Justin Sullivan/Getty Images/Ideal Image
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Καθημερινές ιστορίες δημοσιογραφικής τρέλας

6 δημοσιογράφοι μοιράζονται καθημερινές ιστορίες παρεμβάσεων, σεξισμού και αβάσιμης κριτικής που αποτελούν γνώριμο φαινόμενο στον χώρο των μίντια.

Ψευδείς ειδήσεις και παραπληροφόρηση, έλλειψη εμπιστοσύνης, ψηφιακός μετασχηματισμός, οικονομική βιωσιμότητα, απειλές για την ελευθερία του Τύπου, ηθικά διλήμματα, υπερφόρτωση με πληροφορίες, ψυχική υγεία και ευημερία, εξισορρόπηση της αντικειμενικότητας και της συνηγορίας και ανάγκη για συνεχή μάθηση και προσαρμογή αποτελούν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι.

Η Ελλάδα, παρά την άνοδο που σημείωσε το 2024 στον σχετικό δείκτη της ελευθερίας του Τύπου (88η θέση), παραμένει χαμηλά, αφού, όπως αναφέρεται και στην έκθεση, δεν έχει διαλευκανθεί το τοπίο σχετικά με τις υποκλοπές δημοσιογράφων, ενώ συνεχίστηκαν και το 2023 οι καταδίκες λόγω καταχρηστικών αγωγών κατά δημοσιογράφων (SLAPPS), με την ΠΟΕΣY να έχει προβεί σε σύσταση Παρατηρητηρίου.

Οι προκλήσεις όμως του επαγγέλματος δεν έχουν να κάνουν μόνο με αγωγές και απειλές για τη σωματική ακεραιότητα του εκάστοτε δημοσιογράφου, αλλά με καθημερινές πρακτικές παρεμβάσεων, σεξισμού και αβάσιμης κριτικής από τρίτους. Δημοσιογράφοι από το ελεύθερο, πολιτιστικό, γαστρονομικό, lifestyle, ενημερωτικό και αθλητικό ρεπορτάζ, με εργασιακή εμπειρία χρόνων, μοιράζονται ιστορίες για όλες εκείνες τις φορές που τα ψυχικά τους αποθέματα φτάνουν στο ναδίρ, για να καταλήξουν στο τέλος της ημέρας να πουν το αυτονόητο: «θα γράψω ό,τι θέλω».

Τις περισσότερες φορές οι παρεμβάσεις έχουν εξουσιαστικό χαρακτήρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συνεντευξιαζόμενος απαιτεί να δει το τελικό κείμενο και να προβεί σε διορθώσεις για να σκιαγραφήσει μία «τέλεια» εικόνα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ζητά να αφαιρεθεί απόσπασμα μετά τη δημοσίευση του κειμένου, γιατί πλέον το διαδίκτυο δίνει αυτή την ευκολία.  Δεν είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να φτάσουν στους ανώτερους, επειδή ο δημοσιογράφος έγραψε απλώς τη γνώμη του για ένα βιβλίο, μία παράσταση, ένα εστιατόριο και πάει λέγοντας. Φαίνεται ότι όλοι εκεί έξω έχουν λόγο στο γραπτό σου εκτός από εσένα τον ίδιο. Οι παρακάτω ιστορίες είναι ένα κομμάτι της καθημερινότητας.

«Οι PR μπορεί να σου βγάλουν το λάδι»

Τον συνάντησα στο Ψυχικό, έμενε δίπλα. Τότε δούλευα στο ένθετο μιας μεγάλης Κυριακάτικης εφημερίδας, έκανα συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές mainstream τηλεοπτικών επιτυχιών και τα πρώτα ονόματα στις πίστες. Λαϊκά είδωλα δηλαδή. Αυτός σήμερα είναι persona non grata. Τότε ήταν θιασάρχης, ο πιο διάσημος κωμικός και όλοι τον ξέραμε με το μικρό του όνομα, ήταν αυτός ο ηθοποιός που θα πήγαινα τη μαμά μου να τον δει στο θέατρο. Και ήταν ο μεγαλύτερος μαλ@κ@ς που έχω πετύχει σε αυτή τη δουλειά.

Όλη την ώρα της συνέντευξης μου έλεγε πώς δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η φήμη, η αναγνωρισιμότητα και μακάρι να τα παρατούσε όλα και να πήγαινε κάπου να κάνει ζωάρα. Ότι δουλεύει αποκλειστικά για τα χρήματα και κάνει διαφημιστικά γιατί πληρώνουν καλά. Γενικά ότι σιχαίνεται σχεδόν τη δουλειά του, τις συνεντεύξεις, το κοινό του, τα πάντα που σχετίζονται με τη φήμη. Ψέματα ή αλήθειες που δεν ήθελε να δει δημοσιευμένες. Γιατί όταν τα έγραψα (φυσικά ζήτησε να δει το θέμα πριν δημοσιευτεί/ φυσικά τα είχα απαλύνει), τα άλλαξε όλα (μέσω της δημοσιογράφου/ pr/ γραμματέας που ήταν το δεξί του χέρι) και εκείνη έγραψε απαντήσεις δελτίο τύπου. Μονοδιάστατες, χωρίς να σπάει αυγά, διατηρώντας έτσι το προφίλ του καλού παιδιού και οικογενειάρχη. Που αποδείχτηκε περίτρανα ότι δεν είναι.

Μια άλλη φορά, ξανθιά πληθωρική (πρώην) παρουσιάστρια ζήτησε να την αδυνατίσουμε, να κάνουμε ρετούς στην κοιλιά της. Αυτές πιστεύουν ότι είναι έτσι όπως αυτοποστάρονται στο Instagram, είναι μάστιγα. Ένας πανελίστας με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι στεναχώρησα τη μαμά του που διάβασε κάτι που έγραψα. Οι ηθοποιοί συνήθως θέλουν να βγάλεις μπηχτές που πέταξαν για άλλους ηθοποιούς και το ξανασκέφτηκαν.

Αλλά τις περισσότερες φορές, δεν νοιάζονται οι ηθοποιοί ή οι τραγουδιστές τι θα γράψεις. Οι ενοχλητικοί τύποι (σοβαρά ενοχλητικοί) είναι οι PR που πρέπει κάπως να δικαιολογήσουν τα μισθά τους. Αυτοί μπορεί να σου βγάλουν το λάδι. Δεν ξέρουν ότι κάνουν κακό στους πελάτες τους ζητώντας να είναι βαρετές οι συνεντεύξεις τους. Θα σου αλλάξουν και την άνω τελεία. Είναι άπειροι αυτοί που δεν ζητούν να δουν συνεντεύξεις. Και είναι συνήθως αυτοί που δεν έχουν ανάγκη μια συνέντευξη για να φανούν ενδιαφέροντες άνθρωποι. Απλά, είναι.

ΥΓ: ο γενικός κανόνας είναι ο εξής: όσες πιο πολλές φωτογραφίες, δήθεν παπαρατσικές, βλέπεις σε αυτά τα περιοδικά κομμωτηρίου, τόσο πρέπει να τον αποφεύγεις για συνέντευξη.

Δ.Ζ.

«Δεν θα γράφετε ανακρίβειες»

Άνθρωπος που έχω πάρει τηλέφωνο για να διασταυρώσω ρεπορτάζ, μού έχει πει τη φράση «δεν θα γράφετε ανακρίβειες». Όχι τυχαία (θα πω εγώ) ήταν άντρας και πολιτικός παράγοντας. Φυσικά, ο λόγος που είχα επικοινωνήσει μαζί του ήταν για να μην γράψω ανακρίβειες, αλλά η δημοσίευση των στοιχείων μάλλον δεν βόλευε τον ίδιο και τον πολιτικό του χώρο. Εξού και θεώρησε απολύτως θεμιτό να μού μιλήσει προσβλητικά.

Έχω εργαστεί για πάνω από μία δεκαετία στο lifestyle. Τα τελευταία χρόνια που πέρασα στη «σκληρή» ενημέρωση, ένας θαυμαστός, καινούργιος κόσμος mansplaining έχει ανοιχτεί μπροστά μου. Άντρες που ασχολούνται με την πολιτική (θα τολμήσω να πω σε όλους τους χώρους) έχουν μία αίσθηση του entitlement σε άλλα επίπεδα. Ο μόνος λόγος που η προσωπική μου εμπειρία μέχρι στιγμής δεν είναι κακή είναι ότι ξέρω πως έχω τη στήριξη του διευθυντή μου, ότι έχω έναν άνθρωπο που θα φροντίσει να κάνω τη δουλειά μου χωρίς παρεμβάσεις και, εάν τον πάρουν τηλέφωνο να τού ζητήσουν τα ρέστα για κάτι που έχει γραφτεί -εφόσον αυτό δεν είναι ανακρίβεια- θα στηρίξει το μέσο στο οποίο εργαζόμαστε.

Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ένας υπεύθυνος επικοινωνίας υπουργού, τον οποίο κυνηγούσα να τοποθετηθεί για μία καταγγελία σε βάρος του προϊστάμενού του, με πήρε τηλέφωνο μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ για να μού πει ότι μού έστειλε εκ των υστέρων απάντηση. «Θα τη δημοσιεύσετε», μού είπε. Το δημοσιογραφικά σωστό ήταν, πράγματι, να τη δημοσιεύσω. Από την πλευρά μου, όμως καμία υποχρέωση δεν υπήρχε αφού πριν τη δημοσίευση και αφού είχα υποβάλλει την ερώτησή μου δεν μού σήκωναν καν τα τηλέφωνα. Τέλοσπάντων, το bottom line αυτού που θέλω να πω είναι ότι η δουλειά μας είναι να ελέγχουμε την εξουσία.

Σε πολλές περιπτώσεις η εξουσία (όποιας φύσης) θεωρεί ότι, δικαιωματικά, θα την ελέγξουμε με τους όρους που αυτή αντιλαμβάνεται. Όσο έχουμε τις πλάτες να κάνουμε τη δουλειά μας με συνέπεια, αλήθεια και αξιοπρέπεια, θα γράφουμε αυτά που θέλουμε (εφόσον τα διασταυρώνουμε), με τον τρόπο που θέλουμε (εφόσον είναι σωστά) και τη χρονική στιγμή που θέλουμε (εφόσον κρίνουμε ότι έχει νόημα να δημοσιευτούν τότε).

Και αυτό μπορεί να έχει ένα κόστος βέβαια (αν είσαι γυναίκα ακόμα χειρότερα για σένα) αλλά και τι νόημα θα είχε αυτή η δουλειά διαφορετικά;

Γ. Α.

«Όταν σε απειλούν πως θα μιλήσουν στη Διεύθυνση»

Θα αρχίσω από τα εύκολα: Ουκ ολίγες φορές μου έχει ζητηθεί εκ των άνω να «φροντίσω» έναν γνωστό καλλιτέχνη που δεν εκτιμώ ιδιαίτερα. Αυτό είναι απόλυτα αντιμετωπίσιμο. Ξεμπερδεύεις με ένα ανυπόγραφο κείμενο ή με μία όμορφη παρουσίαση, ή με μία συνέντευξη που κάπως τα ανακατεύεις και τελικά άποψη δεν εκφράζεις. Και έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι και εσύ δεν έχεις εκτεθεί. Τι συμβαίνει όμως με τις άλλες παρεμβάσεις που δεν προέρχονται από το εργασιακό περιβάλλον, αλλά από την άλλη πλευρά;

Ας πούμε νέα μόδα είναι οι καλλιτέχνες να ζητούν το κείμενο της συνέντευξης μετά. Να το τσεκάρουν, μην και εκτεθούν. Πολλά έχουν δει τα μάτια τους, δε λέω, αλλά ας προσέχουν και αυτοί πού μιλούν. Αυτή είναι μία τακτική που ακολουθούσαν ανέκαθεν τα μεγάλα ονόματα του μουσικού κυρίως στερεώματος, αλλά τώρα τείνει να γίνει συνήθεια σε όλους.

Υπερδιάσημη νεαρή τραγουδίστρια ζήτησε εκ των υστέρων το κείμενο απομαγνητοφώνησης εκβιαστικά και έκοψε με το έτσι θέλω 800 λεξεις, αφήνοντας μέσα ό,τι πιο αδιάφορο υπάρχει. Άλλη μία διάσημη νεαρή τραγουδίστρια του εντέχνου, ήθελε γραπτή και μόνο συνέντευξη. Και μετά αφού είχε βγει το κείμενο, ήθελε να αλλάξει αυτά που η ίδια είχε γράψει. Έκανε δηλαδή λογοκρισία στον ίδιο της τον εαυτό. Ας μη μιλήσω καλύτερα για το τι υστερία πέφτει όταν δεν βάλεις την παράστασή ή το live τους μέσα στα 10, 20, 30 καλύτερα. Τότε τα τηλέφωνα αρχίζουν να χτυπούν ακατάπαυστα και οι κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, όταν σε απειλούν πως θα μιλήσουν στη Διεύθυνση και θα σταματήσουν κάθε εμπορική συνεργασία (να σημειωθεί εδώ πως οι εμπορικές συνεργασίες αφορούν συγκεκριμένα κείμενα και όχι αμιγώς δημοσιογραφικά κείμενα άποψης).

Ο.Γ.

«Να το δούμε πριν δημοσιευτεί;»

Έτυχε να προτείνω στη στήλη «Ραντάρ», η οποία απλώνεται στις πρώτες σελίδες του περιοδικού, την προσπάθεια ενός 19χρονου, ο οποίος άνοιξε μια επιχείρηση από αυτές που δεν ακούς καθημερινά (δεν αναγράφω την επιχείρηση, καθώς σε περίπτωση που το δει, φοβάμαι ότι θα βιώσω ξανά μια φάση Baby Reindeer). Το κείμενο για τη στήλη ήταν μικρό, περίπου 150 λέξεις, με έναν τίτλο που παρέπεμπε στην ταινία του Αντονιόνι: «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ».

Μου ζήτησε να το δει. Όντας ακόμη άγουρος στο επάγγελμα και αφελής απέναντι στο triggering ερώτημα «να το δούμε πριν δημοσιευτεί;», το έστειλα. Με πήρε αμέσως τηλέφωνο. Ισχυρίστηκε πώς άλλαξα τα λόγια του και έγραψα ό, τι να ‘ναι, δήλωσε πώς ο τίτλος είναι υποτιμητικός απέναντι σε αυτό που κάνει και να βρω κάτι άλλο. Όντως, το ξαναέγραψα και το ξαναέστειλα. Πάλι κάτι του τσίνιζε. «Θες να μου το γράψεις εσύ, γιατί γνωρίζεις καλύτερα αυτό που κάνεις;» τον ρώτησα ευγενικά. «Δημοσιογράφος είσαι, βρες τρόπο», μου απάντησε επιτακτικά. Τότε είπα στον αρχισυντάκτη μου πως είναι προτιμότερο για όλους μας να μην μπει και να τον αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο.

Έστειλα στον 19χρονο «εντερπρενέρ» πως το κείμενο τελικά δεν θα μπει και τον ευχαρίστησα. Ύστερα, ήθελε να ζητήσει και τον λόγο που δεν μπήκε, στέλνοντάς μου εμμονικά μηνύματα και αναζητώντας μέχρι και το εταιρικό μου νούμερο. Έκτοτε, κάνω ό, τι μπορώ για να αποφύγω τέτοια παρεμβατικά γεγονότα. Δύο χρόνια μετά, αισθάνομαι πως τα καταφέρνω καλά. Έχω ακόμη δρόμο.

Τ.Π.

«Μπορούμε να βγάλουμε αυτό το κομμάτι;»

Η αλήθεια είναι πως δύσκολα ένας δημοσιογράφος «γλιτώνει» από τις παρεμβάσεις ή επεμβάσεις τρίτων στη δουλειά του. Δεν είναι καθόλου σπάνιο σαν περιστατικό να κανείς μια συνέντευξη και στο τέλος να σου λένε «ναι αλλά πριν την ανεβάσεις στείλε τη μου να τη δω, μήπως διορθώσουμε κάτι». Και εκεί αναρωτιέσαι «αφού εσύ τα είπες, ξέρεις τι είπες, τι θέλεις να αλλάξεις; Αν δεν ήθελες να το πεις, γιατί το είπες;». Ή να σε παίρνουν τηλέφωνα αφότου έχει δημοσιευθεί και να σου λένε «μπορούμε να βγάλουμε αυτό το κομμάτι;».

Ναι και φυσικά. Παρέμβαση είναι αυτό. Βέβαια, αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος προτιμάει να φυλάει τα ρούχα του για να έχει τα μισά, διότι υπάρχουν και περιπτώσεις που σκοπίμως παραποιούνται τα λεγόμενα κάποιου. Δεν μιλάμε όμως, τώρα για τέτοιες καταστάσεις. Από εκεί και πέρα, αρκετά παρεμβατικός είναι κι ο κόσμος, εν προκειμένω οι αναγνώστες, με τον δικό τους τρόπο. Ιδιαίτερα όταν βλέπουν γυναίκα δημοσιογράφο για κάποιον λόγο -για πολλούς βασικά, αλλά δεν είναι της παρούσης- τους βγαίνει πολύ έντονα ο χλευασμός, πιάνουν ένα επικριτικό ύφος και ξεκινάνε τα σχόλια, τα σεξιστικά μαζί φυσικά με προσφωνήματα «κοπελιά», «τύπισσα» (το πήρε και πρόσφατα το μάτι μου και λέω μπράβο), «αυτή» (συνήθως συνοδεύεται από το τι ξέρει… αυτή;). Κι άλλα πολλά που δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Όλα αυτά τα σχόλια που θα γραφτούν λοιπόν κάτω από μια δίκη σου δουλειά, που αφιέρωσες χρόνο κι έκανες κόπο, είναι ένα είδος παρέμβασης.

Κ.Μ.

«Με όποιον τρόπο και να το γράψεις θα βρουν κάτι να σου την πουν»

Είναι πάρα πολλά τα σκηνικά. Θυμάμαι μόλις είχα αλλάξει δουλειά κι ετοιμάζαμε ένα ειδικό τεύχος αρχιτεκτονική. Παρένθεση εδώ: Υπήρχε ένα γραφείο που μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά του, την εκτιμούσα και την εκτιμώ ακόμα. Τους ζητούσα πάρα πολλά χρόνια να μου δώσουν συνέντευξη, να μοιραστούν μαζί μου υλικό. Δεν μου απαντούσαν και τις φορές που μου είχαν απαντήσει μού είχαν πει ότι θέλουν να δουν δείγμα της δουλειάς μου, που ξέρεις, η δουλειά μας είναι εκεί έξω στο διαδίκτυο. Εν ολίγοις, στην προηγούμενη δουλειά που μου ήμουν δεν μου έδωσαν ποτέ συνέντευξη, ούτε υλικό παρόλο που είχαμε μία εβδομαδιαία στήλη που πήγαινε καλά.

Στους τρεις μήνες που ήμουν στη νέα δουλειά, αφού βγήκε το ειδικό τεύχος, το γραφείο αυτό προώθησε όλη τη συνομιλία των περασμένων ετών, σε διάφορο κόσμο που είναι «από πάνω μου» για να παραπονεθεί που δεν τους συμπεριέλαβα. Η αλήθεια είναι ότι ταίριαζαν έργα τους στο αφιέρωμα αλλά ο μόνος λόγος που δεν επέμεινα ήταν ότι δεν μου είχαν απαντήσει ποτέ και περίμενα ότι θα μου ρίξουν άκυρο. Ένιωσα πολύ άβολα. Δεν ξέρω αν μπορείς να το πεις προσωπικά δεδομένα αλλά το να προωθείς emails από άλλη δουλειά σε μία άλλη είναι λίγο άβολο.

Υπάρχει πολύς κόσμος, και δεν το λέω μόνο για τους αναγνώστες αλλά και για εκείνους που είναι κάπως μέσα στο κομμάτι της γαστρονομίας, που θεωρεί αυτό που κάνουμε χόμπι. Ότι υπάρχει κάτι άλλο που μας συντηρεί από πίσω. Το οποίο δεν ισχύει. Είναι μία κανονικότατη δουλειά και μάλιστα στρεσογόνα. Τώρα πια γελάω αλλά όταν μου συνέβαιναν αυτά που σου περιγράφω είχα πάθει πανικό και αναρωτιόμουν γιατί να το κάνεις αυτό.

Ένα άλλο περιστατικό συνέβη μόλις μία εβδομάδα αφού είχα αλλάξει δουλειά. Πράγμα που σημαίνει πώς ούτε εκείνοι με ήξεραν αλλά ούτε εγώ. Είχαμε τη δεύτερη μεγάλη καραντίνα κι εγώ είχα προσληφθεί για να γράφω έξοδο, πόλη, φαγητό, που δεν υπήρχαν τότε όλα αυτά. Ήθελα να ετοιμάσω λοιπόν ένα αφιέρωμα για ένα street food που εκείνο το διάστημα το έκαναν από καφέ μέχρι γαστρονομικά εστιατόρια. Στέλνω σε έναν πολύ γνωστό σεφ ότι θέλω να τον συμπεριλάβω για να λάβω απάντηση ότι δεν δέχεται να μπει μαζί με άλλους. Το θέμα δεν είναι ότι δεν ήθελε, αλλά ότι προσπάθησε να φτάσει στον διευθυντή μου για να διαμαρτυρηθεί. Λες όλα καλά δεν έγινε κάτι, αλλά όταν είσαι επτά μέρες σε μία δουλειά και ο άλλος δεν σε ξέρει, τι είπες πώς το είπες, ήταν κάτι που δεν χρειαζόμουν να μου συμβεί.

Έχω καταφέρει τα τελευταία 3,5 χρόνια να μη διαβάζω ούτε ένα σχόλιο κάτω από τα κείμενα όπως ποστάρονται στα σόσιαλ. Είναι μια αρένα στην οποία μπαίνουν όλοι. Ανοίγω όμως τα μηνύματα που πάνε στα «αιτήματα» για να έχω μια επαφή με το τι συμβαίνει. Μου έχει στείλει λοιπόν μήνυμα μια αναγνώστρια όπου περιέγραφε πολύ αναλυτικά τι έφαγε και τι πλήρωσε, για να μου παραπονεθεί ότι ήταν ακριβά. Θα ήθελα να απαντήσω ότι για όλα όσα είχε παραγγείλει, ο λογαριασμός ήταν μάλλον μια χαρά αλλά ο καθένας έχει το δικό του budget. Εκείνη, ωστόσο, μου κούνησε το δάχτυλο ότι κανένα από τα πιάτα που έφαγε (κι είχα γράψει πριν από επτά μήνες) δεν υπήρχαν. Ο κόσμος δεν διαβάζει, αν διάβαζε θα έβλεπε ότι είχα γράψει με δύο διαφορετικούς τρόπους ότι τα πιάτα αλλάζουν τακτικά. Με όποιον τρόπο και να το γράψεις θα βρουν κάτι να σου την πουν.

Όταν κάνεις μεγάλα αφιερώματα – βλέπε τα 30 καλύτερα τσουρέκια, τα 40 μικρά βιβλιοπωλεία – είναι σύνηθες να σου στέλνουν μηνύματα που σου λένε ότι μάλλον δεν γνωρίζεις για να μη βάζεις και το δικό τους κατάστημα. Πρώτον δεν με ξέρεις, μπορεί να το γνωρίζω και να μη θέλω να το συμπεριλάβω. Εννοείται ότι τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από άντρες που μου κάνουν υποδείξεις για το τι δεν γνωρίζω.

Μπορεί να μην είναι του γούστου μου, να μην το έχω επισκεφτεί. Ένας σεφ μια φορά μου έστειλε Σάββατο απόγευμα να με ρωτήσει γιατί δεν έβαλα το πιάτο του κι αν έχω κάτι μαζί του. Απάντησα ότι δεν έχω τίποτα με κανέναν, απλώς δεν το έχω δοκιμάσει. Και δεν μιλάμε για εμπορικής φύσεως κείμενα. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρώ στα Μέσα που παρακολουθώ ότι για να προστατεύσουν τη δουλειά των δημοσιογράφων τους, βάζουν ένα διακριτικό όπως promoted ή advertorial όταν πρόκειται για εμπορική συνεργασία.

Είναι μια δουλειά που νομίζουν όλοι ότι μπορούν να σου στείλουν όποτε θέλουν. Μου έχει στείλει κάποιος 17 Αυγούστου για θέμα που είχα γράψει τον Μάιο αλλά ξαναμπήκε στο facebook γιατί ήταν ακόμα επίκαιρο (ενώ είχε ημερομηνία δημοσίευσης), «μα καλά εμάς γιατί δεν μας έβαλες;». Του απάντησα «μα δεν είχατε ανοίξει τότε».

Τελευταίο και καλύτερο. Έχει στείλει αρχιτέκτονας γράφοντας περιφραστικά να με απολύσουν επειδή όπως είπε, ανέφερα για ένα μαγαζί ποιος τους προμηθεύει τις μπύρες, ποιος παίζει μουσική, ποιος φτιάχνει τις χαρτοπετσέτες (αυτό δεν το είχα γράψει) και δεν είχα γράψει τίποτα για τον ίδιο. Αν με διαβάζει, θα πω ότι δεν είχε κάνει και κάποια φοβερή παρέμβαση μέσα στο μαγαζί. Όταν κάτι έχει ένα design, αξίζει να αναφερθεί φυσικά. 3,5 χρόνια μετά είμαι ακόμα στην ίδια δουλειά.

Π.Ζ.