Η ‘μπαγιατίλα’ του παλιού ελληνικού σινεμά για την οποία δε μιλάει κανείς
Οι ταινίες που θέλησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ‘μένουμε πάντα παιδιά’ μοιάζουν πιο ξεπερασμένες από ποτέ.
- 1 ΜΑΡ 2020
Ανήκουμε στη γενιά που ως παιδιά καθίσαμε στο πλευρό της γιαγιάς και του παππού, έχοντας ολοκληρώσει το διάβασμα για το τεστ στο ‘Εμείς κι ο Κόσμος’ και είδαμε παρέα το ‘Η Αλίκη στο Ναυτικό’, το ‘Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει’ και το ‘Τον Αράπη κι Αν τον Πλένεις’ (συχνά back to back), με την υπόσχεση πως στη συνέχεια θα ακολουθούσε βόλτα στο λούνα-πάρκ ή φαγητό μέχρι σκασμού σε κάποιο εντυπωσιακό fast food της γειτονιάς (συνήθως Goodys και ναι, ήταν πολύ εντυπωσιακά, εν έτει 1994). Στη συνέχεια, συνδέσαμε το παλιο ελληνικό σινεμά με την παιδική/προεφηβική ηλικία και το τοποθετήσαμε σε ένα βάθρο νοσταλγίας, για να μην το αγγίξει κανείς. Αν είδες κι εσύ 37 φορές την ΄Κόρη μου την Σοσιαλιστρια’ παρέα με τη γιαγιά σου, τότε κι εσύ αναγνώστη μου, δεν έχεις το θάρρος να αποκαθηλώσεις αυτή την ταινία και κάθε ταινία που προβλήθηκε στην εποχή της μεγάλης ακμής της Φίνος Φιλμ, από τα μέσα της δεκαετίας του 60 ως τα μέσα της δεκαετίας του 70, όταν μετρούσε αντίστροφα για την διάλυση της.
H περίπτωση της Αλίκης Βουγιουκλάκη
Ειπωθηκε στην συντακτική ομάδα του Oneman, πως ο μοναδικός που έχει τολμήσει να μιλήσει με αρνητικούς χαρακτηρισμούς για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ήταν ο ‘Εθνικός Σταρ’, Ανδρέας Ευαγγελόπουλος. Πρόκειται για την πρωταγωνίστρια των πιο εμπορικών ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του `60 και του `70, όπως ‘η ‘Νεράιδα και το Παλικάρι’ (625.000 εισιτήρια), ‘Το Πιο Λαμπρό Αστέρι’ (652.000), ‘Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μαλλιά’ (739.000), ‘Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μαλλιά’ (751.117). Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη κατάφερε να γίνει ένας θρύλος του σινεμά παίζοντας κυρίως, τον εαυτό της. Η ιστορία όμως έδειξε ότι δεν κατάφερε με αξιώσεις κάτι περισσότερο από αυτο. Παρακολουθώντας σήμερα τις ερμηνείες της σε κωμικές και δραματικές ταινίες, μου προκαλεί από γέλιο μέχρι τρόμο η τρομερή ένταση που έδινε σε κάθε γκριμάτσα χαράς, σε κάθε μορφασμό πόνου, σαν να προσπαθούσε να βγάλει το brand της πάνω από κάθε πιθανό και απίθανο χαρακτήρα.
Ο ‘προβοκάτορας’ Γιάννης Δαλιανίδης
To ‘Μερικοί το Προτιμούν Κρύο’ ήταν μια διασκευή των αμερικανικών μιούζικαλ της δεκαετίας του`60, το ‘Ραντεβού στον Αέρα’, οι ‘Θαλασσιές οι Χάντρες’ ακολούθησαν τη ίδια μόδα: Μια μεταφορά του φορμάτ του αμερικάνικου μιούζικαλ σε μια ελληνική φολκλορ φαντασίωση. Στη συνέχεια ο Γιάννης Δαλιανίδης έκανε τα ‘Τσακάλια’ και δημιούργησε μια νέα τάση, αυτή της αυτό-ενοχοποίησης της νεολαίας: Είσαι νέος; Ζεις στην Αθήνα; Παίρνεις ναρκωτικά; Εσύ φταις για όλα! Εσύ δεν άκουσες ποτέ τι σου είπαν οι γονείς σου. Για τον Γιάννη Δαλιανίδη και τους νεαρούς πρωταγωνιστές των ταινιών του, η ζωή στα 60s (παραμονές Χούντας και κατά τη διάρκεια αυτής) ήταν ένα μαγικό ταξίδι χορού και νταλκά και μεσογειακών μπαλέτων, ενώ στα 80s (όλως τυχαίως με την επαναφορά της Δημοκρατίας και την εκλογή του ΠΑΣΟΚ), οι νέοι ήταν παραστρατημένοι, άμυαλοι, κακομαθημένα παιδιά που έφευγαν από την πατρική στέγη και ενίοτε κατέληγαν στον θάνατο.
Ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα, μια ζόμπι καρικατούρα
Το χιούμορ είναι μια συνθήκη που επηρεάζεται άμεσα από τις συνθήκες του κοινωνικού διαλόγου κάθε εποχής. Τουτέστιν, το να βλέπεις τον Κώστα Βουτσά με blackface το 1973, να υποδυεται το φτωχό παλικάρι που προσπαθεί να μπει στην οικία της πλούσιας οικογένειας για να κερδίσει το κορίτσι που αγαπά, ενδεχομένως να ήταν κάτι πραγματικά αστείο. Αντίστοιχα και η εικόνα του Σταύρου Παράβα στις αρχές των `70s ως ‘ντιντή’ και ‘ντιγκιντάνγκα’ (με κάποιες σπουδαίες ταινίες στα 80s-90s) μπορεί και να έμοιαζε αστεία, σε μια κοινωνία θεατών που πάθαινε τρόμο μόνο στην ιδέα του να έχει στην ευρύτερο κύκλο της κάποιον ομοφυλόφιλο ή κάποιο πρόσωπο μη καυκασιανής επιδερμίδας.
Στις περιπτώσεις των δραματικών ταινιών από την άλλη πλευρά, η εικόνα του Βασιλάκη Καίλα να πλένει τα παπούτσια διάφορων χαρτογιακαδων (τι ωραία 60`s λέξη!) ή εκείνη του Νίκου Ξανθόπουλου να αγωνίζεται να βγάλει τον επιούσιο για να επιβιώσει εκείνος και ‘η φουκαριάρα η μάνα του’ σίγουρα θα σκόρπιζαν ποτάμια δακρύων στους θεατές των κινηματογράφων πριν από 60 χρόνια. Φιγούρες όπως η Τασσώ Καββαδία, ο Σπύρος Καλογήρου, ο Χρήστος Τσαγανέας και ο Αρτέμης Μάτσας υπήρξαν πιο μοχθηροί ‘κακοί’ κι από τον Dr.Evil του Austin Powers: Μπορούμε να αφήσουμε τη στερεοτυπική ζωή των χαρακτήρων που υποδύθηκαν, να αναπαυθεί στο βασίλειο της αγίας 60`s καρικατούρας, μαζί με όλα τα παραπάνω στερεότυπα που περιγράψαμε.
Θανάσης Βέγγος, Δημήτρης Χόρν,Τζένη Καρέζη και άλλοι νικητές της διαχρονικότητας
Προφανώς αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να αποκηρύξει τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο στο σύνολο του, διότι λίγο μετά το τέλος της χούντας, υπήρξε και μια μορφή ακατέργαστης κωμωδίας, οι τσόντες με τον Κώστα Γκουσγκούνη.
Όχι, η συζητήση παρεκτράπηκε, πάμε ξανά:
Προφανώς αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να αποκηρύξει τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο στο σύνολο του, διότι υπήρξαν και αρκετοί ηθοποιοί/δημιουργοί που κατάφεραν να κερδίσουν το στοίχημα της διαχρονικότητας με τις ταινίες τους: Προσωπικές μου αδυναμίες είναι ο Θανάσης Βέγγος με το αντιπολεμικό κομψοτέχνημα ‘Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση;’ και ένα σωρό εμφανίσεις σε σινεμά και τηλεόραση ως το τέλος της ζωής του, που κυμάνθηκαν από το αξιοπρεπές (Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου) ως το αριστούργημα (Όλα Είναι Δρόμος, Ψυχή Βαθιά).
Ο Δημήτρης Χορν ήταν ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να έχει παίξει στο υψηλότερο επίπεδο του ιταλικού, του γαλλικού, του αμερικάνικου σινεμά, ένας βιρτουόζος της τραγικωμωδίας, του οποίου το ‘Μιά Ζωή την Έχουμε’ παραμένει ένα διαμάντι για ρομαντικούς τρελούς.
Η Τζένη Καρέζη του ‘Une balle au cœur’ (Μια Σφαίρα στην Καρδιά), της ‘Λόλας’ και των ‘Κόκκινων Φαναριών’, ενσάρκωσε την femme fatale, ένα μοιραίο κορίτσι με ευαίσθητη καρδιά και συνεχίζει μέχρι σήμερα να πείθει και να συγκινεί. Επίσης, ας το παραδεχτούμε, αυτή η ατάκα του Χρόνη Εξαρχάκου, θα βγάζει γέλιο στον αιώνα τον άπαντα, απλά γιατί ο ίδιος ήταν ένας φανταστικός κωμικός performer.
Τελικά πως προχωράμε;
Όπως είπαμε και παραπάνω, οι εποχές αλλάζουν, το ίδιο και το κοινωνικό υπόβαθρο υπό το οποίο επεξεργαζόμαστε μια πληροφορία μυθοπλασίας: Ό χαρακτήρας του ‘Γιάννη’ στους ‘Απαράδεκτους’ της Δήμητρας Παπαδοπούλου, μπορεί να ήταν ένα μεγάλο update, σε σχέση με τις καρικατούρες α λα Παράβας, τους παρελθόντος, ένας ομοφυλόφιλος που έστω και έμμεσα προσδιόριζε τη σεξουαλικότητα του με κάποιο θάρρος. Και πάλι όμως σήμερα, ο ‘Γιάννης’ είναι μια φανταχτερή καρικατούρα που – δεν – προκαλεί γέλιο με τις διακριτικά καλιαρντή περσόνα του. Η Αλίκη υποδυόμενη την Αλική, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ ως ο ‘Δημήτρη μου Δημήτρη μου, μου το ΄κλεισες το σπίτι μου’, η ατμόσφαιρα ‘Ένα, δυο, τρια, ωωωπ, το ριξα στο σορολοοπ’, οι περιπτώσεις ηθοποιών που αυτό-γελοιοποιήθηκαν ή/και μετατράπηκαν σε καρικατούρες κλαθμων και οδυρμων (Insert όποιο όνομα σας έρχεται στο μυαλό), είναι υλικά μιας μυθοπλασίας που έχει μπαγιατέψει επικίνδυνα και σήμερα δείχνει τουλάχιστον γραφική. Αν νοσταλγείς τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τότε μπορείς να δείς το update του, τον Γιάννη Μπέζο στο ‘Εκείνες κι Εγώ”. Είναι το ίδιο πράγμα. Μεταξύ μας, ήταν μια πετυχημένη μίμηση.
Αν νοσταλγείς την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Έλενα Ναθαναήλ, τον Άλκη Γιαννακά, τον Φαίδωνα Γεωργίτση (‘σαν την Λάσκαρη που ήταν το κρέιζι κορίτσι, θα σου κόψει το μουστάκι σαν του Φαίδωνος Γεωργίτση’ – βρειτε τον στίχο), τον Κώστα Μπάρκουλη, την Τασσω Καββαδία και τον Αρτέμη Μάτσα, τότε μάλλον έχεις καταφέρει με κάποιο τρόπο να ζεις στο 1969 και να κυκλοφορείς με παντελόνια καμπάνες και να αποφεύγεις σαν αιλουρος τους ασφαλίτες της Χούντας που θέλουν να σου κόψουν τα μαλλιά. Μεταξύ μας σε ζηλεύω λίγο, πρόκειται να ακούσεις φοβερή μουσική και να δεις σπουδαίες ταινίες τα επόμενα χρόνια.
***
Δέκα χρόνια μετά το τέλος του ‘Lost’, η ομάδα του Pop για τις Δύσκολες Ώρες επιστρέφει στο Νησί. Στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες, αναλύουμε την 3η σεζόν, θυμόμαστε τις δημοφιλέστερες θεωρίες της εποχής και διαλέγουμε τα 5 αγαπημένα μας επεισόδια από τη σεζόν.