Η καθημερινότητα ενός κοινωνικού λειτουργού στην Ελλάδα
Η Ευγενία Αθανασοπούλου, Κλινική Κοινωνική Λειτουργός της ΕΠΑΨΥ «ΠΝΟΕΣ Ath» και ο Αναστάσιος Υφαντής, Επιχειρησιακός Διευθυντής των Γιατρών του Κόσμου, μιλούν για τις προκλήσεις του επαγγέλματος και την αναγκαιότητα για κοινωνική αλλαγή.
- 13 ΣΕΠ 2024
«Δεν θέλω να μου λένε ότι κάνω λειτούργημα, γιατί αυτομάτως το αναγάγω σε κάτι πολύ πιο σημαντικό κι έχω τόσες προσδοκίες που το κάνουν πιο δύσκολο. Και στην πραγματικότητα όλοι έχουν δυσκολίες στις δουλειές τους. Όταν βέβαια έχεις να κάνεις με ανθρώπους και είσαι ευαισθητοποιημένος, προσπαθείς να βοηθήσεις όσο περισσότερο μπορείς.
Και πολλές φορές κάνεις έναν φαύλο κύκλο, πηγαίνοντας πίσω στο αρχικό πρόβλημα», λέει η Ν. Δ. κοινωνική λειτουργός με εργασιακή εμπειρία σε δομές αστέγων και τοξικοεξαρτημένων ατόμων, για να καταλήξει: «Σίγουρα βέβαια είναι οι εικόνες που βλέπουμε ως κοινωνικοί λειτουργοί είναι αρκετά σκληρές και ξέρεις αναρωτιόμαστε συχνά τι τις κάνουμε».
Τελικά τι σημαίνει να εργάζεσαι ως κοινωνικός λειτουργός στον τομέα της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα σήμερα;
«Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού είναι πολυεπίπεδος ανάλογα με τον τομέα που απασχολείται. Ένας κεντρικός στόχος του έργου μας είναι η υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων κάθε ατόμου/ωφελούμενου αξιοποιώντας κάθε είδους κοινωνικούς πόρους.
Λειτουργούμε ως συνοδοιπόροι, υποστηρίζοντας τα άτομα που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, προκειμένου να ανακτήσουν τη λειτουργικότητά τους και την ποιότητα ζωής που επιθυμούν για τους εαυτούς τους», εξηγεί η Ευγενία Αθανασοπούλου, Κλινική Κοινωνική Λειτουργός, MSc, που εργάζεται στον χώρο της ψυχικής υγείας και πιο συγκεκριμένα απασχολείται στη Μονάδα Έγκαιρης Παρέμβασης στην Ψύχωση της ΕΠΑΨΥ «ΠΝΟΕΣ Αth» όπου υποστηρίζει νέα άτομα, από 17 ετών και άνω, που βιώνουν για πρώτη φορά ψυχωτικό επεισόδιο.
Στον χώρο αυτό, οι κοινωνικοί λειτουργοί είναι μέλη μιας διεπιστημονικής ομάδας που αποτελείται και από άλλες ειδικότητες (ψυχίατροι, ψυχολόγοι, νοσηλευτές, ομότιμοι συμπαραστάτες). Αυτό σημαίνει ότι από κοινού με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας επιδιώκουν την αντιμετώπιση των δυσκολιών των ατόμων που βιώνουν για πρώτη φορά ψυχωσικά συμπτώματα (ιδέες που διαστρεβλώνουν σημαντικά τον τρόπο που ένα άτομο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα).
«Οι κοινωνικοί λειτουργοί εστιάζουμε στην ενδυνάμωση των ωφελούμενων ως προς την ενεργή συμμετοχή τους σε κοινοτικές δράσεις και δραστηριότητες. Παράλληλα συνεργαζόμαστε με το περιβάλλον του ατόμου που βιώνει δυσκολίες ψυχικής υγείας με στόχο την ανάπτυξη λειτουργικών και υποστηρικτικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Σημαντική είναι η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινότητας για ζητήματα σχετικά με την ψυχική υγεία και ειδικότερα την ψύχωση προκειμένου να αντιμετωπιστεί το στίγμα σχετικά με την ψυχική νόσο», τονίζει η κ. Αθανασοπούλου.
Για την ίδια, ο χώρος της ψυχικής υγείας έχει αρκετές προκλήσεις για έναν κοινωνικό λειτουργό. Καθημερινά καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα που σχετίζονται τόσο με την πολυπλοκότητα των περιστατικών όσο και με τη στήριξη και συνεργασία με τις υπόλοιπες δομές. «Οι κυριότερες προκλήσεις που ερχόμαστε αντιμέτωποι σχετίζονται με την έλλειψη κρατικών υποδομών και τον κατακερματισμό των υπηρεσιών και μονάδων κοινωνικής υποστήριξης.
Οι ανάγκες στον χώρο της ψυχικής υγείας είναι μεγάλες ενώ οι δομές είναι λίγες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα για επαρκή υποστήριξη και πρόσβαση στις υπηρεσίες. Ακριβώς λόγω του όγκου εργασίας και της απουσίας ενός ενιαίου κεντρικού συντονισμού, δεν είναι πάντα εφικτό το άνοιγμα και η σύνδεση των δομών μεταξύ τους με αποτέλεσμα συχνά να λειτουργούν αποκομμένα και αποσυνδεδεμένα».
Για τον Αναστάσιο Υφαντή, Επιχειρησιακό Διευθυντή των Γιατρών του Κόσμου Ελλάδας και κοινωνικού λειτουργού με μεταπτυχιακή κατάρτιση στους τομείς της Δημόσιας Υγείας, της Διαχείρισης Κρίσεων, της Διακυβέρνησης και της Δημόσιας Πολιτικής, «οι βασικές προκλήσεις σε μικρό επίπεδο αφορούν την ομαλή υλοποίηση του εκάστοτε πλάνου υποστήριξης είτε αυτό αφορά τη φροντίδα υγείας, είτε την επείγουσα στέγαση, είτε την κοινωνική ένταξη».
«Σε μέσο και μάκρο επίπεδο αυτές οι προκλήσεις συνδέονται με τα εμπόδια προσβασιμότητας σε υπηρεσίες, δικαιώματα και αγαθά λόγω της γραφειοκρατικής αντίστασης ή των διαχρονικών ελλειμμάτων κοινωνικής πολιτικής της πολιτείας, στην περίπτωση της Ελλάδας. Επίσης, τροχοπέδη αποτελεί η έλλειψη κουλτούρας ως προς τον ρόλο που συντελούν οι κοινωνικές υπηρεσίες. Πολύ συχνά συναντάμε στις κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων και των κρατικών δομών κοινωνικής φροντίδας την υποστελέχωση ή την έλλειψη τεχνικής επάρκειας, αρκετά στελέχη των κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι κοινωνικοί λειτουργοί και πολύ συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν κατάλληλα στα αιτήματα των πολιτών».
Τονίζει ότι οι Γιατροί του Κόσμου ενσωματώνουν στα έργα και στις δράσεις τους την παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής μέριμνας. Ειδικότερα, «στα στεγαστικά προγράμματα και στα ανοιχτά πολυϊατρεία ο ρόλος των κοινωνικών υπηρεσιών είναι κομβικός, αφού οι εκπαιδευμένοι κοινωνικοί λειτουργοί είναι επιφορτισμένοι με το συνολικό case management προς επίρρωση των αιτημάτων των εξυπηρετούμενων ατόμων».
«Ο τρόπος λειτουργίας αυτών των υπηρεσιών είναι συμπεριληπτικός και συμμετοχικός, καθώς περιλαμβάνει την αρχή του “δουλεύουμε μαζί για την αλλαγή”, η οποία περιλαμβάνει την αποδοχή άνευ όρων των εξυπηρετούμενων, τη μη κριτική στάση, την κοινωνική συμβουλευτική και συνηγορία σε πρακτικό, καθημερινό επίπεδο, τη διεπιστημονική συνεργασία και τη συνδιαμόρφωση των κατάλληλων ενεργειών για τη βέλτιστη υποστήριξη των αιτημάτων», αναλύει ο κ. Υφαντής.
Επισημαίνει ότι η δημιουργία αρκετών νέων στεγαστικών δομών τα τελευταία 10 έτη τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια, καθώς και η οργάνωση ενός ενιαίου συστήματος υποδοχής και ασύλου «έχει συμβάλει σαφέστατα στη βελτίωση του φαινομένου των αστέγων και σε αυτό πρέπει να σημειωθεί πως καθοριστικός παράγοντας είναι η συνέχιση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, όπως τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ+) Υπνωτήρια Αστέγων, Κέντρα Ημέρας, Κοινωνικά Συσσίτια και του Ταμείου για το Άσυλο, τη Μετανάστευση και την Ένταξη (ΤΑΜΕ) πχ. Κέντρα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων».
«Ωστόσο, το γεγονός της διαθεσιμότητας των χρηματικών πόρων δεν σημαίνει αυτόματα και επίλυση των προβλημάτων. Διαχρονικά ζητήματα που αφορούν την πλαισίωση και ένταξη μοναχικών ατόμων με ευαλωτότητα και πολλαπλά προβλήματα, τα οποία διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς και διαχειριστικά ζητήματα συνεχίζουν να εντείνουν το φαινόμενο της αστεγίας.
Καθημερινά, στα μεγάλα αστικά κέντρα, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη αρκετές δεκάδες αστέγων βρίσκονται σε ανάγκη άμεσης βοήθειας. Πολύ συχνά μας καλούν πολίτες για περιπτώσεις άστεγων ανθρώπων που δεν επιθυμούν να λάβουν βοήθεια από τους οικείους δήμους ή να στεγαστούν σε κάποια από τις διαθέσιμες δομές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι υποχρέωση των κοινωνικών υπηρεσιών να χτίσουν νέες γέφυρες επικοινωνίας και εμπιστοσύνης γιατί πολύ συχνά τα άστεγα άτομα είναι απογοητευμένα από τη λειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών που συνήθως τις συναντάμε να είναι γραφειοκεντρικές παρά ανθρωποκεντρικές. Αυτό προσπαθούμε διαχρονικά να προάγουμε ως Γιατροί του Κόσμου, στο επίκεντρο της λειτουργίας μας οργανωσιακά και επιχειρησιακά είναι πάντα ο άνθρωπος, μαζί με αυτόν και για αυτόν διεκδικούμε την κοινωνική αλλαγή».
Η κ. Αθανασοπούλου σημειώνει ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί και ένα κράτος πρόνοιας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Για την ίδια, η έλλειψη δομών, η ελλιπής στελέχωση των υπαρχουσών υπηρεσιών καθώς και η μη ενίσχυση προγραμμάτων που οδεύουν στην κινητοποίηση και εξέλιξη των ωφελούμενων δυσχεραίνουν την αναγνώριση της στήριξης του κράτους προς τους κοινωνικούς λειτουργούς. «Συχνά καλούμαστε να διαχειριστούμε τόσο εμείς ως επαγγελματίες όσο και οι ωφελούμενοι τη ματαίωση που φέρει η έλλειψη της επαρκούς κοινωνικής υποδομής».
«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερη διατύπωση τι κάνει το κράτος για να απαντήσει στις ανάγκες της κοινωνίας, ειδικότερα στους τομείς παιδικής προστασίας, ανακουφιστικής φροντίδας, ισότητας των φύλων, του δημογραφικού ζητήματος, της κοινωνικής προστασίας και της ένταξης των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων και των ειδικών πληθυσμών. Σε κάποιους τομείς υπάρχει σίγουρα βελτίωση, σε άλλους όχι.
Εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση και προτεραιοποίηση στην κυβερνητική ατζέντα για τα θέματα κοινωνικής συνοχής, τότε ο ίδιος ο κυβερνητικός σχεδιασμός οφείλει να θέτει σε πρώτο πλάνο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων που ενέχουν τους κοινωνικούς λειτουργούς και αναδεικνύουν τη σημασία του επαγγελματικού τους ρόλου», προσθέτει ο κ. Υφαντής και συνεχίζει:
«Ταυτόχρονα όμως καθοριστικός είναι ο ρόλος των συλλογικών οργάνων, όπως του ΣΚΛΕ, αφού κάθε επαγγελματικός κλάδος οφείλει να διαπραγματεύεται συλλογικά με διαφάνεια και λογοδοσία το θέμα των συμβάσεων εργασίας αλλά και να διεκδικεί ουσιαστικές κοινωνικές πολιτικές για το κοινό καλό.
Η πολιτεία οφείλει να έχει έναν ρυθμιστικό και εποπτικό ρόλο ως προς την άσκηση των επαγγελματικών αρχών και του κώδικα δεοντολογίας και να δημιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας για την εφαρμογή των αρχών της Κοινωνικής Εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της συνέχισης ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Θα έλεγα τελικά πως η στήριξη διαχρονικά είναι βασική και παραμένει ζητούμενο ο ολοκληρωμένος κοινωνικός σχεδιασμός και το management με όρους Κοινωνικής Διοίκησης τόσο σε τοπικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο».
Έχει αυξηθεί η αναγκαιότητα για κοινωνική στήριξη στην Ελλάδα; «Όπως όλοι παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζονται και έρχονται στην επιφάνεια, όλο και περισσότερο, διάφορα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα. Συνεπώς, αναδύονται οι ανάγκες των ανθρώπων που ζητούν την κοινωνική υποστήριξη από το κράτος. Αυτό δε σημαίνει ότι στο παρελθόν δεν υπήρχανε ανάγκες για κοινωνική στήριξη.
Η διαφορά του τότε με το σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι οι ανάγκες των ανθρώπων είναι πολυδιάστατες και πολύπλοκες. Πλέον, οι άνθρωποι εκφράζουν πιο ανοιχτά τις ανάγκες τους, είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα με αποτέλεσμα να αποζητούν εντονότερα την κοινωνική υποστήριξη του κράτους», σχολιάζει η κ. Αθανασοπούλου.
Ο Αναστάσιος Υφάντης κλείνει με ένα περιστατικό – από τα πολλά της 15ετούς εμπειρίας του – με θετική έκβαση. «Μία περίπτωση που πρόσφατα επανήλθε στη μνήμη μου είναι αυτή μιας άστεγης γυναίκας η οποία δεν είχε συγγενείς και υποστηρικτικό δίκτυο, ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και αντιμετώπιζε αδιάγνωστο ογκολογικό πρόβλημα υγείας. Αυτή η γυναίκα βρισκόταν για αρκετές εβδομάδες σε ένα πάρκο στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Αττικής.
Μας ενημέρωσαν πολίτες για την αναγκαιότητα άμεσης βοήθειας αυτής της άστεγης γυναίκας και την ίδια εβδομάδα προγραμματίστηκε επίσκεψη με την ομάδα streetwork, αφού πρώτα επικοινωνήσαμε με την οικεία κοινωνική υπηρεσία του Δήμου. Όταν έγινε η πρώτη επαφή, διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα έχρηζε άμεσης νοσηλείας λόγω σημαντικής απώλειας βάρους, ενεργήσαμε με τη σύμφωνη γνώμη της για την κλήση του ΕΚΑΒ και στη συνέχεια διατηρώντας συστηματική επικοινωνία με την ίδια και το προσωπικό του νοσοκομείου συντονίσαμε την τοποθέτησή της στο Υπνωτήριο Αστέγων.
Μετά από εντατική δουλειά και συνεχείς προσπάθειες της κοινωνικής υπηρεσίας των Γιατρών του Κόσμου, ολοκλήρωσε τη θεραπεία της παράλληλα με τη διαδικασία πιστοποίησης αναπηρίας, και της απονεμήθηκε σύνταξη αναπηρίας. Εδώ και μερικά χρόνια η ίδια διατηρεί μόνη της ένα μικρό σπίτι, έχει εγγραφεί στις δράσεις του ΚΕΦΙ της περιοχής που κατοικεί και προσπαθεί να συνεχίζει τη ζωή της με αισιοδοξία».