Ντιόπ: Η σκηνοθεσία του πρώτου γκολ που με άφησε με το στόμα ανοιχτό
Αφού ο ποδοσφαιρικός κόσμος θρήνησε για τον Μαραντόνα, από χθες θρηνεί και για τον Ντιόπ. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι φτιαγμένο από Θεούς και από εργάτες.
- 30 ΝΟΕ 2020
“Σιγά ρε μην κερδίσουμε, σαν να κερδίζει η Σενεγάλη τη Γαλλία”. Υπάρχουν κάποια πράγματα που έχουν κολλήσει στα μπροστά ράφια του μυαλού μας χωρίς να έχουν ακριβώς τον λόγο να είναι εκεί. Τυπικά δεν είναι ούτε συγκλονιστικά ούτε σημαντικά ούτε καθοριστικά για τη ζωή μας αλλά τα ανακαλούμε μια στο τόσο. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι τέτοιο συνέβη και με το παραπάνω. Ήταν Παρασκευή μεσημέρι, λίγες μέρες πριν αποχαιρετήσω το Δημοτικό. Αυτός ήταν ένας από τους κλασικούς διαλόγους με τους οποίους τα παιδιά αναπαριστούν τη δική τους πραγματικότητα με βάση κάτι μεγαλύτερο και πιο οργανωμένο. Λιγότερο χαώδες. Η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γαλλία ήταν σε εκείνο το Μουντιάλ το απόλυτο φαβορί απέναντι στη Σενεγάλη, χώρα που πιθανόν ακούγαμε πολύ από εμάς για πρώτη φορά στη ζωή μας. Πρεμιέρα του Μουντιάλ του 2002. Τόσο πολύ υπερτερούσε η απέναντι ομάδα με την οποία θα παίζαμε σε εκείνο το διάλειμμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για τους περισσότερους από τους ανθρώπους της ηλικίας μου -γύρω στα 30- το βίωμα του Μουντιάλ του 2002 ήταν το πιο σημαντικό ποδοσφαιρικό μας βίωμα. ‘Ηταν ακριβώς πάνω στην ηλικία που πρακτικά δεν είχες και κάτι άλλο να ασχοληθείς πέρα από το ποδόσφαιρο. Ταυτόχρονα ήμασταν αρκετά μεγάλοι προκειμένου να καταλάβουμε τους όρους απόλαυσης του παιχνιδιού. Ήταν το καλύτερο Μουντιάλ που είδαμε; Δεν ξέρω. Ειδικά όσα είχαν γίνει με το απίστευτο διαιτητικό σπρώξιμο της Κορέας ήταν εξοργιστικό και ένα μόνιμο στίγμα στη διοργάνωση. Ήταν όμως πολύ σημαντικό. Μπορώ να ανακαλέσω σε πολλά από τα παιχνίδια του πού ήμουν και τι έκανα, όταν τα έβλεπα.
Εκείνο το παιχνίδι, λοιπόν, είχα κάτσει να το παρακολουθήσω με τεράστιο ενδιαφέρον. Στο ματς που είχαμε κάνει διακεκομμένο στα 3 διαλείμματα είχαμε πράγματι χάσει και είχαμε χάσει με εκείνο τον τρόπο που κάπου στη μέση παρατάς να προσπαθείς να κερδίσεις και αρχίζεις να προσπαθείς να βρεις τρόπους να χαρείς το ποδόσφαιρο με άλλους τρόπους. Οι απέναντι δεν ξέρω αν ήταν τόσο καλύτεροι από εμάς όσο ήταν η Γαλλία από τη Σενεγάλη. Ήταν όμως σίγουρα καλύτεροι. Αυτή η όχι ακριβώς διδακτική ήττα στο δικό μας παιχνίδι με έκανε να επενδύσω στο ποδόσφαιρο και άλλα πράγματα που δεν το αφορούσαν. Ίσως ήταν και η πρώτη φορά που το έκανα.
Το γκολ του Ντιόπ
Λίγο μετά τα μέσα του πρώτου ημιχρόνου η Γαλλία είχε αρχίσει για τα καλά να παίρνει τον ρόλο του ισχυρού. Η Σενεγάλη είχε ξεκινήσει καλά. Είχε στηθεί στην άμυνα και όλη πίσω από την μπάλα. Στα πρώτα λεπτά του αγώνα, το μόνο που έκαναν οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές ήταν βαθιές μπαλιές προς το τότε επιθετικό δίδυμο των Henry και Wiltord. Σίγα-σιγά όμως η πίεση αυξανόταν και όλα έδειχναν ότι το γκολ ήταν θέμα χρόνου. Και αν ερχόταν εκείνο το γκολ πιθανότατα να ερχόταν και η κατάρρευση. Στα ματς με το ξεκάθαρο φαβορί είναι πολύ σημαντικό το γκολ στην αρχή. Όχι μόνο γιατί παίρνει το άγχος του ισχυρού αλλά και γιατί τσακίζει την ψυχολογία του ανίσχυρου. Τον θέτει προ της αμείλικτης πραγματικότητας.
Σε μια φάση που γίνεται κάπου στο μισάωρο, ο Ελ-Χάτζι Ντιούφ, ο μόνος γνωστός ποδοσφαιριστής εκείνης της ομάδας, παίρνει την μπάλα από το κέντρο του γηπέδου. Την πετάει μπροστά και κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα από όλα. Αρχίζει να τρέχει. Aπέναντί του ο Φρανκ Λεμπέφ. Στα 34 του χρόνια τότε και με μια ποδοσφαιρική καριέρα που τον έχει αν μη τι άλλο χορτάσει για τα καλά. Ήταν μέλος μιας ομάδας που είχε κατακτήσει Μουντιάλ και Ευρωπαϊκό μέσα σε 2 χρόνια. Πήγαινε και αυτός για την τελευταία παράστασή του σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Επρόκειτο για έναν αμυντικό γνωστό για τη δύναμη αλλά και την προνοητικότητά του. Έχοντας με τα χρόνια βαρύνει ακόμα περισσότερο προσπαθεί να επιστρατεύσει τη δεύτερη. Ξέρει ότι δεν υπήρχει ούτε περίπτωση να τα βάλει στο σπριντ με τον Ντιούφ. Ήταν κατά 13 χρόνια νεότερος και κάμποσα κιλά πιο αδύνατος. Πέφτει, λοιπόν, για να κάνει το τάκλιν. Να προλάβει αυτό που ερχόταν. Να γίνει ο σπαστικός τύπος που χαλάει το γκολ. Αποτυγχάνει.
Ο Ντιούφ φεύγει μόνος του σε κενό χώρο. Ο Λεμπέφ πέφτει. Μέχρι να σηκωθεί έχει χαθεί από το πλάνο. Ο Ντιούφ κάνει μια κούρσα που πιθανόν να έκρινε την υπόλοιπη ζωή του. Λίγο πριν επιστρέψει όλη η υπόλοιπη γαλλική άμυνα κάνει αυτή την κλασική κίνηση του winger. Πετάει την μπάλα παράλληλα με το τέρμα. Η ελπίδα του Ντιούφ όταν πετάει την μπάλα είναι αυτή να βρει κάποιο πόδι και να πάει στα δίχτυα. Μέσα στην περιοχή βρίσκονται 6 τεράστια ονόματα της ομάδας της Γαλλίας και δύο άσημοι και άγνωστοι στον ποδοσφαιρικό πλανήτη ποδοσφαιριστές. Ένας από τους τελευταίους ήταν ο Πάπα Μπούμπα Ντιόπ. Θηριώδης μέσος με ύψος 1,95, χτιστός αλλά και γρήγορος. Είχε γεννηθεί στο Ντακάρ 24 χρόνια πριν από εκείνη τη μέρα. Μετά από μια πορεία στην Ελβετία, είχε κάνει τη μεγάλη μεταγραφή εκείνη τη χρονιά για τη γαλλική Lens. Η καριέρα του είχε αρχίσει να ανεβαίνει.
Η μπάλα χτυπάει στα πόδια του Εμανουέλ Πετί, ενός επίσης από τα βασικά μέλη της Γαλλιάς στις προηγούμενες διοργανώσεις. Σκόρερ του τελευταίου από τα 3 γκολ του Μουντιάλ της Γαλλίας το 1998. To γκολ της αποθέωσης. Κάτι σαν εθνικός ήρωας. Ο Ντιόπ είναι ακριβώς πίσω του. Έχει κάνει ήδη στον αέρα το σουτ του με την ελπίδα ότι κάπως, με κάποιον μαγικό τρόπο, η μπάλα θα πέρναγε από Πετίτ και τον τερματοφύλακα Μπαρτέζ και θα έφτανε στο πόδι του που ήδη κλωτσούσε στον αέρα. Στην κίνηση αυτή γλιστράει και πέφτει κάτω. Η μπάλα τελικά προσκρούει στο στήθος του τερματοφύλακα Μπαρτέζ και, αφού χτυπάει στα σώματα δύο Παγκόσμιων Πρωταθλητών, φτάνει στον πεσμένο Ντιόπ. Εκείνος γλιστρώντας ακόμα στο χορτάρι απλά την κλωτσά και τη στέλνει στα δίχτυα. Στη συνέχεια με ένα τεράστιο χαμόγελο τρέχει στο κόρνερ, βγάζει τη φανέλα του την αφήνει στο χορτάρι και αρχίζει να χορεύει με τους συμπαίκτες του. Λίγη ώρα μετά θα γραφόταν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των Μουντιάλ.
Ο αποχαιρετισμός
Θυμάμαι πόσο είχα πανηγυρίσει εκείνο το γκολ. Πρώτα από όλα για το τζέρτζελο. Όταν βλέπεις Μουντιάλ διψάς να χτίσεις μνήμες. Ένα 2-0 της Γαλλίας δεν θα το θυμόμουν. Αυτό το κείμενο για τον Ντιόπ δεν θα γραφόταν ποτέ. Εκτός αυτού όμως πιστεύω όμως ότι ο πανηγυρισμός ήρθε στο μέρος μιας ταύτισης. Εμείς μπορεί να είχαμε χάσει με κάτω τα χέρια από τους καλύτερούς μας αλλά εκείνοι οι τύποι από μια χώρα που πρώτη φορά ακούγαμε κέρδιζαν τη Γαλλιά. Δεν είχα ιδέα στα 12 μου για την αποικιοκρατία και τον ρατσισμό και όλα αυτά. Απλά έβλεπα τον ανίσχυρο να κερδίζει τον ισχυρό και να σοκάρει τον πλανήτη.
Υπήρχε και κάτι τελευταίο. Εκείνη τη στιγμή βρεθήκαμε πολλά εκατομμύρια τηλεθεατές σε αυτό που προγραφόταν ως μια από τις καλύτερες στιγμές στη ζωή και σίγουρα ως η καλύτερη στιγμή στην καριέρα ενός ανθρώπου. Η πορεία της καριέρας του αργότερα ήταν σίγουρα σημαντική. Την είδα στην Wikipedia. Πιθανόν μεθαύριο θα την έχω ξεχάσει. Ήρθε και στην Ελλάδα μεταξύ άλλων για να παίξει στην ΑΕΚ. Δεν είχα ιδέα για το τελευταίο. Γι’αυτό και δεν είχα κάνει τη σύνδεση ακούγοντας για τον θάνατο του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ κάπου χθες νωρίς το απόγευμα. Είχε συμπέσει με μια πενταετία που είχα πάψει να ασχολούμαι εντελώς με το ποδόσφαιρο. Ο Ντιόπ, λοιπόν, λίγες μέρες μετά τον Μαραντόνα έφυγε και αυτός από τη ζωή. Οι δύο τους είχαν γράψει δύο τελείως διαφορετικές ιιστορίες.
Όλοι οι αστυνομικοί του διαδικτυακού πένθους είναι σύχνα έτοιμοι να γράψουν με το μπλοκάκι τους όσους είναι ανειλικρινείς. Όσους θυμήθηκαν στον θάνατο κάποιον με τον οποίο δεν ασχολούνταν στη ζωή. Για να είμαι εγώ ειλικρινής, είναι πολύ πιθανόν να μην ξαναείδα κανένα άλλο παιχνίδι του Πάπα Μπούμπα Ντίοπ εκτός από εκείνα που έδωσε σε εκείνο το Μουντιάλ. Σίγουρα πάντως δεν είδα άλλο γκολ του. Καμιά φορά, ωστόσο, μπορείς να στεναχωρηθείς και για τον θάνατο ενός ανθρώπου που είχε μια ελάχιστη χρονικά επίδραση στη ζωή σου. Επίδραση που κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Ίσως στην καλύτερη μια μέρα. Ποιος είπε ότι το πένθος δεν είναι και μια προσωπική υπόθεση.