ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Μπουζούκια ή club;

Η ψυχή της διασκέδασης είναι διχασμένη ανάμεσα στο χορό των clubs και στο νιώσιμο των μπουζουκιών.

Όταν θες διασκέδαση πας στα clubs, όταν θες να πονέσεις πας μπουζούκια. Ή μήπως δεν είναι τόσο απλά; Όπως και νά’χει, η συντακτική ομάδα του ΟΝΕΜΑΝΑ συγκεντρώθηκε εδώ σήμερα για να πάρει οριστική απόφαση διαλέγοντας ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες μορφές μουσικής διασκέδασης εδώ και δεκαετίες.

Ψήφισε εδώ και μετά πες μας τη γνώμη σου.

Μπουζούκια ο Ηλίας Αναστασιάδης

Μπουζούκια και κλαμπ συνολικά δεν έχω πάει πάνω από έξι φορές στη ζωή μου και στον αριθμό συμπεριλαμβάνω και κάτι καλτ προ 25ετίας εποχές που πηγαίναμε οικογενειακά στα Δειλινά για να ακούσουμε Λευτέρη Πανταζή. Στα μπουζούκια λοιπόν έχω πάει τέσσερις φορές, σε κλαμπ έχω πάει δύο. Δεν την μπορώ την κουλτούρα του κλαμπ. Δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος με ένα κολονάτο ποτήρι στο χέρι και να χαζεύω τριγύρω σαν φάρος με χέρια και πόδια πάνω από μια θάλασσα (ανθρώπων) που μοιάζει απελπιστικά ίδια. Δεν ξεχωρίζω το ένα μπιτ από το άλλο και συγκινούμαι μόνο με τους ύμνους των 90s, κατά τη διάρκεια των οποίων παραήμουν μικρός για να κλαμπάρω. Τα μπουζούκια είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Δεν θα μπορούσαν να είναι ή να γίνουν ποτέ ο φυσικός μου χώρος, αλλά εδώ υπάρχει ψυχούλα παιδιά. Θυμάμαι ακόμα την αποχαύνωση και την ανατριχίλα όταν ο Αντύπας βγήκε στη σκηνή του Βοτανικού πριν ενάμιση χρόνο, κάνα μισάωρο μετά τη συνέντευξή μας για το ΟΝΕΜΑΝ. Αυτές τις στιγμές μαζικής αποθέωσης τις ζεις (ως θεατής κι εκεί) μόνο στο γήπεδο. Αυτή την ψυχή που αφήνει ο καλλιτέχνης -με δεδομένο ότι έχει και μια ιστορία στο χώρο- την εκτιμώ και τη σέβομαι και την τρίβω στη μούρη των djs με τα πανάκριβα ακουστικά και τα Replay μπλουζάκια. Τώρα, αν έπρεπε να διαλέξω μεταξύ Τσαλίκη-Καλλίδη ή κλαμπ, θα προτιμούσα να πεθάνω, αλλά αν έπιανε το ηλεκτροσόκ, θα πήγαινα στο κλαμπ. Είπαμε, από τα δύο, προτιμώ μπουζούκια, αρκεί να υπάρχει μισή περίπτωση να ανατριχιάσω. Με τα ‘σε σε’ δεν ανατρίχιασε κανείς.

Μπουζούκια ο Χρήστος Δεμέτης

Σκέφτομαι σαν 15χρονος σε αυτό το δίλημμα. Τότε που έβγαινα πρώτες φορές σε μπουζούκια και κλαμπ σε χοροεσπερίδες μαθητικές για να μαζέψουμε λεφτά να πάμε εκδρομή ή επειδή έτσι, απλά μας τη βάρεσε. Εκείνο τον καιρό είχα περάσει από όλες τις πίστες της Ιεράς Οδού και των περιχώρων και από όλα τα κλαμπ της παραλιακής. Και όχι μόνο. Ή τέλος πάντων, στο διάστημα από τα 15 μέχρι τα 20 μου χρόνια. Το επιμύθιο είναι το εξής. Στο κλαμπ θα πας για να γίνεις ένα με τη μάζα, όρθιος, στριμωγμένος μέσα στον πανικό, συνήθως με ένα ποτό μπόμπα στο χέρι, κοιτώντας σαν χάνος γύρω γύρω τις αντροπαρέες και τις γυναικοπαρέες και τους λίγους θαρραλέους που αποφασίζουν να κάνουν την κίνηση και να μπλέξουν τα δύο φύλα. Στο μπουζούκι το ζεις διαφορετικά. Στο τραπέζι σου, σηκώνεσαι αν θες να χορέψεις (ναι, δεν ήμουν ποτέ και κανας τρελός χορευταράς) και βλέπεις λάιβ. Ακούς διαφορετικά βλέποντας τον αοιδό, το αηδόνι της Ρούμελης ή της Σαλονίκης να το παλεύει από σκηνής ή να ξεσηκώνει τα πλήθη, σχεδόν αγγίζεις τον καλλιτέχνη ή έστω τον αισθάνεσαι μπροστά σου και νοιώθεις τα πράγματα να συμβαίνουν εκεί σε πραγματικό χρόνο, άμεσα, ζωντανά. Βλέπεις τις αντιδράσεις του κόσμου, τον καημό, τα χέρια τα σηκωμένα που μερικές φορές σηκώνουν και καναπέδες για να τους πετάξουν στην πίστα. Μεγάλη υπόθεση η πίστα. Γενικά ρε παιδί μου, το μπουζούκι είναι καλύτερο για την παρέα, έχει πιο πολύ πλάκα, έχει περισσότερο νταλκά, ή αν δεν παλεύεται το καταλαβαίνεις από τα πρώτα φάλτσα και πας αλλού. Άσε που τα ποτά συνήθως δεν είναι μπόμπες. Στα συν, ότι στα μπουζούκια εμφανίζεται ακόμα ο τεράστιος Αντύπας και ότι δεν υπάρχει πια το Camel και το Plus Soda (και εκείνα τα αδερφάκια του).

Μπουζούκια ο Γρηγόρης Μπάτης

Αν κάτι μου έχουν διδάξει τα 30 χρόνια που κουβαλώ στις ταλαιπωρημένες πλάτες μου (είπα και έπαιξα το κομπολόι), είναι πως όταν κάτι δεν μπορείς να το αποφύγεις, τουλάχιστον να το φχαριστηθείς! Γενικότερα αν είναι να ζήσεις κάτι, να το ζεις έντονα. Να αγαπάς, να τραγουδάς, να πορώνεσαι, να στεναχωριέσαι και να δένεσαι. Και εδώ που τα λέμε, αν είναι να βγεις, να ξενυχτήσεις και κυρίως να ξεφτιλιστείς αλά ελληνικά, ας το κάνεις όπως πρέπει. Με μπουζούκια, τραπέζια, πόνο και λοιπές γραφικότητες. Από το στριμοξοκωλίδι, τη δυνατή μουσική που τρυπά τ αυτιά σου, την ορθοστασία και την γενικότερη ταλαιπωρία, καλύτερα μπουζούκια. Και να σου γράψω και κάτι άλλο; Ποιος προτιμά τα απρόσωπα clubs από το έστω και ολίγον τι παρακμιακό αλλά κάποιες φορές αυθεντικό πρόσωπο των μπουζουκιών; Άλα..

 

Μπουζούκια ο Μάνος Μίχαλος

Θέλω μπουζούκια, πάμε. Αυτό είναι το σύνθημα που θα έπρεπε όλους να μας ενώνει. Για τους άντρες μιλάω που οι μισοί θα σου πουν “εγώ δεν ακούω λαϊκά” και με 3 ποτηράκια και την πρώτη νότα ντερτοκατάστασης, αρχίζουν τις αγκαλιές, τα πιασίματα και τα ομαδικά τραγούδια. Έτσι είναι. Ο άντρας ο σωστός πρέπει να δείξει ότι έχει πονέσει στη ζωή του, ακόμα και αν έχει περάσει ζάχαρη. Προσωπικά και τα clubs τα έχω δοκιμάσει αρκετά και τα μπουζούκια δεν μου έχουν λείψει. Τώρα τελευταία βέβαια προτιμώ κάτι καθιστά μπαράκια για να μην κουράζομαι και να πίνω ανενόχλητος το ποτό μου, σαν συνταξιούχος. Ας όψεται η οικογενειακή ζωή. Όμως, αν μου δώσεις ένα καλό τραπέζι, μια ταιριαστή παρέα (γιατί τα μπουζούκια θέλουν προσεκτικά φτιαγμένο ρόστερ, ικανό να κατακτήσει την Ευρωλίγκα των λουλουδιών, να μη γίνεται λιώμα από την πρώτη ώρα και να μη βαριέται να πει ένα στίχο παραπάνω) και ένα σχήμα με καλή αντρική φωνή να πρωταγωνιστεί (οκ, εξαιρείται η Νατάσα Θεοδωρίδου), είμαι πάντα έτοιμος να σε ακολουθήσω. Καλησπέρα σας, ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΜΑΣ.

Club η Έρρικα Ρούσσου

Γιατί είμαι πάρτι άνιμαλ #νοτ. Γιατί έχω ζήσει τις ένδοξες εποχές του Venue #επισηςνοτ. Γιατί ακόμα με τσιτώνει που δεν πρόλαβα το Plus Soda και το U-matic #αληθειαειναιαυτο. Θα μοιραστώ μαζί σου κάτι που μερικοί από εδώ ήδη το ξέρουν και δεν το πιστεύουν και σκασίλα μου: Δεν μεθάω. Ή τέλος πάντων, για να το πω λιγότερο δογματικά: Δεν έχω ποτέ φτάσει στο σημείο να περνάω τέλεια λόγω ποτού και να μην θυμάμαι την επόμενη ημέρα πόσο τέλεια πέρασα. Ως εκ τούτου λοιπόν, ωραία τα μπουζούκια δεν λέω. Ωραίο και το κάψιμό τους. Και όλα. Αλλά στα μπουζούκια χωρίς να είσαι μεθυσμένος, δεν μπορείς να αντέξεις περισσότερο από ένα δίωρο αν δεν ακούς την συγκεκριμένη μουσική. Αντιθέτως στο club, μπορείς. Γιατί χορεύεις και ξεχνιέσαι. Ξεχνάς τον κλαρινογαμπρό που κερνάει σφηνάκια και σου μιλάει λες και «έχει και κότερο πάμε μια βόλτα». Ξεχνάς το γκομενάκι με το κολλητό άσπρο μπλουζάκι που περιμένει -δίχως λόγο- να του την πέσεις. Ξεχνάς το ύφος 100 καρδιναλίων και βάλε του μπάρμαν -άκυρο αυτό το τελευταίο δεν το ξεχνάς με τίποτα. Στα μπουζούκια εάν δεν σου αρέσει και εάν δεν μεθάς, δεν μπορείς να ξεχάσεις. Σόρι.

Α! Και μεταξύ του διλήμματος: DC-Ακάνθους (δεν ξέρω εάν κάποιο από τα δύο είναι ανοιχτό αλλά τέλος πάντων) ή εκείνο το μισάωρο με τα νησιώτικα της πίστας, εννοείται ότι απλώς προτιμώ να δω εκείνη την πειραματική 8ωρη ταινία με έναν τύπο που κοιμόταν (το έχω κάνει).

Μπουζούκια η Δώρα Τσαμπάζη

Την τελευταία φορά που πήγα σε κλαμπ στην πατρίδα μου στις Σέρρες, με χούφτωσε ένας κακόμοιρος, (πού να’ξερε ο καημένος), γύρισα, του έχωσα ένα μπάτσο, είχα και νύχια τέρμα μακριά τότε με τζελ, μάτωσε ο τύπος, κατέληξε να μου ζητάει συγνώμη τρομαγμένος, οι φίλοι μου γελούσαν μαζί του, οι δικοί του φίλοι γελούσαν ακόμα περισσότερο και γενικά τέτοιες καταστάσεις από την πολυκοσμία και την ορθοστασία είναι αναπόφευκτες στα κλαμπ και δυσάρεστες. Ειδικά το χειμώνα, που ψάχνεις όχι μόνο να κάτσεις κάπου να ξεκουράσεις τα πόδια σου, όχι μόνο κάνεις “φόνο” για ένα ηχείο να ακουμπήσεις το ποτό σου, πόσο μάλλον να βρεις μέρος να τσουβαλιάσεις τα παλτά της παρέας. Α πα πα πα πα πα πα πα πα, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα που λέει και η Δέσποινα. Γι’αυτό, μπουζούκια και πάλι μπουζούκια. Θα απλώσω τον πωπό μου σε μια καρέκλα, ή καλύτερα σε έναν καναπέ, θα απλώσω τα πόδια μου με την άνεσή μου και θα απολαύσω το θέαμα. Μπορεί ηχητικά να μην είναι πάντα ικανοποιητικό, αλλά όλο και κάποια τραγουδίστρια θα έχει κυτταρίτιδα και θα θέλω να το σχολιάσω, όλο και κάποιας τα μπροστά δάχτυλα στο πέδιλο θα προεξέχουν και εκεί να δεις πόσο θα θέλω να σχολιάσω, όλο και κάποιος σουρωμένος θα γλιστρήσει στην πίστα και θα πέσει προσπαθώντας να χορέψει ζεμπεκιά. Τέλος, οι θαμώνες των μπουζουκιών έχουν πλάκα. Μπορεί να είναι cult φιγούρες, κάνγκουρες ορισμένες φορές, αλλά τους προτιμώ από τους χλεχλέδες τρεντόφλωρους με τα φουλάρια και τα παπιγιόν των clubs.

 

Μπουζούκια ο Γιώργος Μυλωνάς

Έχεις φρεσκοχωρήσει και θέλεις να πνίξεις τον καημό σου; Θα πας στα μπουζούκια. Παντρεύεσαι και κάνεις barchelor party; Θα πας στα μπουζούκια. Θες να ξοδέψεις όλο σου το μισθό σε  κάτι που θα χεις να το λες και στα παιδιά σου; Θα πας στα μπουζούκια (και θα αγοράσεις ό,τι πανέρι σηκώνει η τσέπη σου). Είσαι ο Πέτγουεϊ και έχεις προκριθεί στο Final-4 της Μαδρίτης με τον Ολυμπιακό; Θα πας στα μπουζούκια. Βασικά δεν έχω καταλάβει πότε πηγαίνεις σε club.

Club ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Θα ήμουν υποκριτής αν έλεγα μπουζούκια. Παρ’ όλο που σε αυτή τη φάση θα ήθελα να πάω ένα βράδυ στα μπουζούκια και είμαι εκείνος που έγραψε για το clubbing μετά τα τριάντα. Και θα ήμουν υποκριτής γιατί έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια σε club. Σε τραπέζια και ξενύχτια πολλές φορές χωρίς λόγο αλλά με υπέροχους μαλάκες που γνώρισα στη μέρα και τη νύχτα. Υπήρχαν καλοκαίρια που ήμουν περισσότερες ώρες σε club απ’ ό,τι σπίτι μου. Χειμώνες που όλη τη βδομάδα σκεφτόμουν πού θα κλείσουμε τραπέζι Παρασκευή και Σάββατο. Αν αγαπάς τη house δεν μπορείς να απαντήσεις μπουζούκια. Απλά δεν μπορείς

Club ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Το στάνταρ μου κάθε μεσημέρι που είμαι στο γραφείο και δεν έχει τύχει να φέρω κάτι μαζί μου για να φάω, είναι να παραγγείλω ένα club. Είναι τέλειο: Έχει λίγες πατάτες έτσι ίσα για τη γεύση, να πασπαλίσεις με λίγη κέτσαπ, ίσα για να λες ότι δεν τρως σκέτο ψωμί ρε παιδί μου, και μετά έχει αυτά τα παιχνιδιάρικα ψωμάκια τα κομμένα τριγωνικά. Μεγάλη δουλειά το τριγωνικό ψωμάκι. Ένα δάγκωμα με κόρα για αρχή ώστε να μείνει πολύ ψαχνό, μετά μια μεγάλη χορταστική μόνο με ψίχα, μετά άλλη μια μικρή ώστε να καθαρίσει ό,τι ψίχα έχει απομείνει, και στο τέλος η υπόλοιπη κόρα, έτσι, ξερή πλέον, σα να τρως πίτσα και να σου έχει μείνει το πίσω μέρος. (Όποιος δε το τρώει είναι τρελός.) Το κλαμπάκι είναι χοοταστικό χωρίς να είναι και καμιά υπερβολή, και είναι κάτι που τρώγεται σχετικά στο πόδι χωρίς να νιώθεις ότι τρως ξερωγώ μια τυρόπιτα. Είμαι κατά των ενδιάμεσων λύσεων γενικά, αλλά τουλάχιστον αυτή η ενδιάμεση λύση είναι χορταστική και τίμια.

Μπουζούκια ο Θανάσης Κρεκούκιας

Για να είμαι ειλικρινής, τα απεχθάνομαι και τα δύο. Τα μπουζούκια σαφώς περισσότερο, αφού θεωρώ ότι είναι από τις χειρότερες μορφές υποκουλτούρας, παρακμής και γελοιότητας. Σε κλαμπ έχω πάει καμιά 30αριά φορές στη ζωή μου, αλλά δεν με τράβηξαν ποτέ. Δεν μπορώ τον συνωστισμό, το να μην μπορώ να πω δυο λέξεις με τον διπλανό μου, το να πρέπει να πίνω ντε και καλά άθλιες μπόμπες και να είμαι υποχρεωμένος να χαμογελάω συνέχεια γιατί όλοι εκεί μέσα για κάποιο λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα, είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Επίσης, μου αρέσει να ακούω μουσική δυνατά, αλλά όχι υπερβολικά δυνατά, τόσο, ώστε τα μπάσα να παραμορφώνουν τον ήχο, τα αυτιά μου και τα νεύρα μου. Πάντως, αν πρέπει ντε και καλά να επιλέξω ανάμεσα σε μπουζούκια και κλαμπ, θα προτιμήσω το δεύτερο, αλλά πάντα με πιστόλι να με απειλεί. Οπότε, θα ρωτήσετε με όλο σας το δίκιο, γιατί στον τίτλο γράφει “μπουζούκια ο Θανάσης Κρεκούκιας”; Για την επική φράση που έχω ακούσει εκεί μέσα την μια από τις συνολικά τρεις φορές που με έσυραν σε τέτοιο μαγαζί. Την δεύτερη και την τρίτη φορά που πήγα σε μπουζούκια, ήταν εδώ στην Αθήνα και ήμουνα ήδη ντίρλα, πριν με βάλουν στο αυτοκίνητο και με οδηγήσουν προς τα εκεί. Δεν καταλάβαινα τίποτα, μηδενική επαφή μετά από ξύδια και πρασινάδες. Την πρώτη όμως, στο μακρινό 1985, στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών, βρισκόμουν στο χωριό μου, ήταν παραμονή Χριστουγέννων και όλη η παρέα από τον Μάραθο θα πήγαινε στου Καυκή. Με κάνανε χρυσό, με σταυρώσανε, με απείλησαν, με παρακάλεσαν και με τα πολλά, υποχώρησα και τους ακολούθησα. Έμεινα εκεί μέσα για 4 περίπου ώρες, έφριξα σαν τις Μυροφόρες, έπαιξαν τα νεύρα μου από το σκυλολόι και τις ερμηνείες του, υπέφερα από τον μανιαμούνια που γρατζούνιζε το μπουζούκι και βγήκα από κει μέσα τσίτα φρικαρισμένος. Όμως, κάποια στιγμή, στη διάρκεια εκείνου του απερίγραπτου τετραώρου, από το διπλανό τραπέζι ακούστηκε από σαρανταπεντάβλαχο αμετανόητο σκυλά, η εξής αξεπέραστη ατάκα προς ένα από τα γκαρσόνια: “Μάνα μου, πιάσε ένα σκρου ντράιβερ, αλλά με μπόλικο σκρου”!!!!!!!!!!!!! Αούα… Καμπλούι… Μπουζούκια. Αμήν

ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΕΛΟΣ… ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΜΕ 70%

Τι να λέμε τώρα, αν θες να πας και να αισθανθείς, να φωνάξεις, να τραγουδήσεις, να χορέψεις, πας μπουζούκια.