‘Με τα φρένα σπασμένα’: Το πρώτο μου τρακάρισμα
- 6 ΣΕΠ 2020
Πίσω στο θέμα μας. Με αφορμή την απόφαση του Ηλία (να πάρει αυτοκίνητο και να βγει στους αθηναϊκούς δρόμους), θυμήθηκα τα πρώτα χρόνια που προσπαθούσα να επιβιώσω στη ‘ζούγκλα’ της πρωτεύουσας. Μου αρκούσε να πηγαίνω στον προορισμό μου -και να επιστρέφω σπίτι από αυτόν- χωρίς να ‘χει αποκτήσει κάποιο παράσημο το Autobianchi της αείμνηστης μητέρας μου. Από την αρχή, έμαθα να μην ασχολούμαι με το ποιος έχει προτεραιότητα και να σταματώ παντού και πάντα στα στενά -για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεδομένου ότι λαοθάλασσα οδηγών πηγαίνει ανάποδα στους δρόμους.
Από τις πρώτες μέρες διαπίστωσα πως οι οδηγοί συμπεριφέρονται λες και δουλεύουν όλοι στον Dow Jones και κάθε δευτερόλεπτο μπορεί να τους στοιχίσει εκατομμύρια. Δεν κατάλαβα το φαινόμενο. Δεν ήταν το πρώτο -μηδέ το τελευταίο. Απλά το αποδέχθηκα και καθιέρωσα το σύστημα “κόρναρε εσύ όσο θες. Εγώ θα σταματήσω. Και αν με εκνευρίσεις, θα σβήσω τη μηχανή και θα καθίσουμε παρέα στο στενό κανά πεντάλεπτο”.
Μια μέρα λοιπόν, είμαι στο Παλαιό Φάληρο. Κοντά στην Παναγίτσα. Αν έχεις υπ’ όψιν σου την περιοχή, θα σου πω ότι κατέβαινα την Αμφιτρίτης, που ‘βγάζει’ στην Αχιλλέως, λίγο πριν τον θρυλικό ‘Πράπα’, στο φανάρι με την Ποσειδώνος. Εκεί που πήγαινα ωραία και καλά, επιχείρησα να πατήσω φρένο. Δεν ‘έπιανε’. Ξαναδοκίμασα. Τίποτα. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν. Επιτυχία δεν απήλαυσα. Σημείωση: βρισκόμουν ήδη στην κατηφόρα -στην τελική ευθεία για την Αχιλλέως.
Με ένα γρήγορο υπολογισμό, διαπίστωσα πως τα ενδεχόμενα ήταν τα εξής:
να πέσω σε άνθρωπο που περνούσε το δρόμο -και να τον σκοτώσω
να πέσω σε τρόλεϊ
να πέσω σε διερχόμενο αυτοκίνητο
να τη γλιτώσω
Όχι, δεν σκέφτηκα να ‘ρίξω’ το αυτοκίνητο πάνω σε σταθμευμένο όχημα. Ή ότι θα σκοτωθώ. Στο πρώτο δεν πρόλαβα να φτάσω. Το δεύτερο το σκέφτηκα τώρα που σου γράφω αυτές τις γραμμές. Βάλε λίγο τον εαυτό σου στη θέση μου. Τώρα στα διηγούμαι με ψυχραιμία, την οποία προφανώς και δεν είχα τότε. Στα δευτερόλεπτα που αγνοούσα την τύχη μου μια σκέψη ‘έπαιζε’ στο μυαλό μου, ως ‘λούπα’: “Σε παρακαλώ, ας μην σκοτώσω άνθρωπο”. Όταν ‘έσκασα’ στο πίσω μέρος (τη δεξιά, πίσω ρόδα) αγροτικού αυτοκινήτου, ευχαρίστησα το σύμπαν, το Θεό, τους γονείς μου και την τύχη μου. Έχεις δει άνθρωπο να τρακάρει και να πανηγυρίζει; Έγινα αυτός ο άνθρωπος.
Εδώ θέλω να σου πω ότι σιχαίνομαι την Πολυάννα και ό,τι πρεσβεύει, στο βαθμό που κάποια στιγμή ‘έφαγα’ λεπτά από τη ζωή μου για να βρω ποιος έγραψε τα σχετικά βιβλία και αν ζει, να στείλω email καταδίκης -του τύπου ‘σταμάτα να γράφεις, αλλιώς θα έλθω να σε βρω’. Γιατί φίλη ‘Πολυάννα’ (δηλαδή, Eleanor H. Porter) ξεκάθαρα για ό,τι συμβαίνει στη ζωή υπάρχουν και χειρότερα, ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΖΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΟΥ ΣΟΚ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ. Η συγγραφέας έχει πεθάνει από το 1920, οπότε το πλάνο μου δεν ‘προχώρησε’. Μετά την εμπειρία που διάβασες πιο πάνω, στην ‘πλημμύρα’ του μυαλού μου, μέχρι να σταματήσω να τρέμω, δεν παρέλειψα και να ζητήσω συγγνώμη από την Porter.
Όπως να έχεις υποθέσει, ο οδηγός του αγροτικού δεν ήταν το ίδιο χαρούμενος με εμένα. Κάναμε φανταστική φιλική δήλωση -όχι ότι έχει κάποια σημασία, αλλά να σου πω ότι δεν προκάλεσα τεράστια ζημιά- και η ζωή συνεχίστηκε. Η επόμενη ‘πίστα’ μου προκάλεσε νέο τρέμουλο: έπρεπε να εξηγήσω στη μητέρα μου πώς τράκαρα. Η μητέρα μου -καλά να είναι εκεί όπου είναι- ήταν ένας άνθρωπος που τον έλεγες και υπερπροστατευτικό με την πάρτη μου -σε βαθμό που θα σου εξηγήσω άλλη ώρα. Προς το παρόν, κράτα πως ήταν η πρώτη φορά που τράκαρα. Ήξερα πως μόλις δει τη ‘γούβα’ η μάνα μου, θα ξεσπούσε η μάχη του Παλαιού Φαλήρου. Όχι για το υλικό, αλλά επειδή στο μυαλό της θα ‘χε ‘τρέξει’ ήδη πέντε σενάρια. Όλα θα είχαν το ίδιο concept: πως σώθηκα από θαύμα. Αυτό όντως, είχε γίνει. Αν προλόγιζα τη φάση με αυτόν τον τρόπο, ενδεχομένως να την ‘έχανα’ νωρίτερα.
Ψύχραιμα, την κάλεσα στο πάρκινγκ να της δείξω τι είχα κάνει. Αλήθεια θα σου πω ότι έβλεπα το αίμα να συγκεντρώνεται στο κεφάλι της. Λίγα χιλιοστά πριν ‘φουλάρει’ η ‘δεξαμενή’ και ζήσω το ξέσπασμα, της είπα με ηρεμία που πραγματικά δεν πρέπει να ‘χω ζήσει ποτέ ξανά “ξέρεις, δεν έπιασαν τα φρένα. Όπως βλέπεις, δεν έπαθα κάτι”. Σε μηδενικό χρόνο το αίμα επέστρεψε εκεί όπου έπρεπε να ρέει. Με αγκάλιασε (έτρεμε), έβαλε τα κλάματα (ανακούφισης) και το συνεχίσαμε από εκεί.
Ελπίζω από όλο αυτό να κρατήσεις πως όταν μας συμβαίνει κάτι, αλλά ‘γλιτώνουμε’ τη χειρότερη δυνατή έκβαση, μάλλον είμαστε τυχεροί και όχι άτυχοι. ΚΑΙ ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΠΟΛΥΑΝΝΑ.