτα σε μέρη που θα βρεις δεκάδες γνωστούς σου. Μπορείς να διαλέξεις άλλα που θα είσαι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Και η απόσταση μεταξύ των δύο αυτών περιοχών με κάποιον μαγικό τρόπο μπορεί να είναι ελάχιστα χιλιόμετρα. Και αυτές οι βόλτες καμιά φορά γίνοταν σαν να μην υπάρχει κανένας πραγματικός προορισμός. Καμιά φορά βλέπω τους τουρίστες στον δρόμο που ακολουθούν προκαθορισμένες και τελείως βολικές διαδρόμες. Πόσο γεμάτοι θα νιώθουν φεύγοντας από την πόλή. Πόσο δεν θα έχουν ίδεα πραγματικά γι’αυτή.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που με πνίγει περισσότερο από κάθε άλλο είναι η ομοιογένεια. Σπιτάκια με έναν ή δύο ορόφους ακριβώς τοποθετημένα εντός των οικοδομικών τετραγώνων τους. Με ελάχιστες ή και μηδαμινές διαφορές. Όλα οριοθετημένα. Χωρίς τίποτα να σε εκπλήσσει. Η Αθήνα δεν έχει τίποτα από όλα αυτά. Στρίβοντας σε κάποια γωνία μιας γειτονιάς της, την οποία δεν ξέρεις, δεν έχεις ιδέα για το τι θα βρεθεί μπροστά σου. Όλα άτσαλα, όλα πεταμένα από εδώ και από εκεί. Και τελικά όλα πιο ειλικρινή. Γιατί αν η ζωή στην πόλη μπορούσε κάπως να απεικονιστεί, τότε σίγουρα θα απεικονιζόταν μέσα από μια χαώδη μητρόπολη.