Κοντραρίστηκα με έναν ταξιτζή και κέρδισα
Ο Θωμάς Ζάμπρας τόλμησε να ζητήσει ρέστα από έναν ταξιτζή και περιγράφει λεπτό προς λεπτό μια από τις μεγαλύτερες νίκες της ζωής του.
- 2 ΜΑΙ 2017
Για να πω την ιστορία σωστά, ας την πιάσω από εκεί που ξεκινάνε όλες οι καλές ιστορίες. Από την αρχή. ΟΚ, αυτή ήταν μια προσπάθεια μου να γίνω κάρτα με ηλιοβασίλεμα και γνωμικά που ποστάρει η μαμά σου στο Facebook με λεζάντα “καλημέρα σε όλους”.
Τώρα που έφυγε από τη μέση, ας ξεκινήσουμε. Εκτός από ποστ για καλημέρα και καληνύχτα όμως, τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να έχουν διάφορες χρήσεις. Κάποιοι τα χρησιμοποιούν για live streaming από το club που είναι, κάποιοι ποστάρουν μόνιμα την ιερά τριάδα τραγουδιών στο Facebook (Archive – Fuck you, Arctic Monkeys – Do I Wanna Know, The Cure – Friday I’m in Love) και είναι και ο ένας περίεργος φίλος που έχεις που χρησιμοποιεί το Facebook για να προειδοποιεί τον κόσμο για κινδύνους.
Εγώ χρησιμοποιώ το Facebook για ξεδιάντροπο promotion της δουλειάς μου και για ποστάρισμα αστείων. Και τώρα θα κάνω και τα δύο μαζί με μια εικόνα.
Αυτή ήταν η εισαγωγή. Πάμε τώρα στο πώς ξεκίνησε η ιστορία με μια εξομολόγηση. Μου κρατάνε ψιλά οι ταξιτζήδες. Ξέρετε το ταξίμετρο γράφει 5,30, τους δίνεις 5,50 και δεν σου επιστρέφουν τα 20 λεπτά. Πριν συνεχίσω, θέλω να κάνω μια διευκρίνιση. Δεν γράφω ένα άρθρο κατηγορώ για ταξιτζήδες. Δεν αντιμετωπίζω τους ταξιτζήδες σαν ομάδα ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά και νοοτροπίες. Δεν είναι μια προσπάθεια γενικολογίας. Η συμπεριφορά και νοοτροπία των ταξιτζήδων ποικίλλει όπως συμβαίνει με κάθε ομάδα ανθρώπων. Αλλά δυστυχώς η συγκεκριμένη τακτική είναι μια τακτική που συναντώ συχνά. Λίγο η βιασύνη, λίγο το ότι καμιά φορά δεν κοιτάω καν το ταξίμετρο και, ας μην κοροϊδευόμαστε, λίγο το άγχος μιας τέτοιας διεκδίκησης με έχουν κάνει να χάσω ένα σημαντικό ποσό σε ρέστα που απλά ‘παρέλειψαν’ να μου δώσουν ταξιτζήδες.
Νόμιζα όμως ότι αυτή είναι μια αναφορά που έχω εγώ και ίσως κάποιοι λίγοι ακόμα σαν εμένα. Έτσι όταν έκανα το παρπάνω στάτους, δεν περίμενα να έχει μεγάλη απήχηση.
Παρ’ όλ’ αυτά, είχε και παραμένει το πιο λαοφιλές στάτους μου, πράγμα που με έβαλε σε σκέψεις. Δηλαδή όσο καλοδομημένο και να το βρίσκεις (ή και όχι, παίζει και αυτό, πιστέψτε με), δεν θεωρώ ότι λειτουργεί χωρίς να έχεις την αναφορά. Θεωρώ πολύ πιθανό ο λόγος που πήγε καλά από like να είναι το ότι πολύς κόσμος ταυτίστηκε ή έστω γνώριζε τη συμπεριφορά. Για κάποιο λόγο αυτό έγινε αφορμή να σπάσει κάτι μέσα μου. Αρκετά με αυτή την συμπεριφορά! Την επόμενη φορά που κάποιος θα μου κρατούσε λεφτά θα επαναστατούσα.
Για να ξέρουμε τι λέμε βέβαια εδώ είναι το πως το φανταζόμουν:
(κάνε τις προσευχές σου, απόψε θα κοιμηθείς στη Niflheim)
Πώς θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα:
(εεε συγγνώμη, αλλά μήπως έχετε τα 20λεπτα;)
Από τότε που έβαλα στο μυαλό μου να μιλήσω όταν θα ξαναγινόταν κάτι αντίστοιχο, πέρασα ήσυχη εβδομάδα με τα ταξί. Έμπαινα, πλήρωνα, μου έδιναν τα ρέστα κανονικά. Αλλά το είχα χτίσει τόσο στο μυαλό μου, που σχεδόν απογοητευόμουν όταν πήγαιναν όλα καλά. Είχα κάνει στο μυαλό μου όλες τις πιθανές εκβάσεις της αντιπαράθεσης και κέρδιζα ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ. Είχα ταπώσει άπειρους υποθετικούς ταξιτζήδες στο μυαλό μου. Κυκλοφορούσα έτοιμος να χτυπήσω σκληρά με τα ακλόνητα επιχειρήματα μου και την αγέρωχη διεκδίκηση μου. Τελικά η ευκαιρία δόθηκε κάποιες μέρες μετά.
Έχω αργήσει για παράσταση, η συγκοινωνία για το μαγαζί είναι σχετικά δύσκολη οπότε αποφασίζω να πάρω ταξί. Το μαγαζί είναι σε περιοχή που δεν κατέχω ιδιαίτερα, το οποίο πάντα με αγχώνει σε ταξί, σε περίπτωση που χρειαστεί να εξηγήσω τη διαδρομή. Μπαίνω στα ταξί και χαιρετάω, με χαιρετάει και αυτός. Μέχρι τώρα πηγαίνει άψογα. Του λέω την περιοχή και τον δρόμο. Παίζει να με είχε κοιτάξει με λιγότερη έκπληξη αν του είχα δώσει μια διεύθυνση στη Μίνας Τίριθ.
(ΟΚ, απλά αν μπορείς να μου πεις πώς βγαίνω στη Gondor γιατί δεν είμαι απ’ το Rohan, δεν τα ξέρω)
“Αγίου Γεωργίου 16, είναι κάθετη στην Ελευθερίου Βενιζέλου που είναι κεντρική…” (οι διευθύνσεις είναι φανταστικές και ουδεμία σχέση έχουν με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις). Μετά από ένα λεπτό εξηγήσεων, μου απαντάει “Ααα κατάλαβα!” Το είπε με ένα τρόπο που με έκανε να καταλάβω αμέσως ότι δεν είχε καταλάβει. Ήταν αυτό το κατάλαβα που σου λέει ο πατέρας σου όταν του εξηγείς πώς να μπει στο mail του. Ξέρεις ότι περιμένεις επαναληπτικό τηλεφώνημα.
(έλα ρε Θωμά, μα πατάω απάνω στο εικονίδιο και δεν γίνεται τίποτα. Τι διάολος είναι αυτός;)
Ξεκινάμε και πηγαίνουμε μια χαρά στην αρχή αλλά κάποια στιγμή το τοπίο αρχίζει και δεν θυμίζει τίποτα. Ξαφνικά το ταξί σταματάει και αρχίζει ο παρακάτω διάλογος.
– Εδώ είμαστε.
– Δεν είναι εδώ.
– Μα εδώ είναι η διεύθυνση.
– Θα πρέπει να με εμπιστευτείς, δεν είναι εδώ που θέλω να πάω.
– Σίγουρα;
– Μα το θεό.
– Εδώ είναι Αγίου Νικολάου 16.
– Μεγάλη η χάρη του, αλλά εμείς θέλαμε τον Γιώργο.
Ντάξει, λογικό λάθος είναι και οι δύο άγιοι είναι, μέχρι και ο Θεός καμιά φορά τους μπέρδευε. Υπάρχει ένα κόλπο να τους ξεχωρίζεις πάντως και θα σας το πω για να το ξέρετε και σεις, αν σας τύχει. Ο ΕΝΑΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ!
(επίσης μπορείτε εύκολα να ξεχωρίσετε τον Άγιο Γεώργιο από τον χαρακτηριστικό δράκο που καρφώνει. Όπως θα παρατηρήσετε, ο Άγιος Νικόλαος έχει μια έλλειψη σε δράκους)
Το πρόβλημα φαινόταν άλυτο. Αλλά δεν είχα υπολογίσει στην ικανότητα του ταξιτζή να βρίσκει λύσεις σε κρίσιμες καταστάσεις. “Δεν ανοίγεις το gps σου να δούμε που είναι;”. “Ωραία, εκτός απ’ την αχρείαστη βόλτα που έκανα με το ταξίμετρο να γράφει, τώρα θα πρέπει να χρεωθώ και δεδομένα κινητού”, σκέφτομαι καθώς ανοίγω τα δεδομένα. Τελικά τη βρίσκω και ευτυχώς δεν είναι πολύ μακριά. Ξεκινάμε για την Αγίου Γεωργίου αλλά στα μισά ανακαλύπτω ότι είναι πολύ πιο εύκολο και γρήγορο για μένα να πάω με τα πόδια απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, μιας και αναγκαστικά θα κάνουμε κύκλο με το αμάξι.
Του λέω να με αφήσει εκεί να με πάω με τα πόδια και σταματάει ψιλοαπρόθυμα. Κοιτάω το ταξίμετρο και γράφει 4.90. Του δίνω ένα 5ευρω και μόλις το πιάνει στα χέρια του, με κοιτάει με ένα βλέμμα “ΟΚ, είμαστε εντάξει εδώ, μπορείς να φύγεις”. Μένω και τον κοιτάω κάμποση ώρα μήπως πιάσει το νόημα, αλλά φαίνεται ότι είναι τόσο ικανοποιημένος από τον χειρισμό της κούρσας που είναι σίγουρος ότι αξίζει ένα φιλοδώρημα. Μιας και αυτός ο διαγωνισμός κοιτάγματος στα μάτια δεν έβγαζε πουθενά, σπάω την σιωπή “Τα ρέστα;”. Μου απαντάει ξερά και αποφασιστικά, “αν έχω δεκάλεπτο”. “ΦΥΣΙΚΑ ΑΓΟΡΙΝΑ! Αν έχεις, αν δεν έχεις δεν θέλω να σε πιέσω κιόλας”, σκέφτηκα. Του απαντάω θριαμβευτικά, “αν δεν έχετε, δεν πειράζει, θα πάμε σε ένα περίπτερο να χαλάσετε”.
(ΩΩΩΩΩΩΩΩ! Τι έγινε;! Πώς νιώθεις που είσαι αποδέκτης αυτής της ατάκας για αλλαγή;)
Δε θα σας πω ψέματα, εδώ τα πράγματα είχαν αρχίσει να σκληραίνουν. Μπορούσες να νιώσεις την πίεση και τη δυσφορία της κατάστασης. Είχαμε τερματίσει το άβολο. Αλλά δεν φτάνει που με πήγε σε λάθος διεύθυνση, με έβαλε να χρεωθώ το gps και δεν είχε κανένα σκοπό να κόψει κάτι, ενώ καθυστερήσαμε από δικό του λάθος, ΗΘΕΛΕ ΚΑΙ 10 ΛΕΠΤΑ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑ. Ήμουν αποφασισμένος να μην του χαριστώ. Θα το πήγαινα μέχρι τέλους.
Γυρίζει, με κοιτάζει εμφανώς νευριασμένος πια και μου λέει, “δεν έχω δεκάλεπτο”. Του απαντάω ήρεμα, “Ωραία δεν πειράζει, πάμε να βρούμε ένα περίπτερο”. Με καρφώνει με ένα βλέμμα μαχαιριά ενώ είμαστε σταματημένοι πια εδώ και ένα 3λεπτο. Τα αμάξια από πίσω έχουν αρχίσει να μας κορνάρουν. Η φάση είναι σκληρή. Ο τύπος έχει απομείνει να με κοιτάει, με την ελπίδα να τα παρατήσω, αλλά δεν πρόκειται να κουνηθώ. Όταν επιτέλους ο ταξιτζής χάνει κάθε ελπίδα να μου φάει τα δέκα λεπτά, λυγίζει, κάνει ότι χάνει λίγο ακόμη μου δίνει ένα 50λεπτο με νεύρα. Του επιστρέφω 40 λεπτά και βγαίνω απ’ το ταξί νικητής.
Δεν είναι ότι δεν ήξερα ότι έχουν γίνει και πιο σημαντικές νίκες στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά η ψυχολογία μου για τη χαρά της επιμονής μου στη διεκδίκηση που έφερε αποτέλεσμα, ήταν απίστευτη. Βγήκα απ’ το ταξί, έκλεισα την πόρτα και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω, αλλά στο μυαλό μου ήταν κάπως έτσι.
(μη δείξεις ότι καίγεται ο κώλος σου, παίξ’ το άνετος)
(κεντρική φωτογραφία: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)