ORIGINALS

Να γιατί δεν πρέπει ποτέ να βρίζεις στα ελληνικά, στο εξωτερικό

Σε μία πτήση από Ελβετία για Ισπανία εκτυλίχθηκε η πιο άβολη ιστορία που θα διαβάσεις σήμερα.

Την Μεγάλη Παρασκευή ταξίδευα για Βαλένθια. Λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η πτήση μου από Αθήνα για Ζυρίχη -από εκεί θα έπαιρνα άλλο αεροπλάνο με προορισμό την Ισπανία- είχα καθίσει στην θέση 27C. Οι θέσεις A και B στα αριστερά μου, ήταν ακόμη άδειες. Γνωρίζοντας πως τα επόμενα δευτερόλεπτα θα έπρεπε να σηκωθώ προκειμένου ν’ αφήσω κάποιους συνεπιβάτες να περάσουν και να καθίσουν δίπλα μου, δεν είχα ανοίξει ακόμα το ‘Ο Ιδιωτικός Βίος του Μάξουελ Σιμ’ του Τζόναθαν Κόου που κρατούσα στα χέρια μου και χάζευα τους εισερχόμενους επιβάτες, βαθμολογώντας τους από μέσα μου με άριστα το ’10’ για το ποιος θα ήταν ο ιδανικός να συνταξιδέψουμε πλάι πλάι τις επόμενες τρεις περίπου ώρες.

Μετά από αρκετά ‘6άρια’ και ‘7άρια’, έβαλα τον πρώτο μου ‘άσσο’, όταν από το βάθος του διαδρόμου είδα να με πλησιάζει μια φασαριόζικη παρέα εφήβων (2 κοριτσιών και 3 αγοριών), ντυμένη με τις μπλούζες της εθνικής ομάδας ενός θαλάσσιου σπορ. Για κακή μου τύχη, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, δεν κάθισαν δίπλα μου, αλλά σε πέντε θέσεις που βρίσκονταν 3-4 σειρές διαγώνια μπροστά και δεξιά μου.

Η αυτοκριτική

Δυστυχώς, δεν είμαι ακόμα τόσο ώριμος και ανοιχτόμυαλος, ώστε να μην επηρεάζεται η κρίση μου για τους ανθρώπους από την εξωτερική τους εμφάνιση. Αντιθέτως, κάποια εξωτερικά τους χαρακτηριστικά μπορούν να με κάνουν να βγάλω τόσα συμπεράσματα για εκείνους, που θα ήταν αρκετά για να γράψω ένα longread για το γενεαλογικό τους δέντρο. Και για τη συγκεκριμένη παρέα με μία μόνο ματιά είχα γράψει ήδη τις πρώτες 100 λέξεις. Το μπλουζάκια του αθλήματος που φορούσαν με έκαναν να συμπεράνω πως επρόκειτο για κακομαθημένα παιδιά, πλούσιων γονιών νοτίων προαστίων (αφού τα του κέντρου παίζουν ποδόσφαιρο και μπάσκετ), για τους οποίους μάλιστα ήμουν σίγουρος τι ψήφιζαν, ενώ τα σκουλαρίκια και τα μοντέρνα κουρέματα των αγοριών με έκαναν να φαντάζομαι πως επρόκειτο για αγόρια που έκαναν bullying σε αδύναμους συμμαθητές τους. Οι πιθανότητες να έπεσα μέσα στα παραπάνω ήταν από 0% έως 100%. Παρόλα αυτά, ήταν 100% βέβαιο πως τα αγόρια της συγκεκριμένης παρέας -σ’ αυτή την ηλικία (15-17) τα αγόρια πρέπει να χτυπάμε το ζενίθ της ανωριμότητάς μας- έκαναν αρκετή φασαρία για τα δεδομένα ενός αεροπλάνου και κανείς δεν θα τα ήθελε για συνταξιδιώτες του.

Το ταξίδι κύλησε όσο φυσιολογικά κυλάει μία διαδρομή του Μετρό όταν ανάμεσα στους επιβάτες βρίσκεται μια παρέα έφηβων αγοριών, τα οποία μιας και κάνουν μία από τις πρώτες τους βόλτες με συγκοινωνία χωρίς του γονείς τους θέλουν συνειδητά/ ασυνείδητα να δείξουν τη σχετική χαρά τους σε όλο τον κόσμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συζητήσεις τους να γίνονται σε τόσα ντεσιμπέλ που οι υπόλοιποι επιβάτες να τους παρακολουθούν ελαφρώς ενοχλημένοι, μαθαίνοντας ακόμα και τα παρατσούκλια της παρέας τους, χωρίς όμως να τους κάνουν κάποια παρατήρηση, αφού οι νεαροί δεν κάνουν κάτι το ιδιαίτερα μεμπτό και έτσι και αλλιώς οι υπόλοιποι επιβάτες ξέρουν ότι κάποια στιγμή θα κατέβουν από το Μετρό και δεν θα τους συναντήσουν ποτέ ξανά στη ζωή τους. Έλα, όμως, που η μοίρα για μένα και τη συγκεκριμένη παρέα είχε άλλα σχέδια.

Από Ζυρίχη για Βαλένθια

Μόλις φτάσαμε στη Ζυρίχη κατευθύνθηκα προς την πύλη του αεροδρομίου, από την οποία θα επιβιβαζόμουν στο αεροπλάνο για Βαλένθια. Ο χρόνος αναμονής θα ήταν περίπου μία ώρα. Στα διαλείμματα που έκανα μετά από κάθε κεφάλαιο του βιβλίου του Κόου, χάζευα τον κόσμο γύρω από την πύλη. Όλοι ήταν ή έστω φαίνονταν ξένοι, μέχρι που λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση πέρασε από μπροστά μου η προαναφερθείσα παρέα. ”Δεν γίνεται να είμαι τόσο γκαντέμης”, σκέφτηκα, αφού δεν υπήρχε κανείς άλλος στο οπτικό μου πεδίο από τους επιβάτες του αεροπλάνου που με είχε φέρει από Αθήνα. Προς ανακούφισή μου η παρέα των νεαρών απομακρύνθηκε κι εγώ χάθηκα ξανά στις σελίδες του βιβλίου μου.

Λίγα λεπτά πριν την απογείωση καθόμουν και πάλι σε μια θέση C του αεροπλάνου, σε μία σειρά λίγο πιο πίσω από εκείνη που καθόμουν στην πρώτη πτήση. Παρόλα αυτά, το μοτίβο της πτήσης από Αθήνα για Ζυρίχη επαναλήφθηκε, αφού όσο καθόμουν στη θέση C είχα άδειες τις θέσεις δεξιά μου και βαθμολογούσα από μέσα μου τους υποψήφιους συνεπιβάτες που θα κάθονταν δίπλα μου. Το αεροπλάνο άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει και πέρα από τις θέσεις αριστερά μου, άδεια παρέμενε κι ολόκληρη η μπροστινή μου τριάδα, ώσπου ξαφνικά άκουσα τις φωνές της παρέας των Ελλήνων να προηγούνται της εισόδου τους στο αεροπλάνο. ”Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό’‘, σκέφτηκα και κάθε βήμα τους προς το μέρος μου αποδείκνυε το αντίθετο. Τα δύο κορίτσια και το ένα αγόρι κάθισαν στην τριάδα μπροστά μου. Είχα ακόμα λίγες ελπίδες ότι η υπόλοιπή τους παρέα δεν θα καθόταν πλάι μου, αλλά φευ. Πριν οι τρεις τους προλάβουν να βολευτούν, ο τέταρτος της παρέας άρχισε να διασχίζει τον διάδρομο και να λέει δυνατά στην παρέα του ενώ με κοιτούσε:

Κοιτάξτε μια μορφή που θα κάτσω δίπλα της

Ήταν εμφανές πως δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν Έλληνας. Χαμογέλασα και άρχισα να σκέφτομαι τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους θα του αποκάλυπτα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού την κοινή μας καταγωγή. Ίσως, βέβαια, να μην χρειαζόταν καν να του μιλήσω, αφού είχα στα χέρια μου ένα στα ελληνικά μεταφρασμένο βιβλίο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα έβλεπε. Τις σκέψεις μου διέκοψε η ατάκα του 2-3 δευτερόλεπτα μετά την πρώτη:

Ρε τι τύπος είναι αυτός!

είπε κοροϊδευτικά. Συνέχισα να μειδιώ, αν και είχα αρχίσει να νευριάζω μιας και το συγκεκριμένο παλικάρι, που αν και 16-17 χρονών μου έριχνε ένα κεφάλι, έκανε τα σχόλιά του με πολύ επιδεικτικό τρόπο, χωρίς καμία διάθεση να σταματήσει.

Ρε τι βλάκας είναι αυτός

συνέχισε ενώ είχε φτάσει στο ένα μέτρο από εμένα και εγώ είχα ήδη αρχίσει να τρέμω από τα νεύρα μου, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα πως εκείνη την ώρα παλλόταν ακόμα και η μπλούζα μου. Παρόλα αυτά, δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα για να περάσει και του χαμογέλασα.

Μου γελάει κιόλας ο μαλάκας

είπε κοιτώντας τους φίλους του. Ένιωσα, ακαριαία, μικρές εκρήξεις να γίνονται στον εγκέφαλο μου, ενώ θα έβαζα στοίχημα πως αν βρισκόμουν απέναντι από καθρέφτη, θα έβλεπα το στόμα μου να στραβώνει. ‘Επρεπε να τον σταματήσω σ’ εκείνο το σημείο, γιατί φαινόταν ικανός να αρχίσει να βρίζει πολύ πιο έντονα προκειμένου να κάνει εντύπωση στην παρέα του και ο μόνος ψύχραιμος τρόπος με τον οποίον θα μπορούσα πλέον να αντιδράσω ήταν να τον αρπάξω από τον λαιμό. Πριν καθίσω ξανά και ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να βολευτεί στη θέση πλάι στο παράθυρο, γύρισα προς το μέρος του και του είπα τρέμοντας σύγκορμος από τα νεύρα μου:

Άλλη μια μαλακία να πεις και σε γ@μ@σ@

Ο χρόνος πάγωσε. Στα δευτερόλεπτα που έμεινε να με κοιτά, επαναφέροντας λογικά στο μυαλό του όλες τις ατάκες που είχε πει για μένα νωρίτερα, θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει Βαλένθια και να είχαμε γυρίσει ξανά Ζυρίχη χωρίς να έχει αλλάξει κάποιος από τους δυο μας στάση.

”Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι Έλληνας”; με ρώτησε διστακτικά, αφού ηρέμησε από το αρχικό σοκ.

”Ήθελα να δω μέχρι πού θα το έφτανες”, του απάντησα.

”Καλά που με σταμάτησες, γιατί θα το συνέχιζα κι άλλο”, μου είπε.

Μου ζήτησε συγγνώμη και μου έδωσε το χέρι. Δεν ανταποκρίθηκα και κάθισα στην θέση μου. Για την επόμενη ώρα η παρέα των παιδιών που είχα πλέον γύρω μου, από την πιο φασαριόζικη του αεροπλάνου είχε μετατραπεί στην πιο ήσυχη. Είχα πετύχει μια μικρή νίκη. Παρόλα αυτά, όσο διάβαζα το βιβλίο του Κόου δεν το κρατούσα στα χέρια μου, αλλά το είχα ακουμπήσει ανάμεσα στα πόδια μου, αφού δεν ήθελα να φανεί το τρέμουλο από τα νεύρα, που δεν μου είχαν περάσει, όσο θα κρατούσα τις σελίδες.

Κάμποση ώρα αργότερα ο τύπος που είχαμε λογομαχήσει μου ζήτησε ξανά συγγνώμη και μου έδωσε το χέρι. Ανταποκρίθηκα και του είπα πως είχα κάνει κι εγώ αντίστοιχες μαλακίες στην ηλικία του, απλώς αυτός ξεπέρασε κάθε όριο. Συμφώνησε, ανταλλάξαμε ευχές για το Πάσχα κι όταν το αεροπλάνο έφτασε Ισπανία πήγε ο καθένας στον προορισμό του.

ΥΓ: Είμαι σίγουρος πως ο φίλος της παραπάνω ιστορίας δεν πρόκειται να σχολιάσει ποτέ ξανά αρνητικά στα ελληνικά οποιονδήποτε στο εξωτερικό. Ελπίζω το ίδιο και εσύ.

Exit mobile version