Πήρα το δίπλωμα στα 20, οδήγησα πρώτη φορά στα 37
Πήρε το δίπλωμα στα 20 και το έκρυψε σε ένα συρτάρι. Οι πιθανότητες έλεγαν (πια) ότι δεν θα οδηγήσει ποτέ. Δεκαεπτά χρόνια μετά, πάρκαρε τον μεγαλύτερο φόβο του και προσπαθεί να γράψει για αυτό.
- 19 ΑΥΓ 2020
Θα μπορούσε να είναι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου. Θα μπορούσε να είναι ένας ανειδίκευτος εργάτης. Ένας ντελιβεράς, μία τροχονόμος, μία ηθοποιός, ένας ψαράς. Θα μπορούσε να είναι δεκαπέντε χρονών, θα μπορούσε να είναι ογδόντα.
Όποιος κι αν ήταν, ό,τι κι αν έκανε στη ζωή του, θα τον έβαζα σε μία από τις δύο κατηγορίες. Από την εφηβεία, χώριζα τους πάντες στην ικανή ομάδα αυτών που οδηγούν και στην αναιμική αυτών που δεν. Εγώ ανήκα στη δεύτερη κατηγορία. Θα μπορούσα να είμαι ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας. Συλλήβδην, όλοι οι άνθρωποι της πρώτης ήταν στο μυαλό μου ανώτεροι(;), καλύτεροι(;), σίγουρα πιο ενήλικοι από εμένα.
Πήρα το δίπλωμα στα 20. Με το ζόρι. Μαζί με τον κολλητό μου τον Μιχάλη, ο οποίος αμέσως έπιασε δουλειά ως διανομέας χαλιών και όργωσε την Αττική. Σε δύο μήνες ήταν εξαιρετικός οδηγός. Εγώ πήρα το δίπλωμα και το έκρυψα σε ένα συρτάρι. Είχα την ενοχή του κρυμμένου διπλώματος για 17 ολόκληρα χρόνια. Δεν είπα καμία φορά αυτά τα χρόνια ότι δεν θα οδηγήσω ποτέ. Αλλά δεν είπα και καμία ότι θα οδηγήσω.
Ψέματα. Υπήρχε μια λεπτή κόκκινη γραμμή που αν ξεπερνούσα, πίστευα ότι θα με έστελνε ξανά στη θέση του οδηγού. Αυτή η γραμμή ήταν το (μακρινό τότε) σενάριο να περιμένω παιδί. Σπάνε τα νερά στις τρεις τα ξημερώματα. Πώς θα πάμε στο μαιευτήριο; Με ταξί; Και μετά από λίγα χρόνια, πώς θα πηγαίνω το παιδί στο σχολείο; Με λεωφορείο; Δεν έχω τίποτα με τους γονείς που κάνουν αυτές τις δουλειές χωρίς να οδηγούν. Ίσως τους θαυμάζω κιόλας. Απλά εγώ θα το έβλεπα σαν ανημπόρια και σαν ήττα. Με ξέρω.
Τελικά, ο λόγος που γύρισα σε μια σχολή για μερικά μαθήματα “μέχρι να το θυμηθώ” ήταν ένα πρόστιμο. Η σύντροφός μου (άρα και ο εξαρτώμενος εγώ) θα έμενε χωρίς δίπλωμα για τρεις μήνες. (Στην πορεία της ποινής, έμεινε και έγκυος, τι ανατροπή έ;). Ήταν κάτι σαν την τελευταία μου ευκαιρία. Το έβλεπα γραμμένο ακόμα και στα μάτριξ της Τροχαίας. Είχα ένα τρίμηνο για να ξαναπιάσω τιμόνι. Να μπορώ να πω ότι έκανα παραπάνω με την οδήγηση σχετικά με το τίποτα που έκανα τόσα χρόνια. Έκανα 3-4 μαθήματα στον δάσκαλο της συμπάσχουσας φίλης μου Κατερίνας (με δίπλωμα στο συρτάρι κι εκείνη, αλλά πολύ λιγότερα χρόνια από μένα).
Ήταν εμφανές ότι ο δάσκαλος δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για εμάς, αλλά ήταν καλός. Η καλύτερη από τις πολλές καλές στιγμές του ήρθε νωρίς: “Μην κρεμιέσαι από το τιμόνι, δε θα σηκώσεις το αμάξι με τα χέρια”.
17 χρόνια φαγούρα
Φοβόμουν να οδηγήσω. Ναι, έμενα στο Παγκράτι, ναι, με βόλευαν τα Μέσα, ναι, πήγαινα παντού με τα πόδια, αλλά ο κύριος λόγος που κάποιος (έχει τόσα χρόνια το δίπλωμα και δεν οδηγεί) είναι ο φόβος. Φωνάξτε το μαζί μου: “Φοβόμουν να οδηγήσω”. Φοβόμουν μην ακουμπήσω τον μπροστά, μην πετάξω κάνα μηχανάκι κάτω, φοβόμουν γιατί δυσκολευόμουν να καταλάβω τη θέση του αυτοκινήτου στο δρόμο. Τέσσερα ‘φοβόμουν’ σε μια μικρή παράγραφο. Και προχωράμε.
(εγώ στο δίπλωμα ή εγώ πριν καμιά τριανταριά ζωές)
Τι με βοήθησαν τα μαθήματα να θυμηθώ; Πώς βγάζεις φλας, πώς ανοίγουν τα φώτα και ότι πρέπει να πατάς φρένο στις στροφές. Αυτά. Τα υπόλοιπα φάνηκε ότι τα κατείχα, έστω στοιχειωδώς. Ο δάσκαλος το κατάλαβε πρώτος και στο τέταρτο μάθημα με πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο. “Είμαστε ΟΚ. Αν δεν το πάρεις μόνος σου, δεν θα μάθεις ποτέ”. Δεν είχα επιλογή.
Φοβόμουν λίγο λιγότερο πια, αλλά φοβόμουν ακόμα πολύ. Και δεν το πήρα μόνος μου-μόνος μου. Για τρεις μήνες είχα συνέχεια τη Λίλα δίπλα μου. Τον πρώτο μήνα, κάθε φορά που σταματούσα στο κόκκινο, ξεφύσαγα και μαζί με τον αέρα έχανα δύο τρία κιλά. Πρωτοφανές στρες. Νόμιζα ότι όλοι ήξεραν ότι είμαι liability (που θα ‘λεγαν και τον ‘Ταξιτζή’). Ο πίσω μου, ο δίπλα, αυτός που με προσπέρασε, αυτός που κόρναρε από το αντίθετο ρεύμα, τα αδέσποτα. Την πρώτη φορά που βγήκα στη Συγγρού, έκανα έναν τρομαγμένο ήχο με το στόμα, σαν “αααααα!”, χωρίς να το καταλάβω. Κρύο αίμα.
Τον δεύτερο μήνα, η πρόοδός μου συνοψίζεται στο ότι άλλαζα με άνεση λωρίδα και στο ότι οδήγησα προς και από έναν γάμο στον Μαραθώνα. Οδήγησα με χαρά τη Μαραθώνος, τα ξεφυσήματα λιγόστευαν αισθητά, αλλά ξεπρόβαλλε το επόμενο μεγάλο μου πρόβλημα. Το πάρκινγκ. Πήγα να το βάλω σε ένα χωράφι, με πήραν χαμπάρι, κατέβηκα και το έβαλε η Λίλα.
17 εβδομάδες φρένο γκάζι φρένο
Από τον τρίτο μήνα και μετά (και αφού κατέβηκα τουλάχιστον δέκα δεκαπέντε φορές από τη θέση του οδηγού για να παρκάρει η Λίλα, ντροπή), δεν ξεφυσάω. Άρχισα να χτίζω μομέντουμ για την πρώτη φορά που θα το έπαιρνα μόνος. Και δούλευα το πάρκινγκ. Το ξεπαρκάρισμα μου έδειχνε το δρόμο. Ο μηχανισμός του ήταν ο ανάποδος του πάρκινγκ, σωστά; (ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΜΟΙΑΖΕΙ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ;)
Μη σας κρατάω άλλο, ο διακόπτης στο κεφάλι μου είχε γυρίσει. Θα οδηγάω. Θα παρκάρω, θα ξεπαρκάρω, θα κάνω ό,τι προβλέπεται, σίγουρα άγαρμπα καμιά φορά πολλές φορές, αλλά θα οδηγάω. Δεν ξέρω αν το έγραψε ο Μπουκάι, ο Σεντάρις ή η Λένα Μαντά, αλλά εδώ είχαμε τον θρίαμβο του εξής τσιτάτου: η διάθεση να κάνεις κάτι είναι πολύ πιο σημαντική από το πώς θα το κάνεις τελικά. Γιατί (τελικά) μια χαρά θα το κάνεις. Οδήγηση είναι, δεν είναι το σενάριο του Dark.
Περίπου 100 μέρες μετά την πρώτη φορά χωρίς δάσκαλο, σε ηλικία 37 ετών και 9 ημερών, οδήγησα ένα αυτοκίνητο από ένα σταθερό σημείο σε ένα άλλο σταθερό σημείο τρία χιλιόμετρα πιο μακριά, μόνος. Στο πήγαινε πάρκαρα εύκολα στην Καλλιρόης, με τη μούρη, πίσω από ένα παρκαρισμένο. Στο γύρνα, πάρκαρα δύσκολα κάτω από το σπίτι μου στο Παγκράτι, με πάνω από δέκα μανούβρες στο παρκάρισμα, που ακόμα και έτσι κρινόταν επιεικώς μέτριο.
Δεν πειράζει, μέχρι να πάει το παιδί σχολείο, θα παρκάρω καλύτερα.