Οι τρεις χειρότεροι εφιάλτες του Άγγελου Μπράτη
Δεν θα άντεχες ούτε ένα δευτερόλεπτο μέσα στο μυαλό του.
- 25 ΣΕΠ 2019
Δεν είναι εύκολο να μοιράζεσαι με αγνώστους τι σε κρατάει ξάγρυπνο τις νύχτες, τι σε κάνει να ουρλιάζεις μόνος στο σκοτάδι, ποιες σκιές βλέπεις να κινούνται πίσω απ’ την κουρτίνα όταν στριφογυρνάς στο κρεβάτι.
Ακόμα κι όταν είσαι ο Άγγελος Μπράτης, ο δικαστής.
Ζητήσαμε απ’ τον κριτή του GNTM να μας περιγράψει τους τρεις χειρότερους εφιάλτες του.
Διάβασε τους με κατανόηση:
Εφιάλτης 1
“Είμαι παρέα με δύο ‘Μπράτης γκερλς’ και χορεύουμε. Ο στύλος έχει πάρει φωτιά, όλοι με ραίνουν με κολακευτικές ματιές. Κοιτάζω στο μαγαζί και βλέπω κι άλλα ‘Μπράτης γκερλς’. Είναι αμέτρητα. Χορεύω σαν να μην υπάρχει αύριο. Είμαι θεός. Ξαφνικά τα κορίτσια αρχίζουν να παχαίνουν και να παχαίνουν και να παχαίνουν. Σκέφτομαι “Θεέ μου, που θα πάει αυτό, 50 κιλά φτάσανε, θα σκάσουνε”. Το θέαμα είναι απαίσιο. Βαριέμαι. Σιχαίνομαι. Σιχαίνομαι και βαριέμαι. Δεν χορεύω πια, είμαι σε ένα δωμάτιο μόνος. Ανοίγω την ‘Μπράτης τηλεόραση’. Έχει μπάσκετ, ο Σκουλός παίζει μπάσκετ μαζί με δύο κορίτσια, μαζί με δύο δικά μου κορίτσια, ναι, τα αναγνωρίζω. Τι δουλειά έχουν μ’ αυτόν τον ποντικομούστακο; Τους φωνάζω να φύγουν, αλλά αυτές ρίχνουν τρίποντα και συνεχίζουν να παχαίνουν. Το θέαμα είναι οικτρό. “Σταματήστε. Κάντε μια στροφή και φύγετε”. Μου πετάνε την μπάλα. Τώρα είμαι κι εγώ στο γήπεδο. Το ταμπλό της μπασκέτας μοιάζει με την Βίκυ Καγιά. Μου γελάει. Της πετάω την μπάλα με δύναμη για να πάψει. Συνεχίζει να γελάει. ΠΑΨΕ. Συνεχίζει… Της ξαναπετάω την μπάλα.
ΠΑΨΕ ΣΙΧΑΜΕΝΗ. ΠΑΨΕ.
Ξυπνάω ιδρωμένος. Μυρίζω μάνγκο, χρυσό βερύκοκο και καριτέ. Μαγεία”.
Εφιάλτης 2
“Είμαι πάλι σ’ αυτό το απαίσιο στούντιο, όπου βγάζω τα πιο εύκολα λεφτά της ζωής μου. Κορίτσια πηγαινοέρχονται, πετώντας την αξιοπρέπειά τους στα πόδια μου. Την ποδοπατώ εκστασιασμένος, χορεύω πάνω στα όνειρά τους. Περιμένω να μπει το επόμενο σουπερμοντελικό παρατράγουδο. Ξαφνικά μπαίνει ένας άντρας. Είναι ίδιος με μένα. Πλησιάζει τους κριτές, η θέση μου είναι άδεια. Είναι όντως εγώ. Φοράω μαγιό. Η Ηλιάνα γελάει, η Καγιά ανίκανη να εκφράσει οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα, πνίγεται σε έναν οχετό ψεύτικων “ουάου”. Ο Σκουλός με ρωτάει τι ήρθα να κάνω εδώ. Του απαντάω “δεν ξέρω, εγώ είμαι μόδιστρος”.
-Ναι, αλλά εδώ είναι οντισιόν για μοντέλα. Μας κοροϊδεύεις;
-Δεν έχω τέτοια πρόθεση.
-Γεια σου.
-Γεια μου.
Γυρίζω στη θέση μου. Είμαι ακόμα με το μαγιό-Γαρδέλη. Δίπλα μου δεν είναι κανείς. Πού πήγαν οι κομπάρσοι που με πλαισιώνουν; Γυρίζω να κοιτάξω πίσω μου και βλέπω χιλιάδες ανθρώπους να με δείχνουν και να γελάνε. Δεν είμαι πια γυμνός, δεν μοιάζω σαν θεός, μυστικός, ερωτικός. Φοράω ένα κοστούμι που έχω ράψει εγώ. Συνεχίζουν να γελάνε. “Βλάχοι, τσόλια, που μάθατε και από μόδα”. Το γέλιο τους με ξεκουφαίνει. “Τι ρούχα είναι αυτά”, φωνάζει ένας σιχαμένος. “Ο Μπονάτσος θέλει το πουκάμισό του πίσω”.
-Α να χαθείς γελοίε, του λέω.
-ΤΩΡΑ! Ακούω τον Μπονάτσο να φωνάζει.
Του δίνω το πουκάμισο.
Ξυπνάω ιδρωμένος. Η ώρα είναι 4. Είναι η ώρα που μυρίζω κανέλα, αλόη και μαύρο σταφύλι. Υπέροχος”.
Εφιάλτης 3
“Τελευταίος εφιάλτης. Και πολλούς είπα. Βαριέμαι απίστευτα.
Γίνεται πόλεμος και με καλούν να ράψω τις στολές μας. Τους εξηγώ ότι το μιλιτέρ δεν είναι στη μόδα, αλλά εκείνοι επιμένουν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Αρνούμαι να συμμετάσχω σ’ αυτήν την κακοντυμένη τρέλα. Τώρα κολυμπάω. Δίπλα μου πέφτουν βόμπες. Είμαι με το μπουρνούζι μου στην παραλία. Συνεχίζουν να πέφτουν βόμπες. Τηλεφωνώ στην Ηλιάνα, με ρωτάει “τι είναι αυτό που ακούγεται”; “Βόμπες”, της λέω. Με ρωτάει τι ώρα θα πάω στο γύρισμα. “Έχεις αργήσει πολύ”. Κοιτάζω το ρολόι μου. Έχει δίκιο. Τρέχω να προλάβω να ειρωνευτώ κι εγώ κάποια υποψήφια πριν τους υπόλοιπους. Φτάνω και όλα έχουν τελειώσει. Τις ξεφτίλισαν όλες οι άλλοι. Ζητάω από μία να με αφήσει να την κάνω να ξανακλάψει. Μου λέει “όχι”. Τραγικό. Νιώθω κενός.
Ξυπνάω και είμαι πάλι εγώ. Η πραγματικότητα μου δίνει πίσω ότι πήγε να μου κλέψει το ‘μη είναι’, το ασυνείδητο. Πώς μπορώ να συνεχίσω να νιώθω κενός τώρα που ξέρω ότι είμαι εγώ;
Φανταστικός”.