Μάνα είναι μόνο μία
Για τη γιορτή της μητέρας οι συντάκτες του ONEMAN αφιερώνουν λίγες λέξεις στην one μάνα τους.
- 12 ΜΑΙ 2013
Στο ΟΝΕΜΑΝ ουκ ολίγες φορές έχουμε μιλήσει για την αγάπη για τις μητέρες μας και για το πώς κατά βάθος παραμένουμε μαμάκηδες. Μέρα που είναι λοιπόν δε θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Ήταν υποχρέωση των αντρών του ΟΝΕΜΑΝ, σαν καλοί γιοι που είμαστε, να γράψουμε δυο λόγια για τις μητέρες μας. Είναι το ελάχιστο.
150 λέξεις είναι λίγες για την Έτα λέει ο Χρήστος Χατζηιωάννου
Και νομίζω είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που την αποκαλώ με το όνομά της. Δεν είμαι από αυτούς. Την έχω πει μάνα, μαμά, μανούλα, mother, μητέρα και όλα τα σχετικά αλλά ιστορία δεν το έπαιξα ποτέ στη γυναίκα που με “έκανε” να γράψω την “ωδή στην ελληνίδα μάνα“. Εκείνη που ξέρει μοναδικά να μου δείχνει ότι κάτι δεν της αρέσει. Που θα πάρει ύφος χιλίων Ελισσάβετ αν δεν συμφωνεί με τις επιλογές μου. Εκείνη που θα κάνει τα πράγματα όπως θέλει εκείνη, όχι γιατί έτσι θέλει αλλά “γιατί έτσι πρέπει”.
Πιο πολύ όμως από όλα αυτά είναι εκείνη που με έμαθε να σέβομαι και να αγαπάω τις γυναίκες. Να ντύνομαι σαν άνθρωπος (τις περισσότερες φορές). Να ξέρω τι σημαίνει σπιτικό φαγητό και πιάτο με πραγματική γεύση. Το πιο μεγάλο μάθημα όμως που μου έδωσε είναι εκείνο της ανιδιοτέλειας. Να δίνω στον διπλανό μου χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα, να νοιάζομαι για τους άλλους τριγύρω μου και να μην ξεχνάω τους ανθρώπους στη ζωή μου.
Είναι εκείνη που πριν 6 χρόνια και μπαίνοντας στο πιο σοβαρό χειρουργείο της ζωής της επέλεξε να μην το μάθω για να μην χαλάσει η ζαχαρένια του γιου της στο Λονδίνο. Που έκανε πρόβα 4 ώρες μία φράση για να μην καταλάβω τίποτα, όταν δεν μπορούσε ούτε το όνομά της να ψελλίσει.
Δυσκολεύομαι λίγο να γράψω, δεν ξέρω γιατί. Είναι σαν τους στίχους του Δεληβοριά στον “Φώτη” που λέει “Δεν νομίζω πως θα καταφέρω να σε πω ποτέ μπαμπά, ούτε να σου δείξω όσα ξέρω κι όσα νιώθω στη καρδιά”. Όσο εύκολο μου είναι να γράψω και να εκφράσω τα συναισθήματά μου για όλους τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μου τόσο δύσκολο είναι να εκφραστώ για την οικογένειά μου και την μητέρα μου. Γράψε ρε Φοίβο ένα τραγούδι και για εκείνη να κλέψουμε λίγη έμπνευση…
Για το “μια χαρά είμαι” της Γεωργίας, γράφει ο Μάνος Χωριανόπουλος
«Πώς πήγε;»
«Μια χαρά είμαι, δεν έχω κάτι»
«Πρέπει να γίνει χειρουργείο, τις επόμενες μέρες»
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι να προσθέσω στα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί από άλλους γιους και κόρες, ούτε κλισέ, το οποίο θα μπορούσα να αποφύγω. Για την μητέρα μου, την Γεωργία, μπορώ να πω μόνο αυτό. Ότι δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο στη ζωή μου, που να προσφέρει τα πάντα στους ανθρώπους γύρω της, χωρίς να ζητά τίποτα ( ούτε καν το «ευχαριστώ»), ακόμα και αν κάνει κακό στον εαυτό της.
Ο διάλογος με τον οποία ξεκίνησα, είναι μεταξύ εμού, της μητέρας μου και μιας γιατρού, που με πήρε στη άκρη να με ενημερώσει. Πριν 4 καλοκαίρια είχα την καλή ιδέα να τη συνοδεύσω για μια εξέταση. Πονούσε επί μήνες και ήξερε ότι ήταν άρρωστη. Δεν το έλεγε σε κανέναν και δεν εξεταζόταν, επειδή την ίδια περίοδο ήταν σοβαρά άρρωστος ο πατέρας μου και δεν ήθελε να τον αφήσει ή να επιβαρύνει εμάς.
Η διάγνωση που εκείνη ονόμασε «μια χαρά είμαι», ήταν καρκίνος στο έντερο. Και το ότι καθυστερούσε να εξεταστεί, θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο λάθος. Χειρουργήθηκε και γλύτωσε. Η μεγάλη στενοχώρια της εκείνο το καλοκαίρι, ήταν, όπως είπε αμέσως μετά το χειρουργείο, ότι «μας χάλασε τις διακοπές».
Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για την Καίτη “The Rock”
Όταν μικρός φοβόμουν τα βράδια να κοιμηθώ, επειδή δεν ήθελαν να πεθάνουν οι γονείς μου, έρχοταν στο κρεβάτι να μου πει και να μου δείξει ότι θα είναι εκεί, πάντα δίπλα μου. Όταν ήθελα να γίνω μεγάλος και τρανός μπασκετμπολίστας, ήταν σε όλα τα λεωφορεία και τα ταξί από τη Γλυφάδα ως το Πασαλιμάνι, μέχρι ο μπούλης εγώ, να μπω στο πρώτο μόνος μου. Όταν ο πατέρας μου έκανε πλάκα στην αρρώστια του για 8 χρόνια, μέχρι να βαρεθεί να παίζει παρατάσεις και να φύγει, ήταν εκεί δίπλα του ως το τέλος, βράχος. Όταν έπρεπε να μάθω αν πρέπει πρώτα να παίρνω ή να δίνω, ήταν εκεί για να με πείσει ότι δεν υπάρχει παίρνω. Όταν εγώ φερόμουν σαν μαλάκας γιος απέναντί της (γιατί όλοι οι γιοι κάποια στιγμή είμαστε μαλάκες με τη μητέρα μας) ήταν εκεί βράχος, λες και ήξερε ότι θα μεγαλώσω και θα καταλάβω, θα μετανιώσω. Όταν μου λένε “η μητέρα σου, σου κάνει όλα τα χατίρια”, απαντάω “αυτή είναι η δουλειά της και είναι η καλύτερη σε αυτήν”. Όταν σε λίγες εβδομάδες, με το καλό, θα γίνω μπαμπάς, θέλω να είναι εκεί, βράχος, για να μου πει τι να κάνω. Ο πατέρας μου ήταν όλη μου τη ζωή ο καλύτερος μου ο φίλος. Η μητέρα μου είναι όλη μου τη ζωή, αυτή που μου έδειχνε ότι θα τα καταφέρω και χωρίς αυτόν. Μαμά, ευχαριστώ για όλα και συγνώμη για περισσότερα.
“Μαμά τα ξέρω όλα”, θέλει να φωνάξει ο Ηλίας Αναστασιάδης
Έχω παραδεχτεί ότι είμαι μαμάκιας χρόνια πριν το γράψω στο Oneman. Μικρός, όταν η μαμά με έμαθε να συλλαβίζω και να διαβάζω, έπαιρνα αυτές τις μεγάλες λευκές κόλλες για τη ζωγραφική και αντί να φτιάχνω σπιτάκια και ήλιους, της έγραφα”Μαμά, μ’ αγαπάς; Γράψε ένα ‘ναι’ ή ένα ‘όχι'” και της το έστελνα σε φάκελο περιμένοντας την απάντηση. Μέχρι να με πιάσουν τα αντιδραστικά μου στο Γυμνάσιο, ήμουν όλο εξομολογήσεις, αγάπες καιλουλούδια. Μετά, ξαφνικά, λες και μου έκανες ένεση κωλοπαιδισμού, η μαμά μου η (Μαργα)Ρίτα ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο, στον οποίο τολμούσα να μιλήσω απότομα. Ακόμα και σήμερα. Όση μαγκιά δεν μου βγήκε μικρός, βγαίνει αναδρομικά μέχρι σήμερα. Γιατί ο άνθρωπος είναι από γεννησιμιού ηλίθιος και ξεσπάει ακριβώς εκεί που τον παίρνεικαι εκεί που ξέρει ότι η αγάπη έχει ανοσία στους ‘κακούς τρόπους’. Μπορεί η Ρίτα να έχει κάνει αρκετά παράπονα για 18 ζωές, αλλά μας έχει δώσει (εμένα, του αδερφού μου και του μπαμπά) αρκετή αγάπη για 180. Πρόσφατα, πνιγμένος από το πόσα πολλά της χρωστάω και πόσα λίγα της εκφράζω, αποφάσισα να της γράψω ένα γράμμα. Να της πω ότι ξέρω όλα όσα έχει κάνει για μας. Το γράμμα ξεκινούσε με ένα “Αφού δεν μπορώ να στα πω, θα στα γράψω”. Ο καθένας με τον τρόπο του, θαρρώ.
Στο τετραπέρατο μυαλό της Φιλιώς ο Πάνος Κοκκίνης
Αν δεν είχε αποφασίσει να πάρει 45 κιλά (κάνοντας ενέσεις με ορμόνες λαδιού) και να μείνει ένα χρόνο ακίνητη στο κρεβάτι, τώρα δεν θα ήμουν εγώ εδώ. Καταλήγοντας όπως τα 4 αγέννητα αδέλφια μου που έχασε. Κάτι που μου θυμίζει συχνά πυκνά, δείχνοντας μου την ουλή από την καισαρική. Κατά τα άλλα η Τριανταφυλλιά από την Δραπετσώνα ήταν η κλασική ελληνίδα μάνα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να φτιάξω μόνος μου καφέ μέχρι και τα 27 μου που έφυγα από το σπίτι. Ενώ, επειδή ήταν διευθύντρια στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης και στις κατασκηνώσεις, είχα πάντοτε προνομιακή μεταχείριση από τα δεκάδες παιδιά, συνήθως 10 χρόνια μεγαλύτερά μου, που την φοβόντουσαν και την σεβόντουσαν. Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι είμαστε ίδιοι. Εγωιστές, παμπόνηροι και καταφερτζήδες. Για αυτό και μαλώνουμε συχνά (αλλά επιφανειακά). Πάνω από όλα όμως την σέβομαι γιατί, ενώ δεν το περίμενα, έγινε η καλύτερη γιαγιά όλου του πλανήτη (σ.σ. δεν βαριέται να παίζει και να ασχολείται με το παιδί επί 24ώρα συνεχόμενα). Όσον αφορά για το πώς φέρθηκε στον πατέρα μου, που κατάφερε να τον κρατήσει ζωντανό μέχρι τα 94 του (παρότι είχε βαρέσει 3 καρδιακές προσβολές, 2 εγκεφαλικά και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς), απλά εύχομαι να έχω και εγώ την -απίστευτη- τύχη του.
Για την αγάπη της Άννας ο Θοδωρής Δημητρόπουλος
Μας θυμάμαι στη Disneyland στο Παρίσι, 14 χρονών γαϊδούρι εγώ, και η ό,τι πιο κοντινό έχω σε μεγάλη αδερφή στον κόσμο, να μου λέει “πάντως κι εσύ την έχεις σκάσει ρε σύ”. Καμιά φορά το σκέφτομαι τι έχει τραβήξει η μητέρα μου από εμένα κι απ’τον αδερφό μου και θέλω να βγάλω μια σιωπηλή κραυγή να τα ισοπεδώσει όλα. Υποθέτω αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι του να μεγαλωνεις μια οικογένεια που λατρεύεται μεταξύ της, η ιδέα πως θα είσαι πάντα εκεί για όλα ακόμα κι αν ο άλλος σου έχει τσακίσει τα νεύρα.
Εννοείται πως το μεγάλωμά μου είναι γεμάτο με μικρα και μεγαλα πράγματα που με σχημάτισαν και τα οφείλω στη μητέρα μου- η αγάπη και η σχολαστικότητα με την οποία έβγαζε τα βινύλια από τη θήκη τους· το ότι με ενθάρρυνε να ασχολούμαι με τα πράγματα που αγαπάω (ακόμα κι αν οι καθηγητές στο σχολείο τσαντίζονταν που αυτό μεταφραζόταν ως ‘δε θα διαβάσω αρχαία ΠΟΥ ΝΑ ΧΤΥΠΙΕΣΤΕ ΚΑΤΩ’)· τα συρτάρια γεμάτα με βιντεοκασέτες κάθε πιθανής κι απίθανης ταινίας γραμμένης με υπομονή από την τηλεόραση για να πατάει και παύση στις διαφημίσεις· ο τσαμπουκάς της (και αυτό θα σήκωνε ολόκληρο ξεχωριστό θέμα, ειλικρινά)· ότι ποτέ δεν προσπάθησε να αρνηθεί το πόσο εφιαλτική μαθήτρια για τους καθηγητές της ήταν, μαθαίνοντάς μου να μην υποκρίνομαι πως είμαι άλλος από αυτόν που είμαι· όχι η ίδια η μουσική, αλλά το πώς με έμαθε να ψάχνω και να απολαμβάνω τη μουσική· ο μουσακάς της· ειλικρινά, είναι χιλιάδες πράγματα, είναι τα πάντα. Όμως τελικά πάντα γυρνάω σε αυτό. Στην ιδέα της αγαπημένης οικογένειας και το πώς αυτό συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Σε πολλούς φίλους μου κάνει εντύπωση το πόσο αγαπημένος είμαι με τον αδερφό μου, για παράδειγμα. Είναι λογικό- ξέρεις πως πάντα έχεις τον άλλον δίπλα σου, no matter what. Δε θα μπορούσαμε να έχουμε μεγαλώσει αλλιώς.
Μακριά και πολύ αγαπημένοι με τη μάνα του ο Στέλιος Αρτεμάκης
Είναι η τελευταία γυναίκα πάνω στη γη με την οποία θα ήθελα να είχα οποιαδήποτε σχέση αλλά είναι η μάνα μου. Νομίζω το ίδιο αισθάνεται κι αυτή. Είμαι ο τελευταίος άντρας πάνω στη γη που θα κοιτούσε για τον οποιοδήποτε λόγο αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Είμαι ο γιος της. Να στο πω αλλιώς. Κανένα οιδιπόδειο μεταξύ μας. Δεν έπαιξε ποτέ. Πως να παίξει όταν ο ένας ενσαρκώνει ότι δεν αντέχει να βλέπει ο άλλος.
Γι’ αυτό την αγαπάω απίστευτα. Υποτίθεται ότι η μάνα πρέπει να είναι “ερωτευμένη” με το γιο της. Την κόρη να “δασκαλεύει” αλλά για τον αληταρά το γιο της να μη σηκώνει κουβέντα. Με τη δική μου μάνα όμως είναι καθαρές κουβέντες. Δεν παρασυρόμαστε από “έρωτες”. Είναι σκέτη αγάπη μάνας – γιου θέλω να πιστεύω. Και ας σκέφτομαι καμιά φορά ότι στο πιο ωραίο του αστείο ο θεός έφερε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους μέσα στο ίδιο σπίτι. Και ας χρειάστηκε να είμαστε μακριά για να είμαστε αγαπημένοι.
Για μια σχεδία ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Η μάνα μου είναι η απόδειξη της ισορροπίας στη φύση, της ύπαρξης του Γιν και του Γιάν. Όπου Γιαν = Γιάννης. Ο πατέρας μου, δηλαδή. Ο αυστηρός της υπόθεσης. Αυτός που έπαιζε το ρόλο του κακού. Δύσκολη δουλειά, κάποιος πρέπει να την κάνει. Η μάνα μου από την άλλη είναι πιθανότατα ο πιο πράος άνθρωπος στην Ευρασία και βάζω μέσα και τον Δαλάι Λάμα. Από τότε που θυμάμαι η πιο hardcore αντίδραση της είναι το “θα σε μαλώσω” με φωνή αντίστοιχη με αυτή που μιλάει ο κόσμος στα μωρά.
Γενικά είναι η τυπική Ελληνίδα μάνα, με επιπρόσθετα application την γαμάτη μαγειρική (γκουχ, γκουχ… φαίνεται κιόλας, σαν οικογένεια θέλουμε λίγο ακόμη για να σχηματίσουμε τον τέλειο κύκλο) και τη μπιρίμπα. Κλασικά πράγματα δηλαδή. Ξενύχτι μέχρι να γυρίσουμε το βράδυ, αμέτρητα πάρε κάτι μαζί σου θα κρυώσεις, μπριζόλες στις 02.00 τα ξημερώματα για το παιδί που πείνασε (αυτό έκανε update στο έφτιαξα γιουβέτσι που σ’ αρέσει), κυνηγητό για να βάλει κόκκινο στο χτυπημένο γόνατο, στο repeat το “δεν επιτρέπεται αυτό” και πλέον πρωτοποριακές ανακριτικές τακτικές -μέσω Λαμίας- που θα ζήλευε η Στάζι και πλέον τα τελευταία χρόνια νέες στοχαστικές αναζητήσεις γύρω από την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σουλεϊμάν) και τις διαφορές που έχει το πρωτάθλημα μπάσκετ με το κύπελλο.
Αν θα έπρεπε τώρα να γυρίσω πίσω το χρόνο και να παγώσω τη στιγμή, θα πήγαινα πίσω σε καλοκαίρια στην Κόστα, όπου η κυρά-Βούλα κατέβαινε στην παραλία με τρία μικρά παιδιά, τρία ταπεράκια και δέκα τουλάχιστον κουβαδάκια στα χέρια της και πραγματικό το έκανε να φαίνεται τόσο εύκολο. Γενικά στο μυαλό μου αυτή είναι η έννοια της μάνας. Της φωνής που θα σε ρωτήσει αν είσαι καλά, του ανθρώπου που θα είναι πάντα εκεί. Ή αυτό: