Η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή ως παράδειγμα σωφρονισμού
- 25 ΦΕΒ 2023
Συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη μέρα που ο Νίκος Κοεμτζής έβγαλε από τη ζώνη του το σουγιά του κι αιματοκύλησε τη Νεράιδα. Ήταν ξημερώματα 24 προς 25 Φεβρουαρίου. Είχε μαλώσει με τη φίλη του, Σοφία Χαράτζη. Είχαν περάσει λίγες ημέρες από την αποφυλάκισή του, για κλοπή.
O πατέρας του Κοεμτζή, Παναγιώτης ή και «Καπετάν Κεραυνός» ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ κι ο γιος από μικρός μαρκαρισμένος και διαρκώς κυνηγημένος από την αστυνομία. Αρνήθηκε να γίνει χαφιές των αστυνομικών με αντάλλαγμα μια ζωή χωρίς εμπόδια από την Ασφάλεια. Δεν συνεργάστηκε μαζί τους προκειμένου να μην επισκέπτεται βιαίως τα αστυνομικά τμήματα. Η άρνηση εξελίχθηκε σε μώλωπες, πληγές και πόνους στο κορμί του.
«Η αστυνομία μού έκανε άγρια κυνηγητά. Κι όποτε με τραβούσανε μέσα, παίζανε ποδόσφαιρο απάνω μου και με τρελαίνανε στις κλοτσοπατητές και στις φάλαγγες και μού κάνανε εξαντλητική ανάκριση. Δεν με αφήνανε σε χλωρό κλαρί. Λίγο καιρό μετά έγινε το ατύχημα. Δεν ήξερα ότι εκείνο το βράδυ ήτανε γεμάτο αστυνομικούς το κέντρο. Είχαμε φύγει από το σπίτι, πήγαμε στο 2001, μια καφετέρια, φεύγουμε από εκεί, πάμε στον Αργύρη, μια ψησταριά στη Λεωφόρο Συγγρού που είχε και μπουζούκια, δεν είχε τραπέζια.
Μου λέει ο αδελφός μου: “Πάμε στον Καρουσάκη;”. “Εγώ ακολουθάω”, του λέω. “Τραβάτε όπου θέλετε”. Και πήγαμε στον Καρουσάκη εκείνο το βράδυ. Κι έφτασα εδώ πέρα πού έφτασα».
Τα ξημερώματα ο Νίκος Κοεμτζής αφαίρεσε τη ζωή τριών ανδρών, οι οποίοι δεν τίμησαν τον άγραφο νόμο της παραγγελιάς που ίσχυε τότε. Δεν άδειασαν την πίστα για χορέψει ο αδελφός του Δημοσθένης Κοεμτζής, παρά τις από μικροφώνου παρατηρήσεις που δέχθηκαν. Ήταν ο υπενωμοτάρχης της Χωροφυλακής, Μανόλης Χριστοδουλάκης (28 ετών), ο αστυφύλακας της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, Δημήτρης Πεγιάς (31) και ο Γιάννης Κούρτης (34), μηχανικός και βαφέας αυτοκινήτων που βρισκόταν στην παρέα των αστυνομικών. Επτά ακόμα τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο φίλος των Κοεμτζήδων, Θωμάς Καραμάνης.
Ο Κοεμτζής επέμενε: «Παίξε τις Βεργούλες να χορέψει ο αδελφός μου».
Ο Νίκος Κοεμτζής έδιωξε τις γυναίκες από το τραπέζι τους. Μεταξύ αυτών, ήταν και η Σοφία Χαράτζη. Αργότερα, ο αδερφός του Δημοσθένης ανέβηκε στην πίστα και ζήτησε από τον Καρουσάκη ως παραγγελιά τις Βεργούλες του Βαμβακάρη. Στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα.
«Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματός μου, όταν κατέφθασε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Έκατσαν μπροστά αλλά γωνία, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια. Κάποια στιγμή ο αδελφός του Κοεμτζή μού ζητάει να τραγουδήσω τις Βεργούλες του Βαμβακάρη. Εγώ αρχικά έκανα το κορόιδο. Στο μεταξύ, βλέπω τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες.
Ο Κοεμτζής επέμενε: “Παίξε τις Βεργούλες να χορέψει ο αδελφός μου”. “Δεν το ξέρω το τραγούδι”, τού απαντώ εγώ για να τον αποφύγω. Επειδή, όμως είδα την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη, που δουλεύαμε μαζί, να το πει. Φυσικά, δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ανέβηκε να χορέψει ο αδελφός του Κοεμτζή και μαζί χόρευαν κι άλλοι.
Άκουσα τις φωνές, κοίταξα να δω τι συμβαίνει και τον είδα να έχει βγάλει ένα μαχαίρι και να καρφώνει κόσμο. Στην πίστα το αίμα έτρεχε ποτάμι. Βγαίνοντας εγώ προς τα έξω, με σπρώχνει ένας φίλος μου στην άκρη, για να με προστατέψει επειδή ο Κοεμτζής φώναζε: “Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω”», είπε ο Κώστας Καρουσάκης στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ.
Ο Κοεμτζής μετά το τριπλό φονικό συνελήφθη στη Δάφνη. Τον πυροβόλησαν αστυνομικοί και οδηγήθηκε στο κελί του, μετά το νοσοκομείο. Μια σφαίρα τον συνόδευε ως βαριά ανάμνηση στο κορμί του, στα χρόνια της φυλακής. Δεν την είχαν αφαιρέσει και συχνά τού προκαλούσε αφόρητους πόνους, όπως διηγήθηκε ο ίδιος στο βιβλίο του Το μακρύ ζεϊμπέκικο.
«Ο πρώτος που μ’ έβρισε, μου είπε: “Άντε ρε φλώρε, που θέλεις και ειδική παραγγελιά να χορέψεις”».
Είχαν ήδη προφυλακιστεί ο αδερφός του Δημοσθένης και ο φίλος του Θωμάς. Ο Νίκος Κοεμτζής -όπως είχε γράφει στο βιβλίο του- δεν θυμόταν το μακελειό και πώς προέκυψε. Για ποιο λόγο έβγαλε το σουγιά κι άρχισε να σφάζει. Τους ρώτησε.
«Άρχισε ο Θωμάς να μου τα εξιστορεί και να τα βάζει στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο, σαν εφιαλτική ταινία του κινηματογράφου. Όταν ανέβηκε στην πίστα ο Δημοσθένης να χορέψει, ανεβήκανε και κάτι άλλοι θαμώνες, για να χορέψουν κι εκείνοι. Ο τραγουδιστής τούς έκανε νόημα να κατέβουν από την πίστα, επειδή το τραγούδι ήτανε παραγγελιά και τους φώναξε με το μεγάφωνο και τους είπε παιδιά είναι παραγγελιά το τραγούδι, με τη σειρά θα χορέψετε κι εσείς. Βλέποντας ο Δημοσθένης που δεν κατεβαίνανε, ρώτησε τον τραγουδιστή, που ήτανε ο Αθανασιάδης και γνωστός του μάλιστα: “Ρε Τάκη, δικό μου είναι το τραγούδι ή των παιδιών;'”.
Ο τραγουδιστής απάντησε: ”Εγώ τους το ‘πα ρε Δημοσθένη πως είναι παραγγελιά το τραγούδι. Αν θέλεις, πες τους το κι εσύ”. Κι έβαλε το μικρόφωνο στο στόμα του ο Δημοσθένης και τους είπε: ”Παιδιά παραγγελιά είναι το τραγούδι, δεν ακούσατε;”. […]
Μόλις μίλησε, τον πλησίασε κάποιος από τους τέσσερις που ήτανε πάνω στην πίστα κι έβρισε τον Δημοσθένη και ταυτοχρόνως τον έσπρωξε πάνω στους άλλους τρεις της παρέας του. Εκείνοι τον ξανασπρώξανε. Και τότε ο Δημοσθένης έδωσε μια μπουνιά στον πρώτο που άρχισε τη φασαρία κι αργότερα έμαθα ότι ήταν κι αυτός αστυνομικός, όπως και η παρέα του, όπως αποδείχτηκε μετά το κακό που έγινε. Τον διέκοψα και ρώτησα τον Δημοσθένη να μου πει τι είδους βρισιά ήταν αυτή που του είπαν: Ο πρώτος που μ’ έβρισε, μου είπε: ”Άντε ρε φλώρε, που θέλεις και ειδική παραγγελιά να χορέψεις”».
«Με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς έφτασα σε τόσο μεγάλο κακό».
«Γυρίζοντας προς τον Θωμά τού είπα να μου πει τι έκανα εγώ εκείνη τη στιγμή και πώς βρέθηκα πάνω στην πίστα και σκόρπισα το θάνατο σε τόσους ανθρώπους. “Εσύ καθόσουνα στο τραπέζι και δεν μιλούσες με κανένανε. Όταν όμως άρχισε ο Δημοσθένης να ουρλιάζει την ώρα που τον ρίξανε κάτω και τον πατάγανε απάνω στα σπασμένα γυαλιά της πίστας, εσύ σάλταρες σαν ελατήριο από τη θέση σου και κοιτούσες δεξιά και αριστερά. Σε άκουσα να μιλάς και να λες: “Τον Δημοσθένη! Τον Δημοσθένη τον σκοτώνουνε!”.
Κι έτρεξες προς την πίστα. Ταυτοχρόνως, είδα το χέρι σου που κάτι τράβηξες από τη ζώνη σου. Νόμιζα πως είχες περίστροφο κι όρμησα ξοπίσω σου να σ’ εμποδίσω και σ’ έπιασα από τη μέση. Την ώρα που πάταγες απάνω στην πίστα γυρίζεις και μου ρίχνεις μια μαχαιριά στην κοιλιά. Σε κοίταξα απορημένος. Πήγα να σου πω γιατί, αλλά είδα τα μάτια σου γυρισμένα προς τα πάνω. Τότε κατάλαβα ότι τρελάθηκες. Μπήκες στη φασαρία κι έσφαξες τους τρεις”. […]
Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. […] Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς έφτασα σε τόσο μεγάλο κακό, να αφαιρέσω ανθρώπινες ζωές εν ώρα χαράς και ευθυμίας. Βασάνιζα το μυαλό μου συνέχεια, επειδή το κακό ήταν ανεπανόρθωτο. Χαθήκανε τρία παλικάρια και ξέρω με πόσους κόπους και αγώνες μεγαλώνει ένα παιδί, για να το φέρει ο γονιός του σε αυτή την ηλικία».
Έξι ημέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το δικαστήριο αποφάσισε: Θανατοποινίτης!
Ο Νίκος Κοεμτζής είχε σουγιά περασμένο στη ζώνη του εκείνο το βράδυ. Δεν έσφαξε με κουζινομάχαιρο που βρέθηκε τυχαία μπροστά του τη στιγμή της έκρηξής του. Ζούσε -πράγματι- μια παραβατική ζωή, μια καθημερινότητα πνιγμένη από εμπόδια, χωρίς ευκαιρίες. Το βασανιστικό παρελθόν του και της οικογένειάς του και το ανελέητο ξύλο της αστυνομίας που συχνά τον προκαλούσε δεν του έδωσαν κάποιο ελαφρυντικό. Ωστόσο, τον ερμηνεύουν όπως και τις αντιδράσεις του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του.
Έξι ημέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 11 Νοεμβρίου του 1973 το δικαστήριο αποφάσισε: Θανατοποινίτης! Τρεις φορές εις θάνατο και επτά ισόβια. Η αντίδραση των φοιτητών κατά της χούντας έδωσε ελπίδες στους συγκρατούμενούς του εκείνος βυθίστηκε στα σκοτάδια του, όταν έμαθε ότι η εξέγερση βάφτηκε με το αίμα των αγωνιστών. «Περιμέναμε ώρα με την ώρα να σπάσουν οι πολίτες τις φυλακές και να ελευθερώσουν τους κρατούμενους. […]. Μάθαμε ότι κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και έπεσε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος».
Έκτοτε -και μέχρι την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα- σκεπτόταν και λειτουργούσε ως μελλοθάνατος. Έγραφε ποιήματα και τη βιογραφία του, ως άνθρωπος που περιμένει από Πάσχα σε Πάσχα μια σταύρωση χωρίς ανάσταση.
Μία ημέρα πριν από τη γιορτή του, στις 5 Δεκεμβρίου του 1973, ζήτησε από τον χωροφύλακα να ανοίξει το διπλανό κελί, όπου ήταν η βαλίτσα του για να πάρει κάποια καθαρά ρούχα. Εκτός από τα απαραίτητα, πήρε και ένα κοστούμι. Ο χωροφύλακας τον ρώτησε τι χρειάζεται το κοστούμι. Απάντησε ότι γιορτάζει την τελευταία του ονομαστική γιορτή και ότι θέλει να την αισθανθεί. Τον Μάρτιο του 1977 ενημερώθηκε ότι… ξέφυγε από τη θανατική ποινή. Τότε, βρισκόταν στις φυλακές της Κέρκυρας, τις οποίες χαρακτήρισε κόλαση. Σε αυτές έμεινε ως το 1982. Ο Νίκος Κοεμτζής έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Στο αποφυλακιστήριο του αναφέρεται ότι έμεινε στις φυλακές από τις 26 Φεβρουαρίου 1973 έως τις 29 Μαρτίου 1996.
Ο Νίκος Κοεμτζής είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα σωφρονισμού
Η αποφυγή της υποτροπής των αποφυλακισμένων, η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και οι συνθήκες των σωφρονιστικών καταστημάτων απασχολούσαν έντονα τον Νίκο Κοεμτζή. Τόσο όταν βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα, όσο κι όταν έστησε το τραπεζάκι του κι άρχισε να πουλάει την αυτοβιογραφία του για να ζήσει. Ήταν στιγματισμένος και κυρίως ένιωθε στιγματισμένος. Δυσκολεύτηκε να βρει εργασία και επιβίωνε μόνο με τα έσοδα του βιβλίου του. Είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα σωφρονισμού.
Ο καθηγητής εγκληματολογίας Νέστορας Κουράκης, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Κοεμτζή -που έγινε με πρωτοβουλία του Γιώργου Λιάνη, του Παύλου Τσίμα και του Διονύση Σαββόπουλου και με σκοπό να του δοθεί άδεια μικροπωλητή- είχε εξηγήσει ότι οι 4 στους 5 αποφυλακισμένους υποτροπιάζουν και οδηγούνται ξανά στη φυλακή στα επτά χρόνια της ελευθερίας τους. Ο σωφρονισμός ολοκληρώνεται με την επάνοδο και την πλήρη επανένταξη, όχι με το αποφυλακιστήριο. Επιτυγχάνεται μέσα στην κοινωνία με τη βοήθεια της κοινωνίας. Η αρωγή των φορέων του κράτους είναι ο βασικότερος παράγοντας.
«Μέσα στη φυλακή συναντάς ειδών – ειδών ανθρώπους, υπάρχουνε οι ευαίσθητοι και οι αναίσθητοι. Οι πιο πολλοί από τους ευαίσθητους ψάχνουνε να βρούνε μια σανίδα σωτηρίας. Οι αναίσθητοι πάλι έχουνε πωρωθεί και κοιτάζουνε πώς να περάσουν την ημέρα τους με το χάχα – χούχα. Είναι σαν τα ζώα και οι πιο πολλοί κοιτάζουνε, όταν βλέπουνε κανέναν μικρό να πέφτει στη φυλακή για πρώτη φορά, να τον κάνουνε σαν τα μούτρα τους, ανήθικο και πωρωμένο, να μη σέβεται καμία απολύτως ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Με μια λέξη, ρουφιάνοι είναι, μπινέδες είναι, παιδεραστές είναι, όλα τα κακά επάνω τους τα έχουνε. Γι’ αυτό θα ήταν σωστό το Υπουργείο Δικαιοσύνης να μη βάζει τους υπότροπους κρατούμενους με τους πρωτάρηδες, γιατί ένα εβδομήντα πέντε τοις εκατό των υπότροπων είναι πωρωμένοι», έγραψε ο Νίκος Κοεμτζής και αυτή ήταν μία από τις προτάσεις του, προκειμένου να προστατευθούν οι νέοι στις φυλακές.
«Στη φυλακή δεν είναι εύκολο να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους»
Το OneMan ζήτησε τη συμβολή της ψυχολόγου, Παναγιώτας Παπαδάκη, η οποία στη διάρκεια της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας έχει διενεργήσει συνεδρίες ατομικές και ομαδικές στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα φυλακών του Κορυδαλλού. Η κ. Παπαδάκη έχει έρθει σε επαφή με κρατουμένους που οι ίδιοι ζήτησαν ψυχολογική υποστήριξη και με τη βοήθειά της θα αγγίξουμε κάποιες πτυχές του φαινομένου της υποτροπής στην παραβατική συμπεριφορά και στον εκ νέου εγκλεισμό ανθρώπων που έχουν αποφυλακιστεί.
«Οι άνθρωποι που σημείωναν ότι θέλουν να δουν κάποιον ψυχολόγο στη φυλακή, αυτό που χρειάζονταν ήταν να δουν κάποιον να τους ακούσει. Να έρθουν σε επαφή με κάποιον, ο οποίος δεν είναι κρατούμενος. Να ειπωθεί και να ακουστεί η ιστορία του ή και τα συναισθήματά του. Στη φυλακή δεν είναι εύκολο να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους. Βρίσκονται σε έναν χώρο με πολλούς ανθρώπους σε συνθήκες κράτησης. Έχουν πολύ συγκεκριμένες ώρες που μπορούν να κάνουν πράγματα -εφόσον το επιλέξουν- και κατά βάση βρίσκονται στα κελιά τους.
Bρισκόμουν περισσότερο στις φυλακές αντρών. Eκανα επισκέψεις και σε φυλακές γυναικών. Δειγματοληπτικά, περισσότεροι ήταν οι άντρες, αλλά οι φυλακές των αντρών είναι για πολύ περισσότερα άτομα. Μια μητέρα κρατούμενη, η οποία δεν μπορεί να δει το παιδί της βιώνει κάτι πολύ δύσκολο, πολύ ψυχοφθόρο ιδιαίτερα.
Έχει μέσα της περισσότερα προβλήματα και εντάσεις. Υπάρχουν περιστατικά μανάδων που θέλουν πάρα πολύ να βγουν έξω. Δεν θέλουν να χάσουν την επαφή με το παιδί. Η κοινωνική πρόνοια και πολλοί οργανισμοί παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Όπως επίσης η ποινή της, το πού βρίσκεται, η ευημερία του παιδιού, για ποιο αδίκημα ή έγκλημα βρίσκεται στη φυλακή».
«Ο εγκλεισμός οδηγεί σε ιδρυματισμό, στην απόλυτη εξάρτηση του ατόμου από τη φυλακή»
Η κ. Παπαδάκη εστίασε στις περιπτώσεις των ανθρώπων που πράττουν ένα αδίκημα προκειμένου να επιστρέψουν στην φυλακή.
«Ο εγκλεισμός οδηγεί σε ιδρυματισμό, στην απόλυτη εξάρτηση του ατόμου από τη φυλακή. Στο πλαίσιο του εγκλεισμού το πρώτο που χάνει ο κρατούμενος είναι ελευθερία του. Αυτό που έχω δει είναι μέσα σε ένα χρόνο να υπάρχει ριζική αλλαγή στην εμφάνιση ενός ατόμου. Ριζικότατη.
Να είναι ένα παιδί 22 ετών και να φαίνεται 32. Να έχει κουρευτεί γουλί. Να μην είχε τατουάζ και να έχει γεμίσει. Ο εγκλεισμός προκαλεί διάφορα στο εκάστοτε άτομο. Πρώτο είναι το πρώιμο γήρας, το δεύτερο είναι οι σεξουαλικές διαταραχές, η συναισθηματική αδιαφορία. Δεν έχει πλέον επαφή με τον έξω κόσμο σε πολύ μεγάλο βαθμό. Γίνεται να προκληθεί ο ιδρυματισμός και σε μικρές ποινές, δεν χρειάζεται να είναι μεγάλες».
Το στίγμα, ο φόβος ότι δεν θα καταφέρουν να επανενταχθούν στην κοινωνία, ότι δεν θα πάρουν πίσω τη ζωή που έχασαν είναι σκέψεις που οδηγούν τους αποφυλακισμένους σε νέα αδικήματα προκειμένου να επιστρέψουν στη φυλακή.
«Πολλοί επειδή δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν και να ενσωματωθούν στην έξω ζωή, έπεσαν στην παγίδα να διαπράξουν εγκλήματα με σκοπό να επιστρέψουν στη φυλακή. Αυτό το συναντάμε σε έρευνες. Πολλοί κρατούμενοι έχουν αναφέρει σε ψυχολόγους, αλλά και στις δικές μας συνεδρίες το φόβο που τους διακατέχει: “Τι θα κάνω όταν βγω;”, “Πώς θα με αντιμετωπίσει η κοινωνία;”. Φοβούνται. Το έχουν δει, το έχουν ακούσει, το έχουν διαβάσει.
Φοβούνται ότι δεν θα καταφέρουν να προσαρμοστούν. Περισσότερο φοβούνται ότι δεν θα καταφέρουν να γυρίσουν στην πρότερη ζωή τους. Ότι δεν θα μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν. Υπάρχει το στίγμα. Έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο στις φυλακές και πιστεύουν ότι ελεύθεροι και εκτός φυλακής δεν θα καταφέρουν να ενσωματωθούν στην κοινωνία.
Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια ψυχικής διεργασίας από τα οποία πρέπει να περάσει, για να μετανιώσει για τις πράξεις του (όχι απαραίτητα για αδικήματα), να λάβει αποφάσεις. Αυτό φαίνεται στην πράξη και στον τρόπο, με τον οποίο θα επιλέξει ζει στη συνέχεια. Χρειάζεται και πολλή προσωπική δουλειά από κάποιον. Πρέπει να είναι έτοιμος να μπει σε αυτή τη διαδικασία.
Για παράδειγμα, δεν ήταν όλοι οι κρατούμενοι έτοιμοι. Ήξεραν ότι μπορούν να ζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη και πολλές φορές δεν ήξεραν για ποιο λόγο τη ζητάνε ή μπορεί να πίστευαν ότι μπορούμε να τους βοηθήσουμε φτιάχνοντας κάποια χαρτιά. Άλλοι, ήθελαν να ακουστούν και να μιλήσουν και να δουν κάποιον άνθρωπο που είναι εκτός φυλακής, που δεν έχει σχέση με την καθημερινότητα της φυλακής. Είναι πολύ μεγάλη ανάγκη αυτή. Χρειάζονται την επαφή με τον κόσμο εκτός της φυλακής».
Υπάρχουν άνθρωποι που δείχνουν ειλικρινή μεταμέλεια και κάποιοι που πιστεύουν ότι παρά το έγκλημα ή το αδίκημά τους είχαν δίκιο. Άλλοι, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι έκαναν.
«Κατά βάση η φυλακή έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο στόχος της σωφρονιστικών καταστημάτων. Έτσι ξέρουμε. Σε αυτό υποτίθεται στοχεύουν οι φυλακές, στο σωφρονισμό. Στην κοινωνία υπάρχει η αντίληψη ότι είναι τιμωρητική η φυλακή.
Αυτό που στερεί είναι η ελευθερία σε όσους έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα, έχουν κάνει κάτι άσχημο και δεν είναι σε θέση να είναι έξω στην κοινωνία. Στις φυλακές μπορούν να εργαστούν, να πάνε σχολείο, στη βιβλιοθήκη, υπάρχουν οι κοινωνικοί λειτουργοί τούς βοηθάνε με τα χαρτιά τους, όσοι το επιθυμούν έχουν ψυχολογική υποστήριξη.
Υπάρχουν τρόποι, με τους οποίους ο κάθε κρατούμενος μπορεί να περάσει την ώρα του, να μάθει πράγματα, να κάνουν κάτι που ίσως πριν δεν έκανε. Δίνονται κάποιες ευκαιρίες αρκεί να θέλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Είναι συχνό το φαινόμενο το σχολείο και η εργασία να λειτουργούν ως κίνητρο για τη μείωση της ποινής ή για μια άδεια. Είναι σημαντικό για κάποιον που θέλει να επιστρέψει στην κοινωνία, να πάει -για παράδειγμα- στο σχολείο όχι με αυτοσκοπό την άδεια.
Έχω δει ανθρώπους που κατάλαβαν τι λάθος έκαναν και ήθελαν να το διορθώσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Δεν το αντιλαμβάνονται πάντα. Εξαρτάται από το αδίκημα που έχουν διαπράξει και από το αν έχουν γνώση τι έχουν κάνει, αν το δέχονται. Αν δέχονται ότι έχουν κάτι κακό σε κάποιον άλλον άνθρωπο ή στην κοινωνία.
Ακόμα και όταν διαπράξεις κάτι εν βρασμώ ψυχής, ενώ δεν είχες δώσει δικαιώματα πριν, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί να συνειδητοποιήσεις τι διέπραξες και τελικά να μην έχεις τύψεις, να μην έχεις συνειδητοποιήσει το μέγεθος της πράξης σου. Μπορεί να έχεις κάνει κάτι εν βρασμώ ψυχής, αλλά να θεωρείς -για παράδειγμα- ότι είχες δίκιο. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική. Η περίπτωση των καταθλιπτικών ασθενών που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής ελέγχεται και παρακολουθείται από το ψυχιατρείο. Υπάρχουν κρατούμενοι με κατάθλιψη”.
«Είναι πιο εύκολο να μην υποτροπιάσει κάποιος ή να είναι μικρότερες οι πιθανότητες υποτροπής, αν επανενταχθεί γρήγορα στην κοινωνία»
Σε ερευνητική έκθεση της ΕΠΑΝΟΔΟΥ (Ν.Π.Ι.Δ.), η οποία εστιάζει στη μετασωφρονιστική μέριμνα, αναφέρεται ο απόλυτος συσχετισμός της επανένταξης και της αποφυγής της υποτροπής με τη στέγαση. Το 49% των ανθρώπων που έζησαν εκ νέου τον εγκλεισμό ήταν φιλοξενούμενοι και το 20% άστεγοι στη μελέτη του 2014 και στην αντίστοιχη έρευνα του 2016 το 31% ήταν φιλοξενούμενοι, το 18% άστεγοι και ένα 15% διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία.
Η στέγαση και η άμεση εύρεση εργασίας μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά από μία νέα παραβατική πράξη. Ωστόσο, το ποινικό μητρώο στιγματίζει, κλείνει πόρτες εργασίας, λειτουργεί αποτρεπτικά για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
«Είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπάρχει ένα πλαίσιο υποστήριξης για τους ανθρώπους που αποφυλακίζονται. Είναι το πρώτο. Πρέπει να έχεις ανθρώπους που να μπορείς να μιλήσεις, να εμπιστευτείς, να σε βοηθήσουν σε αυτή τη διαδικασία. Η εργασία είναι σημαντική, επειδή σχετίζεται με το βιοπορισμό τους και για να μάθουν εκ νέου να λειτουργούν στο πλαίσιο της κοινωνίας.
Κατανοώ ότι ένας εργοδότης έχει στο μυαλό του την εμπιστοσύνη και ότι είναι διστακτικός. Το κατανοώ. Παρόλα αυτά δεν ξέρουμε τι θα μπορούσε να συμβεί με οποιονδήποτε άνθρωπο. Ωστόσο, θα μπορούσαμε με κάποιες προϋποθέσεις με τις οποίες αισθανόμαστε κι εμείς ασφαλείς και καλά, να δώσουμε μία ευκαιρία. Να δώσουμε σε έναν άνθρωπο το χρόνο και την καθοδήγηση. Να δούμε αν αυτός ο άνθρωπος εργάζεται σωστά και δεν υπάρχει πρόβλημα γιατί να μην εξακολουθήσει αυτός ο άνθρωπος να δουλέψει για εμάς;
Ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης με κρατική μέριμνα θα βοηθούσε, από το να ψάχνει κάποιος για δουλειά μόνος του. Παίζει ρόλο και ο χρόνος της επανένταξής του στην αποφυγή της υποτροπής. Είναι πιο εύκολο να μην υποτροπιάσει κάποιος ή να είναι μικρότερες οι πιθανότητες υποτροπής, αν επανενταχθεί γρήγορα στην κοινωνία. Σημαντικό είναι επίσης να έχει ψυχική αντοχή, να υπάρχει ένα κοινωνικό/οικογενειακό και γενικότερα υποστηρικτικό πλαίσιο».
Οι αποφυλακισμένοι έχουν να αντιμετωπίσουν και γραφειοκρατικά εμπόδια, ξέχωρα από το στίγμα και την εμπιστοσύνη που παλεύουν να ξανακερδίσουν ώστε να γίνουν και πάλι μέλη της κοινωνίας.
Η επιστροφή στις φυλακές είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Η πρόληψη της υποτροπής, η αποφυγή της είναι πολυπαραγοντική. Η πρόληψη αγγίζει τον κοινωνικό τομέα, τον νομικό, τον ψυχολογικό, το ίδιο το κράτος, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι φυλακές που δεν έχουν χώρους για τους κρατούμενους κ.α.
Ακουμπάει σε πολλούς φορείς και θα ήταν ιδανικό να συνεργαστούν επιτέλους όλοι οι αρμόδιοι φορείς. Δεν είναι καθόλου βοηθητικό, ειδικά για κάποιον που έχει αποφυλακισθεί να πετάγεται σαν μπαλάκι από φορέα σε φορέα για να βρει μια άκρη. Τη στιγμή μάλιστα που είναι βασικό να επανενταχθεί στην κοινωνία γρήγορα, ώστε να μην επιστρέψει εκεί που ήταν πριν.
Υπάρχουν πάρα πολλά τρέχοντα θέματα, από τη στιγμή που βγαίνει κάποιος από τη φυλακή. Η στέγη, το υποστηρικτικό πλαίσιο, αν έχει οικογένεια, αν δεν έχει. Υπάρχουν και περιπτώσεις που η οικογένεια τούς γυρίζει την πλάτη».
Η κ. Παπαδάκη μάς θύμισε εύστοχα τον εγκλεισμό της πανδημίας, τα προβλήματα που προκάλεσε και το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουμε συνέλθει απόλυτα από τη δύσκολη συνθήκη που βιώσαμε. Γίναμε κοινωνικά αδέξιοι και δυσκολευτήκαμε να ανακτήσουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις. Ο παραλληλισμός αυτός ίσως μάς βοηθήσει να αντιληφθούμε πόσο πιο δύσκολη είναι η επάνοδος στην κοινωνία ενός ανθρώπου που έζησε ένα μέρος της ζωής του στη φυλακή.
«Είναι αλήθεια ότι γενικότερα οι σχέσεις εμπιστοσύνης φθήνουν. Σκεφτείτε ότι περάσαμε δύο χρόνια εγκλεισμού κι εμείς που δεν είμαστε κρατούμενοι. Ήμασταν στα σπίτια μας. Δεν βγαίναμε και έπρεπε να δίνουμε αναφορά στο κράτος για το πού θα πάμε. Σκεφτείτε τις συνέπειες που είχε αυτό σε μας. Πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τις κοινωνικές επαφές τους, έχουν δυσκολία ακόμα λαο στο να αγκαλιάζονται. Ήμασταν έγκλειστοι για πολύ καιρό. Ήμασταν και είμαστε φοβισμένοι. Σκεφτείτε ότι μπαίνετε σε ένα τρένο και ακούτε κάποιον να βήχει. Δεν έχουν φύγει αυτά από μέσα μας. Αυτό μας κάνει κοινωνικά αδέξιους. Πρέπει να το μάθουμε από την αρχή».
Σαν βγω από αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει…