ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Ξυπνώντας χωρίς το μπροστινό σου δόντι

Ένας συντάκτης, ο ίδιος που παραλίγο να πεθάνει από κατσαριδοκτόνο, γράφει για τον αντικειμενικά μεγαλύτερο εφιάλτη που έζησε ξύπνιος.

Θυμάσαι την περσινή μου μάχη με την κατσαρίδα-εισβολέα; Μπροστά σε αυτήν την ιστορία είναι παραμύθι για μικρές παιδούλες.

~~~

Αποτελούσε ανέκαθεν κοινό μυστικό της οικογένειας ότι η πάστα των δοντιών μου θα μπορούσε να κατέβει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα χειρότερης πάστας δοντιών και να γυρίσει στη χώρα με μετάλλιο. Το πόσο άτακτα έπλενα τα δόντια μου στο δημοτικό και το πόσα γλυκά έτρωγα στο κρεβάτι για να με πάρει γλυκά :/ ο ύπνος δεν βοηθούσαν την κατάσταση.

Ωπ, τι έχουμε εδώ; Γρήγορο διάλειμμα για να σου θυμίσουμε ότι το βράδυ στις 23.00 έχουμε live chat για το δεύτερο επεισόδιο του Game of Thrones V. Εκεί να δεις πώς φεύγουν τα δόντια.

Μια σχετική διάκριση ήταν ότι στα 11-12 έγινα ο νεότερος Ευρωπαίος πολίτης που έχει αλλάξει επτά οδοντιάτρους. Για τις εξαγωγές είχα έναν γιατρό με μουστάκι και καθόλου χιούμορ στην Αργυρούπολη, για σφραγίσματα έναν παιδικό φίλο της μάνας μου με εργαλεία 70s τεχνολογίας στην Ηλιούπολη, για απονευρώσεις τον πατέρα μιας γκόμενας του αδερφού μου, που έμοιαζε εξωφρενικά με τον Δημήτρη Κωνσταντάρα. Όχι η γκόμενα, ο πατέρας της. Γενικά, έδινα ψωμάκι σε έξι οικογένειες, καθώς ο ένας από τους επτά γιατρούς ήταν εργένης.

 

Αν έγραφα ένα βιβλίο για τις περιπέτειες των δοντιών μου τον Μάιο του 2009 που μου συνέβη ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο, θα περιείχε:

– Δέκα με δεκαπέντε λίτρα ούζο που επιστρατεύτηκαν μεταμεσονύκτια για να μουδιάσουν τον πόνο του εκάστοτε χαλασμένου δοντιού.

– Πάνω από εκατό γραμμάρια ατόφιου ασημένιου σφραγίσματος πασαλειμμένου στα πίσω δόντια, που αφού μου συνέβη ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο, έκανα τα περισσότερα λευκά και δεν τα καταλαβαίνεις αν για κάποιο λόγο ανοίξω το στόμα μου για να δεις τα δόντια μου.

– Αρκετά λίτρα αίμα

– Ακόμα πιο πολλά λίτρα νερό που μπουκώνεις στο ποτηράκι που ποτέ δεν χωράει αρκετό νερό για να ξεπλύνεις το στόμα σου και να το φτύσεις οπότε αναγκάζεσαι να ζητήσεις κι άλλο νερό κουνώντας τα χέρια, γιατί συνήθως δεν μπορείς να βάλεις το στόμα να δουλέψει.

– Κουβάδες μαύρο δάκρυ

Δεν ξέρω γιατί δεν έχω γράψει ακόμα αυτό το βιβλίο. Ξέρω πάνω από εκατό οδοντοφοβικούς. Τέλος πάντων, φτάνουμε στον Μάιο του 2009.

~~~

Εκείνη την περίοδο ήμουν πάρα πολύ απασχολημένος με το catch-up του Californication και έμενα ξύπνιος ως αργά βλέποντας ‘άλλο ένα επεισόδιο’. Ήταν άλλο ένα βράδυ που αποκοιμήθηκα νομίζοντας ότι είμαι ο Hank Moody.

Στον ύπνο μου έβλεπα κάτι πολύ ζόρικο. Είχα μπλέξει λέει σε έναν τρελό καυγά σε ένα κωλόστενο έξω από το Bellagio στο Λας Βέγκας. Πέντε εναντίον δύο. Εγώ ήμουν στους δύο. Μας ξυλοφόρτωναν κάτι Λατίνοι ντίλερ γιατί κλέβαμε στη ρουλέτα, αλλά εμείς εκεί, δεν λέγαμε να συμμορφωθούμε. Πέφταμε κάτω και σηκωνόμασταν έτοιμοι να φάμε περισσότερες. Μες στη γενικότερη μανούρα, εγώ έσφιγγα -προφανώς στην πραγματικότητα- τα δόντια για να ξανασηκωθώ και να συνεχίσω να τρώω ξύλο.

 

Λίγο πριν ξυπνήσω, εκεί στα γλυκά λεπτά μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, άρχισα να σπρώχνω το αριστερό από τα δύο μπροστινά μου δόντια με όλη μου τη δύναμη. Δεν ξέρω γιατί, ίσως έβλεπα ότι οι πέντε σταμάτησαν να μας κοπανάνε και αποφάσισαν να μας βγάλουν τα δόντια. Έσπρωχνα γερά με τη γλώσσα, αλλά ήμουν και βέβαιος πια ότι πρόκειται για όνειρο.

Και έσπρωχνα.

Και έσπρωχνα.

Και ξαφνικά ακούστηκε ένα κρακ.

Αλλά εγώ έσπρωξα άλλη μια φορά.

Και η γλώσσα μου προσγείωσε ατόφιο το μπροστινό μου δόντι στο μαξιλάρι.

 

Μετά το κρακ και το σερβίρισμα του δοντιού στο μαξιλάρι άνοιξα τα μάτια τόσο απότομα που έκαναν θόρυβο. “Μαλάκα, τι όνειρο ήταν αυτό. Πωπωπω, ούτε στον εχθρό μου τέτοιος φόβος (σ.σ. ‘χέσιμο’ είπα, αλλά δεν είναι τρόποι αυτοί). Άκου εκεί, να σου φύγει ένα δόντι ενώ κοιμάσαι”. Μισός όρθιος μισός ξαπλωμένος στο κρεβάτι, λες και ξύπνησα με όρεξη για ραχιαίους, άρχισα να τσεκάρω με τη γλώσσα μου αν είναι όλα τα δόντια μου εκεί. Ξεκίνησα από πίσω. Τα πήγαινα υπέροχα, τσεκ, τσεκ, τσεκ, τσεκ, ώσπου έφτασα στα δύο μπροστινά δόντια.

Έβαλα τη γλώσσα από πίσω τους και η γλώσσα μου διχοτομήθηκε. Η μισή κρύφτηκε πίσω από το δεξί μεγάλο δόντι, η άλλη μισή δεν βρήκε αντίσταση από το αριστερό, γιατί δεν υπήρχε αριστερό. Το δόντι βρισκόταν -αναίμακτα κιόλας- στο μαξιλάρι μου.

Καταλαβαίνεις ότι αυτό που έπαθε ο Ed Helms στο Hangover ήταν απλά ένα αστειάκι μπροστά στο έπος μου. Αυτός ξύπνησε χωρίς τον άνω αριστερό πλευρικό τομέα, εγώ χωρίς τον άνω αριστερό ΚΕΝΤΡΙΚΟ τομέα. Επίσης, αυτός έπαιζε σε ταινία, εγώ ζούσα τη ζωή.

Πάνω πάνω, λίγο πριν η γλώσσα καλημερίσει το ούλο, υπήρχε ακόμα ένα πολύ μικρό κομμάτι δόντι. Αυτό σήμαινε ότι το δόντι δεν είχε ξεριζωθεί, γεγονός πολύ βολικό για το ξαναχτίσιμό του αλλά παντελώς αδιάφορο για την κατάστασή μου εκείνη τη στιγμή.

Είχα δύσπνοια, έψαχνα το κινητό για να ενημερώσω ότι θα λείψω επ’ αόριστον από τη δουλειά (δεν ήξερα πότε θα μπορούσα να έχω πάλι δύο δόντια μπροστά) και ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω. Αυτό που έπαθα είναι νούμερο ένα στη λίστα με τα χειρότερα που μπορούν να σου συμβούν χωρίς να έχεις διανοηθεί ότι θα μπορούσαν να συμβούν.

Εννοώ ότι ο θάνατος μπορεί να περνάει από το μυαλό σου δέκα φορές τη μέρα, αλλά το να ξυπνήσεις χωρίς το πιο βασικό σου δόντι δεν είναι κάτι για το οποίο έχουν ανησυχήσει πάνω από δέκα άνθρωποι στην ιστορία πριν διαβάσουν αυτό το θέμα.

Το πολύ μικρό κομμάτι που ένιωθα με τη γλώσσα μού γέννησε την ελπίδα ότι η ζημιά μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη. Ότι θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα είναι σαν απλά να έχω σπάσει το δόντι μου. “Μπορεί να ‘μαι πιο γοητευτικός έτσι”, σκέφτηκα για μια στιγμή. (Γκούγκλαρα ‘celebrities with broken teeth’ και μου έβγαλε τον Κάρεϊ. Ορίστε, μια χαρά είναι το χαμόγελο του Κάρεϊ).

 

Εύχομαι από την καρδιά μου να μη δεις τον εαυτό σου χωρίς το μπροστινό σου δόντι, εκτός αν είσαι οκτώ χρονών και για κάποιο λόγο διαβάζεις ΟΝΕΜΑΝ και όχι Εμείς και ο Κόσμος. Αλήθεια εύχομαι να μην το ζήσεις.

Για λίγα λεπτά σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω. Το να μείνω για πάντα κλεισμένος στο δωμάτιό μου φάνηκε πιο συμπαθητικό σενάριο κι έτσι δεν αυτοκτόνησα. Μετά μου έκοψε και σήκωσα το δόντι από το μαξιλάρι. Ξαναπήγα στον καθρέφτη και δοκίμασα να το ενώσω με ό,τι απέμεινε να εξέχει από το ούλο. Η σύνδεση ήταν τέλεια. Για μια στιγμή είδα τον παλιό, ολόκληρο εαυτό μου. Δεν μπορεί, κάποιος θα μπορεί να κολλήσει το δόντι στη θέση του, αναθάρρησα. Το πρόβλημα είναι ότι εδώ και τέσσερα χρόνια δεν είχα πάει σε οδοντίατρο.

Ζήτησα βοήθεια από τον αδερφό μου:

– Καλημέρα, μήπως, έχεις κάναν καλό οδοντίατρο;

– Ναι, έχω έναν θεό. Θα πεθάνεις στα γέλια.

– Μπορεί να μου ξανακολλήσει αυτό το δόντι πιστεύεις;

– ΩΧ, ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΕΠΑΘΕΣ ΡΕ; ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΑΥΤΟ; ΚΑΤΑΠΙΕΣ ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΣΟΥ;

– Όχι, να το.

– ΩΧ, ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΕΠΑΘΕΣ ΡΕ; ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΑΥΤΟ;

– Δεν ξέρω, δώσ’ μου το τηλέφωνό του.

Η σύσταση “είναι θεός, θα πεθάνεις στα γέλια” δεν είναι η πιο χρήσιμη τη στιγμή που χρειάζεσαι έναν οδοντίατρο που πρέπει να κάνει καλά τη δουλειά, αλλά τα χέρια μου ήταν δεμένα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μάζεψα το δόντι που πήγε να αποδράσει, σφράγισα το στόμα για να μην αντιληφθείς κανείς το κενό στο στόμα μου και περπάτησα μέχρι τον χωρατατζή οδοντίατρο. Ήταν μόνο είκοσι λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου.

Έφτασα στο ιατρείο και διάβασα ένα περιοδικό του 2002. Ευχήθηκα τα εργαλεία του να μην είναι το ίδιο παλιά με τα περιοδικά στο σαλονάκι, αλλά μέχρι να πιάσει η ευχή, ήρθε η σειρά μου και μου φώναξε να περάσω.

Με ρώτησε τι έχω, του έδειξα το δόντι στο χέρι και την τρύπα στο σημείο που θα ‘πρεπε να βρίσκεται και μετά από ένα πινγκ πονγκ ερωτήσεων και απαντήσεων, κατέληξε ότι το δόντι το ‘σκασε επειδή ήταν απονευρωμένο και άλλα τρία τέσσερα πράγματα, από τα οποία κράτησα μόνο ότι το δόντι ήταν απονευρωμένο.

– Και τι κάνουμε τώρα γιατρέ;

-Προσευχόμαστε, είπε και θυμήθηκα κατευθείαν την προειδοποίηση του αδερφού μου για το πηγαίο του χιούμορ.

 

Μετά από αυτήν την ατάκα, εκτίμησα το γιατρό που με περίσσια αυτογνωσία μου σύστησε να πάω αλλού για τη θήκη. Ενώ μου κολλούσε το δόντι μάλλον με ασβεστόκολλα μιλούσαμε για κινηματογράφο (φοβερός σινεφίλ ο γιατρός), αφού δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για την άλλη του μεγάλη αγάπη, το ποδήλατο (φοβερός άσχετος εγώ).

Όσο περισσότερο μιλούσε ο γιατρός, τόσο θύμιζε τον Γιάννη Ζουγανέλη του ‘Hot Seat’ (κάθε απόγευμα στον ΣΚΑΪ) που μα το Θεό, είναι τόσο φριχτός που γίνεται must-see. (Την προηγούμενη εβδομάδα τον είδα τέσσερις μέρες σερί για να καταλάβω αν ξεπερνάει στα αστεία τον Μάρκο Σεφερλή. Σχεδόν έχει φτάσει τον αγαθό σινεφίλ και ποδηλάτη δόκτορα που κολλούσε με μια λευκή, συμπαγή γλίτσα το δόντι που έφυγε με το δόντι που έμεινε πίσω).

Στο τέλος, ήταν λες και είχα μια τσίχλα γύρω από το δόντι. Δεν με πείραξε καθόλου. Οι αναπνοές μου είχαν γυρίσει στο φυσιολογικό και εγώ μπορούσα να ζήσω και πάλι σαν άνθρωπος.

Λίγους μήνες μετά, πήγα στον κορυφαίο οδοντίατρο που δούλεψε ποτέ στην Ελλάδα (πληροφορίες εντός) και εκτός από μια τέλεια θήκη, μου έφτιαξε όλα τα δόντια που ήθελαν φτιάξιμο, και μαζί με αυτά την ψυχολογία και την προσωπικότητά μου, ενώ άλλαξε και τα μαύρα σφραγίσματα σε άσπρα. Καλά κατάλαβες, μόνο ομάδα δεν μου άλλαξε.

 

Γενικά προσέχω πάρα πολύ με τους ξηρούς καρπούς, δεν δαγκώνω κουφέτα ή ζάρια ή πέτρες και τουλάχιστον έξι φορές τη μέρα τσεκάρω ότι όλα μου τα δόντια είναι στη θέση τους. Ξέρω ότι δεν θα το ξεπεράσω ποτέ.