ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Μού ‘παν θα βάλεις το χακί

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος περιγράφει τους 9 χειρότερους μήνες της ζωής του. Αυτούς που υπηρέτησε την μαμά - πατρίδα.

Λένε ότι η ψυχή του ανθρώπου -όταν φεύγει- ζυγίζει 21 γραμμάρια. Ζυγαριά δεν είχα, αλλά είμαι σίγουρος ότι το δικό μου ξεφύσημα κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να περάσω την πύλη του στρατοπέδου, ήταν πολύ βαρύτερο. Ένα μακρόσυρτο “Φφφφφ…”, σαν να έχω “κατεβάσει” ένα πακέτο τσιγάρα. Αν κάπνιζα. Τόσο ζύγιζε η εκπνοή της τελευταίας ανάσας ελευθερίας, πριν περπατήσω το δικό μου μοναχικό “χακί μίλι” ως το λόχο.

Ναι. Είμαι αυτός που συγκρίνει τον στρατό με τη φυλακή και κάνει λογοπαίγνια με την ταινία “Πράσινο Μίλι”, που αφορά θανατοποινίτες και μια ηλεκτρική καρέκλα. Να σε καλωσορίσω στην στρατιωτική μου θητεία. Τους χειρότερους εννιά μήνες της ζωής μου. Υπερβολικός; Πιθανόν. Μαλάκας; Μπορεί. Ειλικρινής; Ναι. Εκτός αν μπορεί να ερμηνεύσει κάποιος ψυχιατρικά πως κατάφερα να συνδέσω την ταινία “Ρίτα Χέιγουρθ: η τελευταία έξοδος” με τις μέρες μου στο Ναύπλιο, τη Μυτιλήνη και το Γουδί.

Δεν διαφωνώ. Ο καθένας βιώνει διαφορετικά τον στρατό και σίγουρα κάποιοι πέρασαν χειρότερα από μένα. Όπως θα πρέπει να παραδεχτώ ότι πήρα το όλο θέμα στραβά από την αρχή (λάθος πρώτο). Για την ακρίβεια δεν έκανα τίποτα για να μετριάσω το χτύπημα της μοίρας (λάθος δεύτερο). Ορκίστηκα να μην χρησιμοποιήσω τη στρατιωτική διάλεκτο και εκφράσεις τύπου “λαίουρας”, “σ’ αφήνω μέσα”, “δεν προλαβαίνω”, “αριθμός διψήφιος, πολίτης υποψήφιος”, να μην βγαίνω φωτογραφίες και γενικότερα να αφήσω τον στρατό να περάσει από πάνω μου σαν νερό, χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε σημάδι.

 

Από την πρώτη ως την 276η, διότι είχα τη φαεινή ιδέα να μπω Μάιο, στη μοναδική ΕΣΣΟ που μετρά 276 κι όχι 273 – γαμημένε Φεβρουάριε. Και δεν πέρασε ούτε μια που να μην καταραστώ τα ξυραφάκια, το πρωινό ξύπνημα και το λάθος μου να πάω στρατό σε προχωρημένη ηλικία (λάθος τρίτο και μεγαλύτερο).

Κι αν μπορώ να δώσω μια συμβουλή σε όσους δεν έχουν υπηρετήσει ακόμη είναι η εξής: ΜΗΝ ΠΑΣ ΣΤΡΑΤΟ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΗΛΙΚΙΑ. Όταν είσαι 19 ετών: όλα σου φαίνονται ως μια καλή ευκαιρία να διασκεδάσεις , παράλληλα διαθέτεις μεγαλύτερες φυσικές αντοχές και πάνω από όλα δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Αντίθετα αν πας στα 28 σου δεν γελάς π.χ με μια δυνατή κλανιά, κάνεις δύο ημέρες να συνέλθεις από έναν κακό ύπνο και αφήνεις τόσα πολλά  έξω από το συρματόπλεγμα: δουλειά που μπορεί να μην σε περιμένει, υποχρεώσεις που αδιαφορούν με το τι νούμερο θα κάνεις το βράδυ, μια σχέση, χρήματα (πολλά χρήματα) και έναν κόσμο που εξελίσσεται, χρησιμοποιεί το ίντερνετ και έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί λέξεις όπως “κελύφιο” και “ιλάγρα”.

Έτσι ένιωθα κι αν εξαιρέσει κανείς τον Μάνο, που περνούσε το δικό του Γολγοθά (στην Αθήνα βέβαια, γιατί εγώ ήμουν στα σύνορα και κοιτούσα τον εχθρό κατάματα) και που-να-τον-ενοχλήσεις-τώρα κανείς δεν μπορούσε να με καταλάβει.

 

Από την (πρώτη)  στιγμή που θα περιμένεις στην ουρά για να πάρεις ρούχα και αρβύλες, μέχρι τότε που θα περιμένεις στην ουρά για να πάρεις πίσω την αστυνομική ταυτότητα (Γενικά σε περιμένει πολλή ουρά).

Αυτό τουλάχιστον το κατάλαβα νωρίς. Από την 3η ημέρα στο κέντρο εκπαίδευσης όταν έβαλαν το δικό μας λόχο -χωρίς κανέναν λόγο- να περιμένει δίπλα σε άλλους δύο για τις φωτογραφίες. Τότε αποδέχτηκα ότι ο στρατός είναι ένα μεγάλο θέατρο παραλόγου, όπου ο καθένας παίζει το ρόλο του. Από εκείνη την ημέρα το να προσπαθήσω να εκλογικεύσω κάθε μηχανική στρατιωτική κίνηση ή συνήθεια, έγινε το αγαπημένο μου παιχνίδι, γιατί ήταν αν μη τι άλλο είναι μεγάλη πρόκληση να ερμηνεύσεις με κανόνες αυτό που όπως λέγεται αρχίζει, όταν τελειώνει η λογική.

Ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο δικό μου Μάτριξ και πάλευα να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα. Γιατί πρέπει πάντα να περιμένεις σε μια ουρά; Γιατί δεν σε αφήνουν να κοιμάσαι το μεσημέρι; Γιατί αλλάζει το ωράριο το καλοκαίρι; Για όλα βρήκα τις απαντήσεις.

 

Οι χαμένες ώρες είναι ατέλειωτες, αρκεί να σκεφτείς τώρα που διαβάζεις αυτό το κείμενο ότι κάπου σε κάποια μονάδα κάποιος φυλάει έναν οπλοβαστό. Χωρίς κανέναν λόγο. Οπότε θέλοντας και μη περνάς αρκετές ώρες με τον εαυτό σου. Στο κρεβάτι όταν περιμένεις τον λυτρωτικό ύπνο, στην καρέκλα του θαλαμοφύλακα, κάτω από μια σκοπιά, περπατώντας για να βάλεις υπογραφές, κοιτώντας τον καφέ σου στην έξοδο. “Ο χρόνος περνάει, οι στιγμές δεν περνάνε”, όπως μου είχε πει ο Μιχάλης. Σπαταλάς αρκετές ανθρωποώρες για να απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το “τι σκατά κάνω εγώ εδώ” κι ακόμη περισσότερες για να διεκδικήσεις το ρόλο στην ταινία “Ζήσε και άσε τους άλλους να χωθούν”.

Ο στρατός δεν θα σε κάνει σαν τον παγκόσμιο στρατιώτη, ειδικά αν δεν το θέλεις. Και θα σου μάθει ελάχιστα. Προσωπικά πέρα από ένα μαγικό κόλπο που εξαφανίζεις ένα τσιγάρο, δεν κέρδισα κάτι. Η μοναδική πραγματική εκπαίδευση αφορούσε την αναζήτηση σκιάς και την προσπάθεια για να φτιάξει ο καθένας τον εαυτό του. Τραγική ειρωνεία. Από την 2η  ημέρα μας ντύνουν όλους το ίδιο, μας κουρεύουν/ξυρίζουν όλους το ίδιο, για να είναι τελικά ο καθένας -περισσότερο από ποτέ- για την πάρτη του. Ποιος θα πάρει την άδεια, ποιος θα γλιτώσει το δύσκολο νούμερο, ποιος θα πάρει έξοδο την καλύτερη μέρα.

Δε λέω. Και παρέες έκανα και γέλασα πολύ και καλά παιδιά γνώρισα. Από βοσκούς μέχρι διδάκτορες. Και με μερικούς φαντάρους μάλιστα έχω κρατήσει ακόμη επαφή. Ακόμη κι από αξιωματικούς έχω καλές αναμνήσεις: τον “μπασκετικό” διοικητή στο Γουδή, τον ανθυπολοχαγό-σπαθί του 4ου Γραφείου κι άλλους, που μου χάλασαν το στερεότυπο που είχα στο μυαλό μου. Είπαμε, δεν είναι όλοι τους μαλάκες.

 

Είναι πολλές οι στιγμές που καταφεύγεις στον εαυτό σου μόνο για να βρεις λύσεις, αλλά και για να αντλήσεις υπομονή. Αυτή που είναι αρετή, το μυστικό της νίκης σύμφωνα με τον Σουν Τζου και την “Τέχνη του Πολέμου” κι αυτό που σου χρειάζεται περισσότερο από κάθε τι άλλο. Γιατί το σίγουρο είναι ότι θα δοκιμαστείς. Θα ακούσεις φωνές από ανθρώπους που δεν θα έπρεπε, θα κάνεις αγγαρείες και θα αναγκαστείς να ρίξεις κατά πολύ τα στάνταρ σου σε θέματα υγιεινής, καθότι ως γνωστόν δεν υπάρχει κάτι πιο ειρωνικό σε αυτή τη ζωή από τον όρο “καθαριότητες”, με δεδομένο ότι οτιδήποτε πιο βρώμικο συναντήσεις στη ζωή σου, θα είναι ότι πιο καθαρό στον στρατό (αρκεί μια βόλτα από τις τουαλέτες ή μια μέρα στα μαγειρεία για να το διαπιστώσεις).

Σκέφτεσαι, λοιπόν και ξανασκέφτεσαι. Προσωπικά τέλειωσα με τη ψυχοθεραπεία (αυτό το “θα τα βρεις με τον εαυτό σου”) από την πρώτη βδομάδα, έλυσα όλα τα σταυρόλεξα του νησιού τον πρώτο μήνα και ξεκοκκάλισα ολόκληρο το “Wire” -και τις 5 σεζόν- πριν την πρώτη μεγάλη άδεια. Το μόνο που δεν έκανα ήταν να μιλάω στο τηλέφωνο. Για την ακρίβεια δεν ήθελα να έχω επαφή με κανέναν. Δεν απαντούσα στις κλήσεις. Δεν πληκτρολογούσα κανένα νούμερο. Ήμουν μακριά από τον “έξω κόσμο”. Δεν είχα καμία σχέση μαζί του.

 

Να μιλήσω να πω τι; Ότι το αποκορύφωμα της μέρας θα είναι ένα “πατημένο” κρουασάν; Ότι σημείωσα career-low στην Προχωρημένη Εκπαίδευση Νεοσυλέκτου σχηματίζοντας όπλο με τα χέρια και φωνάζοντας “επαφή αριστερά, μπαμ-μπαμ-μπαμ”; Ότι στα 28 μου προσπάθησαν να με πείσουν ότι “δεν είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου”; Ότι μας σερβίρουν γεμιστά χωρίς φέτα;

Η καθημερινότητα μου από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν περιείχε τίποτα το σημαντικό για κάποιον “εκεί έξω”. Και αντίστοιχα τα δικά του λεγόμενα θα με άφηναν παγερά αδιάφορο. Εκτός αν περιείχαν τη λέξη “μετάθεση”. Για αυτό κι οι 9 στις 10 λέξεις που έβγαιναν από το στόμα μου ήταν εις τη γαλλικήν. Στις καλές μου. Γιατί αν άκουγα τη λέξη “υπομονή”, το ‘κλεινα. ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΝΑ ΚΑΝΩ ΥΠΟΜΟΝΗ. Δεν ξέρεις πως πέρασα. Δεν ξέρεις πω ήταν. Κανείς δεν ξέρει.

Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμη, αλλά δεν θα το κάνω. Αφενός γιατί αφού ξέθαψα όλες αυτές τις αναμνήσεις θα πάω στο ντουζ να κουλουριαστώ σε εμβρυακή στάση και να βάλω τα κλάματα και αφετέρου γιατί… δεν προλαβαίνω.

 

*Αφιερωμένο σε Καραμπεσίνηδες, Κόντο, Πίγκο, Καλιάκο, Αργυρόπουλο, Φράγκο, Δούλτσο, Μυκονιάτη, Λιατσόπουλο, Μαρκομιχάλη, Κανελλόπουλο, Ταξείδη, Δάφνο, Σαρακασίδη, Ροπαΐτη, Εσάτ και Μάλλη, που με άντεξαν και φυσικά στον Πανταζή, τον μοναδικό άνθρωπο που γέλασε με το ανέκδοτο κεφάλι-πορτοκαλί εκείνο το πρωί που συναρμολογούσαμε ασυρμάτους. Παν-Παν συγγνώμη για το “μπιφτέκι” του Αυγούστου.