Ian Gavan/Getty Images/Ιdeal Image
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ

Ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συγγραφείς μιλούν για τον ρόλο του θεάτρου σήμερα

Μάνος Βαβαδάκης, Αργύρης Ξάφης, Χρήστος Καπενής, Δημήτρης Καραντζάς, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μάρθα Μπουζιούρη και Μαρία Προϊστάκη καταθέτουν την άποψή τους με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου.

«Ο πόλεμος είναι η μάχη ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε όλους μας: το κάτι μοναδικό. Και είναι επίσης μια μάχη ενάντια στην τέχνη, ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε κάθε τέχνη. Μίλησα εδώ για την τέχνη γενικά, όχι για το θέατρο ή τη θεατρική γραφή ειδικότερα, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είπα, όλη η καλή τέχνη, κατά βάθος, περιστρέφεται γύρω από το ίδιο πράγμα: παίρνει το εντελώς μοναδικό, το εντελώς συγκεκριμένο, και το καθιστά καθολικό. Ενώνει το ιδιαίτερο με το καθολικό μέσω της καλλιτεχνικής του έκφρασης: δεν εξαλείφει την ιδιαιτερότητά του, αλλά την τονίζει, αφήνοντας το ξένο και το άγνωστο να λάμψει ξεκάθαρα. 

Ο πόλεμος και η τέχνη είναι αντίθετα, όπως ακριβώς ο πόλεμος και η ειρήνη είναι αντίθετα – είναι τόσο απλό. Η τέχνη είναι ειρήνη», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο μακροσκελές μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου 2024.

Το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου (Δ.Ι.Θ.), που θεσμοθέτησε την ημέρα η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου, επέλεξε να γράψει το φετινό κείμενο ο κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο πιο σημαντικός Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας μετά τον Χένρικ Ίψεν και ένας από τους πιο πολυπαιγμένους της Ευρώπης, ο Jon Fosse

Πράγματι, σήμερα, ο κόσμος ζει σε μία εμπόλεμη ζώνη. Σε κάποιες γωνιές του πλανήτη κυριολεκτικά, σε άλλες μεταφορικά, γι΄αυτό και το μήνυμα του Fosse είναι εξαιρετικά to the point (μπορείς να το διαβάσεις στα ελληνικά εδώ).

Με αφορμή αυτό και σκεπτόμενη ότι τα τελευταία δύο χρόνια, μαζί με τη στροφή σε έργα που αγκαλιάζουν τον ρεαλισμό και το κίνημα του in-yer-face theatre, ολοένα και πληθαίνουν οι παραστάσεις που μιλούν για τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε σε παγκόσμιο (πόλεμοι, οικονομική κρίση, αύξησης της ακροδεξιάς), αλλά κυρίως σε ελληνικό επίπεδο (γυναικοκτονίες, ρατσισμός, ομοφοβία, έλλειψη δικαιοσύνης, έξαρση της βίας μεταξύ των ανηλίκων), ζητήσαμε από ανθρώπους του χώρου να μας μιλήσουν για τον ρόλο του θεάτρου, σήμερα. 

Σε μία ελληνική κοινωνία που νοσεί και μοιάζει σε κάθε της βήμα να πισωγυρίζει, πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη το θέατρο να παίρνει θέση;  Μπορεί άραγε η αλλαγή να έρθει μέσα από τη θεατρική σκηνή; Και κατά πόσο οι όροι ώστε να περάσει το μήνυμα στον θεατή έχουν αλλάξει σήμερα που είμαστε πιο εξοικειωμένοι από ποτέ με τη βία, τις φρικαλεότητες, το σοκ;

Μάνος Βαβαδάκης, Αργύρης Ξάφης, Χρήστος Καπενής, Δημήτρης Καραντζάς, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μάρθα Μπουζιούρη και Μαρία Προϊστάκη καταθέτουν τις απόψεις τους. 

«Τώρα, περισσότερο από ποτέ, το θέατρο πρέπει να γίνει καταφύγιο για τη σκέψη»

© Χρήστος Συμεωνίδης

Δεκαετίες τώρα, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος έχουν απαλλάξει το θέατρο από την ανάγκη της ψυχαγωγίας. Κι όμως, το μεγαλύτερο κομμάτι του θεάτρου συνεχίζει να βαδίζει στους δρόμους της. Τα τελευταία χρόνια, έχει κατακλύσει το θέατρο ο τηλεοπτικός ρυθμός. Κατακερματισμένες πρόβες, βιαστική υποκριτική, εμπορικές επιλογές. Ακόμα και η θεματολογία είναι ψευδεπίγραφα πολιτική. Ηθογραφία, νοσταλγία και επιδερμική κριτική. 

Τώρα λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, το θέατρο πρέπει να γίνει καταφύγιο για τη σκέψη. Να γίνουμε ο χώρος που άνθρωποι έρχονται να αναρωτηθούν, να φιλοσοφήσουν, να βρουν κουράγιο για να ανταπεξέλθουν στα εκατοντάδες μικρά προβλήματα της ζωής. Και δεν επιτίθεμαι με κανέναν τρόπο στην κωμωδία. Ίσα-ίσα που θεωρώ το γέλιο βασικό εργαλείο όξυνσης του νου και της φαντασίας. 

Σοκ δεν προκαλεί πια η εικόνα, αλλά η δραματουργία. Που σημαίνει μελέτη και εμβάθυνση. Άρα διαφορετική διαχείριση του χρόνου. Το θέατρο οφείλει λοιπόν να επιβάλλει τον ρυθμό του στους θεατές, και όχι το ανάποδο. Ο καταιγισμός πληροφοριών, κυρίως δε εικόνων, είναι καθημερινότητα για όλους μας. 

Ο θεατής οφείλει μπαίνοντας στο θέατρο να αφήνει πίσω αυτό τον κόσμο. Αν ψάχνουν στο θέατρο αυτό που βρίσκουν εύκολα στις οθόνες, καλύτερα να μην έρχονται. Με συγκινούν πολύ οι θεατές που προετοιμάζονται για το θέατρο. Βάζουν τα καλά τους, διαβάζουν πριν έρθουν, έρχονται πιο νωρίς στο θέατρο, κλείνουν μόνοι τους το κινητό τους. Μας σέβονται. Ακριβώς όπως κάνουμε κι εμείς. Πηγαίνουμε νωρίς στο θέατρο για να προετοιμαστούμε για αυτή τη συνάντηση. Αν κάτι κρατάει ακόμη ζωντανή την τέχνη του θεάτρου είναι πως συνεχίζει να φέρνει κοντά τα σώματα και τις καρδιές των ανθρώπων. 

O Μάνος Βαβαδάκης είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και μέλος της ομάδας RMS MATAROA. Σκηνοθετεί και παίζει στην παράσταση ΤΑΝΚ/Όλη Νύχτα Εδώ, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

«Δεν χωράει η βία στο θέατρο, δεν χωράει ό,τι απορρίπτει το διαφορετικό»

© Κική Παπαδοπούλου

Η πολύπτυχη τέχνη του θεάτρου δεν έχει ούτε έναν μόνο ρόλο, ούτε αρκεί να παίρνει θέση απέναντι στα ζητήματα. Μέσω της οργανωμένης ομαδικής εμπειρίας που δημιουργεί φέρει πολλαπλά αποτελέσματα – είτε αποκαλύπτει κάτι που η κοινωνία υποκρύπτει και θάβει, είτε δείχνει την ιδανική μας κοινωνία και πώς είναι ο δρόμος προς τα εκεί, είτε ενδυναμώνει τον πεσμένο και απογοητευμένο άνθρωπο για να βρει τη θέληση και να ανακαλύψει ξανά την ανάγκη να δράσει σαν πολίτης. Σαν ποιητής. Σαν άνθρωπος.

Ο τρόπος που παίρνει θέση δεν αφορά μόνο τα έργα που ανεβάζει -και ενδεχομένως διάφορες ατάκες με κοινωνικά μηνύματα-, ταυτοχρόνως οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πρέπει να επαληθεύουν τις θέσεις αυτές με πράξεις στην κοινωνία των ανθρώπων. Προσοχή! Όλα αυτά δεν είναι ανάγκη να είναι έκδηλα, πρόδηλα προφανή. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι μέσα στην τέχνη για να καταλήξεις στη θέση που θέλεις ή να την αναδείξεις – όσοι και οι καλλιτέχνες.

Σε καμία πάντως περίπτωση δεν είναι τέχνη που καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία και τον διαχωρισμό, είναι μια πασιφιστική και με κέντρο τη ζωή, την ομορφιά και τον άνθρωπο τέχνη. Αυτά είναι τα θέματά της και χωρίς αυτά δεν νοείται η ύπαρξή της.

Μιλάμε, πλέον, όλο και περισσότερο μέσα από την τέχνη μας για τα φλέγοντα ζητήματα της κοινωνίας, γιατί δεν χωράει η βία μέσα στο θέατρο, δεν χωράει οτιδήποτε απορρίπτει το διαφορετικό. Είναι μια τρυφερή τέχνη που βασίζεται στη συμπερίληψη. Γι’ αυτό ήρθε η ώρα και βρήκε τη δύναμη να αυτοκαθαριστεί από στοιχεία που την εμποδίζουν να ανθίσει και τη βυθίζουν στην ανισότητα, στον ατομικισμό, την αναξιοπρέπεια και τον ζόφο. 

Το θέατρο μπορεί και φέρνει αλλαγές. Όχι όμως στις ταχύτητες που έχουμε συνηθίσει να τις ζούμε, γιατί ο τρόπος της τέχνης είναι η καλλιέργεια, θέλει χρόνο και φροντίδα και προσοχή για να καταφέρει να φέρει καρπούς, δεν είναι μια βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής με άμεσα προϊόντα για το καλάθι. Οι συνειδήσεις διαμορφώνονται, ενώ ο πόλεμος με το άσχημο και τη βία μαίνεται. 

Το σοκ ήταν και είναι μια από τις τεχνικές εμπλοκής του κοινού. Δεν ήταν, ούτε είναι η μοναδική. Ούτε καν η πιο ενδιαφέρουσα. Αν βασίζεσαι μόνο σε αυτό κάηκες -μιας και η πραγματικότητα μονίμως θα σε ξεπερνάει- και ακόμα σημαντικότερο: χάνεις όλο το υπόλοιπο δάσος της τέχνης μας, τις άπειρες δυνατότητες ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών, νέων ρευμάτων, άλλων τεχνών, σκέψεων, καλλιτεχνών, κειμένων και ομορφιάς. 

Ο Αργύρης Ξάφης είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, μέλος της ομάδας ΠΥΡ και μαζί με την Ιώ Βουλγαράκη έχουν αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες. Εκεί, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ζωής Ξανθοπούλου, παίζει στον καταιγιστικό μονόλογο του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος, ερμηνεύοντας και αποκαλύπτοντας όλους τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες γύρω από το νεκρό σώμα ενός έφηβου αγοριού.

«Το ψέμα είναι που κάνει τη θεατρική αλήθεια οικουμενική»

© Σιδέρης Νανούδης

Το θέατρο ασκεί και οφείλει να ασκεί πολιτική, από τη στάση και μόνο που παίρνει στην αφήγηση των ιστοριών. Παρ’ όλα αυτά, το θέατρο δεν είναι πάνελ και οφείλει να μη γίνει πάνελ. Πιστεύω ότι η υπερβολή των social media και της αίσθησης της πλασματικής, ή όχι, δύναμης που μπορεί να έχει ο καθένας μέσα από αυτά, έχει περάσει σε έναν βαθμό και στο θέατρο με αποτέλεσμα να θεωρούμε ότι είναι ένα βήμα για να εκφράσουμε τις θέσεις και τις απόψεις μας. Καλώς και δικαίωμα του καθενός. Πιστεύω όμως πως υπάρχουν άλλοι τρόποι και μέσα για να επιτευχθεί καλύτερα και να αποδώσει αυτή η ανάγκη, η ανάγκη δηλαδή της άμεσης έκθεσης του προβλήματος, του «ξεμπροστιάσματος». 

Εκείνο που το θέατρο για μένα πετυχαίνει καλύτερα είναι να «παραμυθιάσει», να κάνει για μια στιγμή ένα γκλιτς στον εγκέφαλο, αν αυτό που συμβαίνει μπροστά του σε πραγματικό χρόνο, ανήκει ή δεν ανήκει στην κανονικότητά του. Αυτό το «σφάλμα» στον εγκέφαλο, μπορεί δυνητικά να ανοίξει κρυφά σημεία στο είναι του καθενός. Εκεί είναι που μπορεί να γίνει η εποικοδομητικότερη δουλειά του θεάτρου. Μέσα από την επίφαση μίας ιστορίας, σε συνδυασμό με το άμεσο του χώρου, οδηγεί σε συνειδητούς ή ασυνείδητους συνειρμούς και από εκεί και πέρα ξεκινάει ο ουσιαστικός, ενδοσκοπικός διάλογος με τον θεατή. Με λίγα λόγια, το θέατρο κερδίζει περισσότερο όταν ενσκήπτει στον άνθρωπο από όταν κηρύσσει.

Θεωρώ ότι δύσκολα το θέατρο μπορεί στη σημερινή εποχή να φέρει την αλλαγή. Αυτό συνέβαινε πιθανότατα σε εποχές που ήταν η μοναδική αντίστοιχη μορφή έκφρασης. Μετά τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, πόσο να πετύχει να επικρατήσει ως μέσο μαζικής αλλαγής/συνείδησης; 

Σήμερα, υπάρχει η τάση να φέρνουμε την «αλήθεια» της καθημερινότητας στο θέατρο, να ψάχνουμε συνεχώς για την πραγματικότερη «αλήθεια», δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι όλο αυτό γίνεται για να πετύχουμε ένα ψέμα. Αυτό είναι κομβικό. Και το ενδεχόμενο «λάθος» της τάσης αυτής είναι η συγκεκριμένη παράλειψη. Γιατί αν δε μας απασχολεί το ψέμα στο θέατρο, τότε η όποια αλήθεια μας θα προσκρούει στην ξεχωριστή αλήθεια του καθενός. Το ψέμα είναι που κάνει τη θεατρική αλήθεια οικουμενική.

Ποτέ δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι όροι για να περάσουν οι καλλιτέχνες το μήνυμα στο κοινό, στο σύγχρονο θέατρο. Το θέατρο είναι -και πάντα ήταν- ρευστό. Είναι τέχνη του τώρα, οπότε συνδιαλέγεται και ελίσσεται συνεχώς με την εποχή. Σίγουρα, το σοκ έρχεται διαφορετικά σήμερα. Όταν η Νόρα στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν στο τέλος αφήνει τον σύζυγό της, ήταν γιγαντιαίο σοκ για την εποχή, σε βαθμό που ήταν δύσκολο να βρεθούν ηθοποιοί για να ερμηνεύσουν τον ρόλο. Σήμερα αυτό ακούγεται αστείο. Οπότε ναι, όσο εξελίσσεται η εποχή εξελίσσεται και το σοκ. Ακόμα και οι ειδήσεις το έχουν καταλάβει και προσπαθούν να το επανεφεύρουν. 

Η «έκπληξη» λοιπόν, στο θέατρο κι αυτή με τη σειρά της, θα επανευρίσκεται διαρκώς. Αλλά είναι σημαντική και η δουλειά του θεατή στην έκπληξη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην εποχή μας είναι αυτό: ότι ο θεατής συχνά πηγαίνει με διάθεση να κρίνει, γιατί αυτό κάνει όλη μέρα στα social media και να αποδείξει τους μηχανισμούς της ψευδαίσθησης. Όταν ένας ταχυδακτυλουργός κρατάει μπροστά σου μία τράπουλα, αλλά η τάση σου είναι να κοιτάξεις από πίσω, για να πεις «α, σε είδα που άλλαζες το φύλλο», δεν κάνεις κι εσύ (ο θεατής) σωστά τη δουλειά σου ως προς την έκπληξή σου.

Ο Χρήστος Καπενής είναι ηθοποιός και συγγραφέας. Παίζει στην περφόρμανς σε σκηνοθεσία της Βίκυς Αδάμου και κείμενο του Γιώργου Νικολαΐδη, Τι είναι αυτό που με κάνει αγόρι;, με θέμα τις αναπαραστάσεις της αρρενωπότητας στη ζωή μας, στο H.ug (Human Underground). Από τις 15 Μαΐου, θα παίξει στην παράσταση Are You The Same Person As You Were When You Were A Child, σε σκηνοθεσία Γρηγόρηξ Χατζάκη στο Bios. 

«Όσο πιο πολύ ανθίζει η βουλιμία της εικόνας, τόσο σε πιο αντίθετη κατεύθυνση πρέπει να τραβάει το θέατρο»

© Dimitris Lampropoulos/Tourette Photography/24 Media

Το θέατρο είναι ο απόλυτος τόπος ανταλλαγής ιδεών, ένας δημόσιος χώρος που το κοινό προσέρχεται για να μοιραστεί σκέψεις. Είναι χρέος μας όχι να κοιμίζουμε αλλά να αφυπνίζουμε συνειδήσεις. Το θέατρο της αισθητικής, της ομορφιάς, της «μεγάλης ερμηνείας», το θέατρο των Instagrammers αυτή τη στιγμή είναι ένα άχρηστο θέατρο, ένας νεκρός τόπος που αναπαράγονται στερεότυπα ετών και στην ουσία δεν υπάρχει καμία κρίσιμη ανταλλαγή ικανή να μας κάνεις να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. 

Το θέατρο, η τέχνη του «εδώ και τώρα» δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στην εποχή. Από την άλλη, δεν μιλώ για μία τέχνη στρατευμένη, ούτε για ένα συνεχώς “in yer face theatre”, όμως είτε το υλικό είναι ένα κλασικό έργο, είτε μια αρχαία τραγωδία, είτε ένα νεοελληνικό η σύγχρονο ξένο είτε devised, οφείλει με κάποιον τρόπο να συνομιλεί με το παρόν. Στο θέατρο ως αφηγητές της εποχής μας, αυτήν πρέπει να προσπαθήσουμε να ακουμπήσουμε, να ομορφύνουμε, να παραποιήσουμε, να αναστοχαστούμε, να τεντώσουμε για να μπορέσουμε να τη χωρέσουμε, να την αντιμετωπίσουμε και να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε. Ιδίως όταν η ανθρώπινη κατάσταση έχει φτάσει σε τέτοια κατάντια. 

Θεωρώ ότι το θέατρο από μόνο του δεν μπορεί να φέρει καμία αλλαγή. Όμως, όσο πιο πολύ λειτουργεί ως πνευματικός τόπος και όχι ως μια αλλού είδους «τηλεόραση», τόσο πιο πιθανό είναι να φέρει τον κόσμο σε μια αναρώτηση, σε μια αμφιβολία, να ενεργοποιήσει την κριτική σκέψη. Ξέρετε, από την καραντίνα και μετά αισθάνομαι ότι ζούμε σε καθεστώς τυφλής υπακοής και έχουμε γίνει με ακούσια η εκούσια καθάρματα, όταν έχουμε δεχτεί να συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας με την ανοχή μας. Οπότε ελπίζω ότι όσο πιο πολύ το θέατρο οξύνει την αντίληψη και την αντίσταση, τόσο μεγαλύτερη ελπίδα υπάρχει.  

Είμαι πια βέβαιος ότι όσο πιο πολύ ανθίζει η βουλιμία της εικόνας, τόσο σε πιο αντίθετη κατεύθυνση πρέπει να τραβάει το θέατρο. Αυτή τη στιγμή εμένα, το μόνο που μπορεί να με συγκινήσει και να με ταρακουνήσει είναι η συμπυκνωμένη αφήγηση μιας ιδέας, μιας σκέψης. Μια ιδέα και μια επιχειρηματολογία μπορεί πια να με σοκάρει (όταν βέβαια είναι αρθρωμένη με κόπο και καλλιτεχνικά υψηλά κριτήρια).

Καταναλώνουμε πάρα πολλά σκουπίδια κάθε μέρα και όσο πιο πολλά αφήνουμε να μπουν, τόσο πιο πολύ θάβεται η σκέψη. Οπότε, μπορεί να ακουστώ boomer, αλλά μπροστά στον πνιγμό της ανθρώπινης βούλησης, θα πάρω σαν δρόμο την επιμονή στο επιχείρημα και στην ενεργοποίηση. Όσο γράφω αυτή την απάντηση μού εμφανίστηκε στο μυαλό η φράση του Ντοστογιέφσκι «Ζήτω ο ηλεκτρισμός της ανθρώπινης σκέψης». 

Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι σκηνοθέτης και ιδρυτής του Θεάτρου Προσκήνιο. Εκεί, που ανεβάζει τον Γλάρο του Άντον Τσέχωφ, σαν μια αναρώτηση γύρω από τη θεατρική λειτουργία, την αναπαράσταση και τις μεθόδους της. Από τις 6 Απριλίου, θα ανηφορίσει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου θα παρουσιάσει τον Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν του Μπέρτολτ Μπρεχτ. 

«Στο θέατρο πάντα παίρνεις θέση· κυρίως, όταν δεν παίρνεις»

Το θέατρο έχει αποδείξει ότι ανθίζει μέσα σε αντίξοες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, λειτουργώντας ως σκληρός καθρέφτης, αλλά και ως πεδίο αντίστασης, έμπνευσης και αισιοδοξίας. Το θέατρο κατά την περίοδο της Κατοχής, το θέατρο του Βουνού, το θέατρο εν μέσω της Δικτατορίας είναι ενδεικτικές περιπτώσεις της ανθεκτικότητας της τέχνης μας, κόντρα στη ζοφερή πραγματικότητα που τη γεννά. Η συλλογικότητα, η συσπείρωση και η πολυφωνία που απαιτούνται για να γεννηθεί, είναι τρόποι αντίδρασης και πάλης ενάντια σε κάθε καταστολή. 

Σε καιρούς λοιπόν, σαν τους δικούς μας, που θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα καταστρατηγούνται, που το κράτος δικαίου νοσεί, που η δικαιοσύνη είναι θεότυφλη, που η ανέχεια πλήττει όλο και περισσότερο κόσμο, που συντελείται μια γενοκτονία με τις ευλογίες του δυτικού κόσμου και όλα αυτά τα βλέπουμε μέσα από μια οθόνη, το θέατρο και κάθε καλλιτεχνική έκφραση καλείται να στοχεύσει στην αντίδραση, την αφύπνιση, τη συσπείρωση, την αλληλεγγύη και τον άνθρωπο· καλείται να αγωνιστεί συνειδητά κόντρα στο σκοτάδι που μας περιβάλλει και να πάρει θέση. Στη δουλειά μας, δε, πάντα παίρνεις θέση· κυρίως, όταν δεν παίρνεις.

Το θέατρο μπορεί να θέσει τα ερωτήματα και να ανοίξει ένας γόνιμος πολιτικός και κοινωνικός διάλογος πάνω σ’ αυτά που καθορίζουν την πραγματικότητά μας. Μπορεί να προβληματίσει και να καταδείξει κακώς κείμενα. Μπορεί να συσπειρώσει και να εμπνεύσει μια αλλαγή. Μετά, χρειάζεται κι άλλη δουλειά, συλλογική και σκληρή δουλειά, αλλά σίγουρα, το θέατρο μπορεί να βάλει σπόρους, για να ξεκινήσει μια αντίσταση. Συχνά λέμε μεταξύ μας, ότι ακόμη κι ένας θεατής να μετακινηθεί προς κάπου καλύτερα, βλέποντας μια παράσταση, αξίζει τον κόπο να κάνεις αυτή τη δουλειά.

Η εξοικείωσή μας με τη βία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Θυμάμαι ως παιδί, που βλέπαμε σε ζωντανή μετάδοση, τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών -και όχι μόνο- στη Βαγδάτη, το 2003 και νόμιζα ότι ήταν ταινία. Ίσως, αυτό που έχει αλλάξει τώρα είναι η απόλυτη κυριαρχία της οθόνης σε όλους τους τομείς της ζωής. Έτσι, έχει διογκωθεί η ψευδαίσθηση  της «προστασίας» που σου εξασφαλίζει η απόσταση και η αντικατάσταση της ουσιαστικής δράσης με την αντίδραση σε μια ανάρτηση. Εκεί μάλλον υπάρχει μπέρδεμα, ναι. Εξαντλείται ο θυμός ή η ασφυξία ή η απελπισία μας, στο πώς αντιδρούμε online. 

Το θέατρο, βέβαια, έχει ένα σοβαρό προβάδισμα ως ζωντανό θέαμα. Συχνά, ακριβώς επειδή έχει κυριαρχήσει ο ψηφιακός κόσμος, η ζωντανή αλληλεπίδραση των ανθρώπων στη σκηνή, κάνει απευθείας την πρόσληψη πιο έντονη κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο ερμηνευτής. Δεν θεωρώ ότι έχουν αλλάξει οι όροι για να περάσει το μήνυμα στους θεατές. Οι ηθοποιοί και οι συντελεστές μιας παράστασης αλλάζουν μαζί με το κοινό τους, έτσι κι αλλιώς, οπότε το θέατρο που κάνουν είναι προσαρμοσμένο στις αλλαγές που κι οι ίδιοι έχουν βιώσει, ως ενεργά μέλη της κοινωνίας. Αυτό που βλέπω να αλλάζει είναι η σφοδρότητα και η μαζικότητα της αντίστασης, στο σύνολό της. Κερδίζει έδαφος η απογοήτευση και η αφασία.

Η Νεφέλη Μαϊστράλη είναι ηθοποιός και συγγραφέας (Αριστερόχειρες, Σπυριδούλες, Κακούργα Πεθερά). Τον Μάιο, θα παίξει στο έργο Πόθεν Έσχες, που έγραψε η ίδια και το συνσκηνοθετούν οι Κώστας Φιλίππογλου και Γιώτα Σερεμέτη.

«Το μεγάλο στοίχημα είναι να φέρουμε στην πλατεία εκείνους που βρίσκονται έξω από τη φούσκα της οικογένειάς μας»

© Πάρις Ταβιτιάν

Το θέατρο είναι δεμένο -πάντα ήταν- με την κοινωνία μέσα στην οποία γεννιέται. Αντλεί από εκεί και επιστρέφει σε αυτήν. Ακόμα κι όταν προοριζόταν να διασκεδάζει βασιλείς και αυτοκράτορες ή ασφυκτιούσε μέσα σε αυστηρά πρωτόκολλα λογοκρισίας, μηχανευόταν διαρκώς τρόπους να μιλήσει για «οικεία κακά». 

Το θέατρο ντοκιμαντέρ ειδικότερα, με το οποίο καταπιάνομαι, είναι αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτισμού εντός του οποίου δημιουργείται. Αναδύεται κάθε φορά που η πραγματικότητα μάς μουδιάζει, μάς πονά, μάς εξαγριώνει, φωτίζοντας όψεις της λιγότερο ορατές, περισσότερο επείγουσες. Μια τέτοια επιλογή ωστόσο, όσο κι αν τη θεωρώ αυτονόητη, ενέχει σοβαρές ηθικές προεκτάσεις, για εμάς που φέρνουμε στη σκηνή φορτισμένα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα ή τραυματικά γεγονότα την ώρα που η Ιστορία ακόμα γράφεται, δουλεύοντας μάλιστα στενά με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα που μας εμπιστεύονται τις ιστορίες τους.

Δεν πιστεύω πως το θέατρο οφείλει να φέρει αλλαγή, ούτε να διαμορφώσει συνειδήσεις (μεγάλη λέξη η αλλαγή και ακόμα μεγαλύτερη η διαμόρφωση συνειδήσεων). Πιστεύω σε ένα θέατρο που λειτουργεί ως τόπος αναστοχασμού, όχι ως πεδίο καταγγελίας και διδακτισμού. Που διεγείρει την κριτική σκέψη και την ευαισθησία μας, που γεννά ερωτήσεις και μας απομακρύνει από τις βεβαιότητές μας ανοίγοντας μικρές, αόρατες ρωγμές. 

Μαζί με αυτή την πίστη ωστόσο έρχεται και μια διαπίστωση που αφορά στη χαμένη ευκαιρία του θεάτρου να «προσκαλέσει» ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τα πράγματα διαφορετικά: ανθρώπους που, αν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να συναναστραφούμε, θα αντιλαμβανόμασταν τη στάση και τις απόψεις τους ως προβληματικές ή και επικίνδυνες. Αυτό που εννοώ είναι ότι το θεατρικό κοινό απαρτίζεται στη μεγάλη πλειοψηφία του από ομοϊδεάτες. Από ανθρώπους που βρίσκονται στη «σωστή μεριά της ιστορίας». 

Το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρει το θέατρο να φέρει στην αίθουσα και εκείνους τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τη «φούσκα» της οικογένειάς μας, τους (εν δυνάμει) ρατσιστές,  ομοφοβικούς, κακοποιητές.  Είμαστε ακόμα μακριά από μια τέτοια κοινότητα, αλλά δεν τη θεωρώ ακατόρθωτη. Έχω ανάγκη να πιστεύω ότι το θέατρο ντοκιμαντέρ ειδικότερα, επειδή στην ουσία του είναι ένα βαθιά λαϊκό θέατρο -λόγω των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται και της συμπερίληψης μη καλλιτεχνικών συνεργατών στη δημιουργική διαδικασία- μπορεί να κατορθώσει ένα τέτοιο ετερογενές άνοιγμα. Μια τέτοια συνάντηση.

Πιστεύω ότι η βία ως σκηνική αναπαράσταση δεν έχει καμία δύναμη. Και καμία θέση σήμερα ειδικότερα, όταν η βία ξεχειλίζει στις οθόνες, στο δρόμο, στα σπίτια μας. Έχουμε ανάγκη από ιστορίες, που όσο δύσκολες, σκληρές ή σκοτεινές κι αν είναι, στο τέλος δεν μας αφήνουν στη δίκαιη οργή μας, θυμωμένους και μόνους απέναντι στο «τέρας», αλλά μας φέρνουν μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο. Που μας εμψυχώνουν να αντισταθούμε στην ασχήμια μέσα από το μοίρασμα, την ευαλωτότητα, την τρυφερότητα. «Η τρυφερότητα είναι η πιο επαναστατική πράξη» είδα κάπου γραμμένη αυτή τη φράση και από τότε σκέφτομαι συνεχώς ότι το θέατρο θα μπορούσε να είναι ο τόπος που επιτελείται ιδανικά το περιεχόμενό της. 

Το θέατρο πρέπει και μπορεί να μας δονεί, να μας ταράζει χωρίς να μας εκβιάζει ή να μας εξαγριώνει, όχι μέσα από το σοκ ή την έκκληση στο συναίσθημα αλλά μέσα από τη συν-κίνηση που δημιουργεί το συλλογικό βίωμα της συμμετοχής σε μια κοινή, ενσώματη εμπειρία. Στη διάρκεια μιας παράστασης οι χτύποι της καρδιάς των θεατών συντονίζονται, λες και επιχειρούμε ασυναίσθητα να πλησιάσουμε και να αφουγκραστούμε το ένα το άλλο. Πόσο όμορφη κι αισιόδοξη είναι αυτή η σκέψη.

Η Μάρθα Μπουζιούρη είναι δραματουργός, σκηνοθέτις και ηθοποιός. Από τις 5 Απριλίου, επαναλαμβάνει στο Σύγχρονο Θέατρο το Pietà, παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ για να θέσει ξανά στο επίκεντρο το επώδυνο και εκκωφαντικά επείγον θέμα των γυναικοκτονιών, πραγματοποιώντας ένα δύσκολο ταξίδι στα μονοπάτια της απώλειας, του πένθους, αλλά και της αναγέννησης.

«Ζούμε στην εποχή των influencers. Το θέατρο και οι άνθρωποι του μπορούν να κάνουν influence για υψηλό σκοπό»

© Δομνίκη Μητροπούλου

Το θέατρο είναι για μένα πολιτική πράξη και δεν εννοώ να ανεβαίνουν μόνο παραστάσεις που θεματικά σχετίζονται με την επικαιρότητα, εννοώ όμως να ανεβαίνουν παραστάσεις που συνομιλούν με ένα συνειδητό τρόπο με την κοινωνία και έχουν κάτι να προσφέρουν. Σχεδόν όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας προκύπτουν από την επιδίωξη του κέρδους και από το φόβο του άλλου, του διαφορετικού από εμάς. Το θέατρο αφηγείται την ιστορία του ανθρώπου με τα επαναλαμβανόμενα λάθη του και την πλάνη του αιώνες τώρα. Πάντα έχει μια κατάλληλη ιστορία να πει για να καθρεφτίσει τους θεατές και να ταρακουνήσει κάτι μέσα τους.

Εντός και εκτός σκηνής, οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν το χρέος να είναι ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε εποχής. Να δείχνουν τον δρόμο με έναν τρόπο. Με τα πιστεύω τους, τις επιλογές τους, τα καλλιτεχνικά τους έργα, γιατί όλα είναι ένα κατά τη γνώμη μου. Ζούμε και στην εποχή των influencers. Το θέατρο και οι άνθρωποι του μπορούν να κάνουν influence για υψηλό σκοπό.

Παίζοντας τα τελευταία δύο χρόνια στον Συνεργό και στο Eφύτευσεν ο Θεός παράδεισον, δεν θα έλεγα ότι βρήκα εξοικειωμένους τους θεατές με αυτό που παρακολουθούσαν: τη βία, τη φρίκη, το αίμα. Και στις δύο αυτές παραστάσεις -με θέμα τη γυναικοκτονία η πρώτη και το sex trafficking η δεύτερη-, έβλεπα τον κόσμο σοκαρισμένο και βαθιά επηρεασμένο από τις ιστορίες που είχε παρακολουθήσει. Ευτυχώς, το καλό θέατρο διαφέρει παρασάγγας από τις ειδήσεις και τα social media και έχει εντελώς διαφορετική στόχευση από αυτά. Όταν πετυχαίνει, παίρνει τους θεατές από το χέρι στην πιο αθώα τους στιγμή, σε αυτή που τίποτα δεν ξέρουν και είναι έτοιμοι όλα να τα αγκαλιάσουν.

Η Μαρία Προϊστάκη είναι ηθοποιός. Παίζει στην παράσταση Ο Συνεργός σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Χριστοδούλου στο Επί Κολωνώ, που είναι εμπνευσμένη από τη γυναικοκτονία μίας νεαρής κοπέλας από τον σύντροφό της, στη Βέροια το 2000.