Η πρώτη μας συναυλία με κορονοϊό: Ήταν ωραία στην Τεχνόπολη, ήταν ωραία
Τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, όμως Παύλος Παυλίδης και Φώτης Σιώτας βρήκαν και πάλι τον τρόπο να ταξιδέψουν το αμήχανο κοινό.
- 24 ΙΟΥΛ 2020
“Κάνε λίγο αριστερά και πάρ’ το όπως είσαι. Ώπα”, προτού προλάβει να ξεστομίσει τη τελευταία του φράση ο άνθρωπος απ’ το πάρκινγκ, είχαμε βγει, είχαμε πληρώσει και παίρναμε ήδη το δρόμο για την Τεχνόπολη. Ένας χρόνος χωρίς συναυλία, ήταν πολύς και κυρίως μακρύς και αλλόκοτος. Βάλε και την περιέργεια των νέων συνθηκών και του τι πάμε να δούμε και το κοκτέιλ περιέργειας και αναμονής, μας βάρεσε στο δόξα πατρί.
Το Γκάζι δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνες τις ένδοξες εποχές του, που δεν χωρούσες να περάσεις ούτε απ’ το πεζοδρόμιο και μια ξένη βουβαμάρα είχε πλέον κατοικήσει σ’ αυτή τη γωνιά της Αθήνας. Ούτε ουρές ανθρώπων να περιμένουν στην είσοδο, ούτε στριμωξίδια, ούτε καν αυτό το ατέλειωτο και άναρχο πακέτο ομιλιών από παρέα σε παρέα, που πλανάται πριν απ’ τα live στην Τεχνόπολη. Όλα αυτά τα πολύχρωμα και φανταχτερά που είχαμε συνηθίσει να ζούμε σε κάθε συναυλία, είχαν μπει στο πλυντήριο της κανονικότητας και βγήκαν γκρι, μουντά και αδιάφορα.
“Ποια μάσκα;” ήταν η αφιλτράριστη και ενστικτώδης απάντηση στο εν λόγω ερώτημα που δεχτήκαμε κατά την είσοδό μας και σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, μπήκαμε σαν μασκαφόροι στην πρώτη μας συναυλία εν μέσω κορονοϊού. Τα φώτα είχαν ήδη σβήσει, όμως οι καρέκλες που είχαν τοποθετηθεί με απόλυτη ακρίβεια αποστάσεων θύμιζαν περισσότερο θεατρική παράσταση στην επαρχία, παρά live του Παυλίδη και του Σιώτα.
Οι δυό τους είχαν πάρει θέση στην σκηνή και κατάφεραν μ’ έναν αδιανόητα ανεξήγητο τρόπο, να μετατρέψουν αυτό το άβολο σκηνικό, σε μια βραδιά κάτω απ’ τα αστέρια, σ’ ένα ταξίδι με ήχους, σ’ ένα καλοκαιρινό αεράκι, που πήρε και σήκωσε όλα τα παράλογα που ζήσαμε και ζούμε αυτούς τους 4 μήνες. Με καπετάνιο την μελωδική κιθάρα του Παύλου και συνοδοιπόρο το απρόβλεπτo και πολυδιάστατο βιολί του Φώτη Σιώτα, το ταξίδι σ’ ένα νησί, που δεν υπάρχει κορονοϊός, καθημερινότητα και πλήξη, αλλά ακατέργαστη ευτυχία, κράτησε τουλάχιστον 2μιση ώρες και αμέτρητες στιγμές.
Όσοι έχουν ακούσει τον Παυλίδη σε κλειστούς χώρους όπως το Gazarte, μπορούν να καταλάβουν το μυστηριακό ύφος που πρόσφερε στην σχεδόν γεμάτη (με αποστάσεις) Τεχνόπολη, επιλέγοντας τραγούδια μελωδικά, ταξιδιάρικα, ατμοσφαιρικά. Ήταν εκεί και ένας ευαίσθητος ληστής και το πιο σιωπηλό ποτάμι και ο κηπουρός και το λιωμένο παγωτό και η παπαρούνα και το αερικό. Έκαναν παρέα και έφτιαξαν μια θάλασσα γαλήνια, που πότε πότε (ξε)σήκωνε κύμα με πιο δυνατά ντεσιμπέλ και τραγούδια όπως το “Πάρε με μαζί σου” και το “Όσο μικραίνω”.
Κι ο κόσμος εκεί, άλλοτε να σιγουτραγουδά, άλλοτε να χορεύει καθιστός αμήχανα στην καρέκλα κι άλλοτε να χειροκροτά σε ασυγχρόνιστους (κάποιες φορές) ρυθμούς.
Δεν έλειψαν και οι στιγμές που το λάθος τέμπο που έδινε το κοινό μπέρδευε τους καλλιτέχνες, όμως ο Παύλος και ο Φώτης είχαν σωσίβιο το μουσικό τους ταλέντο και τη μουσική τους μαγεία, για να τα ξεπεράσουν και να μας πάνε οι δυο τους μέχρι την πιο παραδεισένια αμμουδιά.
Και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις, όποτε κλείνω τα μάτια και θυμάμαι κάτι απ’ αυτή τη συναυλία, είναι το ειλικρινές και εκκωφαντικό τραγούδι του κοινού στο τέλος: “ήταν ωραία η ζωή, ήταν ωραία”.