Ο Αύγουστος στην Αθήνα είναι πάντα ένα safe bet
- 29 ΙΟΥΛ 2020
Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα, ας κάνουμε ένα βήμα πίσω, τέλος πάντων ας τινάξουμε τα ψίχουλα του πρωινού κρουασάν από τον καβάλο μας και ας δούμε την πραγματικότητα της ζωής, του καλοκαιριού, της κατάστασης.
Διότι άφθονος κόσμος, άφθονος κόσμος που μένει ‘παγιδευμένος’ στην Αθήνα στην τελική, στην βαριά ευθεία του ελληνικού καλοκαιριού, υποστηρίζει σθεναρά, μην έχοντας και άλλη επιλογή πέρα από αυτήν, ότι το καλοκαίρι στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ στην Αθήνα είναι ‘το καλύτερο μυστικό του καλοκαιριού’.
Κάτι πρέπει να πει κοινώς. Κάπως πρέπει να χρυσώσει το χάπι. Κάπως πρέπει να κοιτάζεται στον καθρέφτη, χωρίς να αναδύεται από τα σωθικά του η ατάκα “καλά τα κατάφερες πάλι κύριε μαλάκα”.
Προσοχή. Δεν ομιλώ δια αυτήν την κατάσταση ζωής ως εξωτερικός κριτής, ως σας-δείχνω-με-το-δάχτυλος. Κάθε άλλο. Σας ομιλώ ως ορκισμένος υποστηρικτής του καλοκαιριού στην Αθήνα και ιδιαιτέρως του Αυγούστου, μόνο που πλέον μπορώ να παραδεχτώ ανοικτά ότι πρόκειται για κάποιο ξεκάθαρο αυτοτιμωρητικό μου φετίχ, μια συνειδητή επιλογή αυτομαστιγώματος, η οποία με έναν ΚΑΠΩΣ περίεργο λόγο δείχνει ότι ΜΠΟΡΕΙ να κάμω κακές επιλογές ζωής, αλλά είμαι συνεπής σε αυτές. Πώς είναι το κουσούρι που έχω που πάω και παίρνω επιτραπέζια, αν και δεν έχω φίλους και τα αφήνω στα σελοφάν να μαζεύουν σκόνη; Αυτό. Λάθος επιλογή ξεκάθαρα, αλλά. ΑΛΛΑ. Συνεπής. Συνεχίζω και τα παίρνω.
Κάπως έτσι μου συμβαίνει και με τα καλοκαίρια στην Αθήνα. Τους Αύγουστους στην Αθήνα. Διότι αρχικά, τα παλιά τα χρόνια, τότε που τον είχα φάει τον αστικό μύθο, ΔΙΑΛΕΓΑ να μείνω τους Αύγουστους στην Αθήνα. Είχα καταπιεί το δόλωμα, μου είχε μαγκώσει το αγκίστρι στον ουρανίσκο και ήμουν εκείνος ο γραφικός που δήλωνε με περηφάνια πως “πηγαίνετε ρε κορόιδα εσείς στα νησά Αύγουστο μήνα, πηγαίντε ρε πρόβατα και αδειάστε μας την γωνιά, να μείνουμε μόνο εμείς που ΞΕΡΟΥΜΕ από Αθήνα, που περιμένουμε πως και πως τον Αύγουστο για δούμε το πραγματικό πρόσωπο της πόλης μας ρε, πηγαίντε ρε ο ένας πάνω στον άλλον σαν τα καφάσια με τις ντομάτες στην λαική, πηγαίντε ρε, ΠΗΓΑΙΝΤΕ”.
Και πηγαίναντο φυσικά, σιγά μην περίμεναν να πάρουν και έγκριση από μένανε -αυτό έλειπε- και έμενα μονάχος μου να χαμογελάω το χαμόγελο του ανθρώπου που έχει ανακαλύψει ένα σεντούκι με χρυσές λίρες κάτω από το κρεβάτι του, αλλά δεν τις μοιραζόμουν με κανέναν.
Υπέροχος Αύγουστος έλεγα. Θαυμάσιος. 38,000 βαθμοί, πεζοδρόμια για να τηγανίζεις αυγά με μπέηκον, όλα σε κατάσταση ημιλειτουργίας στην καλύτερη, πινακίδες σε βιτρίνες να λένε από τις 5 Αυγούστου ‘ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΙΣ 59 ΣΕΦΤΕΒΡΗ, ΚΑΛΑ ΜΠΑΝΙΑ’ και 2-3 αυτοκίνητα ΤΟ ΠΟΛΥ σε κάθε δρόμο. Πολλές φορές τα ΙΔΙΑ 2-3 αυτοκίνητα σε κάθε δρόμο. Στα λίγα μπαρ που έμεναν ανοιχτά, ήμασταν πιο ντόπιοι από τους ντόπιους, οι πιστοί εκείνοι φύλακες της πόλης που περίμεναν τα βάθη του καλοκαιριού για να ξεμυτίσουν, οι ‘περίεργοι’ εκείνοι πελάτες που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ εκτιμούσαν όλα τα μπαρμάνια, με ανταλλαγή βλεμμάτων που στο μυαλό μας μεταφράζονταν σε “εντάξει, ήρθε ο τεράστιος, αυτός ξέρει”.
Με το πέρασμα των χρόνων ασφαλώς, η αστρόσκονη αυτής της επιλογής έπεσε, η επανάληψη έκανε το τσίλικο ρούχο να ξεφτίσει, να κρεμάσει κάπως στις αμασχάλες να κάτσει περίεργα στους ώμους. Πλέον, ΕΥΤΥΧΩΣ για τα διασκορπισμένα κομμάτια της ψυχικής μου υγείας, δεν παραμένω τόσο περήφανος για την επιλογή μου να μένω καρφωμένος στην Αθήνα τον Αύγουστο. Σίγουρα δεν θεωρώ ότι είναι τόσο ‘προχώ’ επιλογή και ασφαλώς δεν κοιτάω τα αναρίθμητα βίντεα των δελτίων ειδήσεων που μιλάνε για τους ‘τελευταίους αδειούχους του Αυγούστου’ με το ίδιο ύφος του “ΤΟΣΑ ΞΕΒΡΕΤΕ”.
Όχι. Πλέον αναγνωρίζω πως πλέω στα ανοιχτά του ακρωτηρίου του φετίχ, εκεί που μαζευόμαστε όλοι οι σκαλωματίες με κάποιες αποφάσεις της ζωής μας, επειδής φτάσαμε σε μια ηλικία ΑΛΦΑ και από αυτές πια τις επιλογές ορίζουμε το οικόπεδο της ύπαρξής μας. Μπορεί να μην είναι το ιδανικό οικόπεδο, μπορεί να μην είναι το μεγαλύτερο, αλλά διάολε είναι το δικό μου οικόπεδο και θα το υπερασπιστώ. Αύγουστος στην Αθήνα, γουάη νοτ.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσαν να αναιρέσουν το γουάη νοτ. Μεγαλώνοντας η υπεροψία των νεανικών χρόνων ατονεί εξωφρενικά γρήγορα, δίνοντας την θέση της στην άποψη που λέει πως ‘εγώ έτσι είμαι, δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, δεν με απασχολάει’, που λειτουργεί ως λαμπρό ανάχωμα στην αποδοχή των κάμποσων λανθασμένων επιλογών μας.
Αλλά για να το πάμε πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα ΔΕΝ είναι ωραία τον Αύγουστο. Ή πιο σωστά, δεν είναι ΤΟΣΟ ωραία. Έχει κάποια θετικά αρκετά σημαντικά όπως είναι η έλλειψη της κίνησης και του συνωστισμού, το ότι πας όπου θες (περίπου) και παρκάρεις όπου θες (ακόμα πιο περίπου), αλλά κάπου εκεί ψιλο-εξαντλούνται. Όλα τα υπόλοιπα, όλα αυτά τα κάπως παραμυθιασμένα περί αστικού παραδείσου και της πρωτεύουσας που παίρνει βαθιές ανάσες, είναι λίγο τι-κάνετε-καλά-ευχαριστώ-εσείς.
Δεν έχω θέμα με όλους εκείνους τους πολίτες της πόλης, που όντως την καταβρίσκουν, καπέλο τους άλλωστε, απλά εμένα όλος αυτός ο ενθουσιασμός έχει προ πολλού φύγει για άλλα πάρτι και έχω μείνει εγώ να διαχειρίζομαι το “πάλι εδώ θα την βγάλουμε, τι να γίνει” των 44 χρόνων μου. Προσπαθώ να εντοπίσω τον τύπο που περίμενε το έμπα του Αυγούστου με λύσσα και δεν τονε βρίσκω, δεν σηκώνει τα τηλέφωνα, λογικό άλλωστε, ούτε εγώ θα μου μιλούσα, οπότε καταλήγω στο να επιχειρώ να στοιχειοθετήσω τους λόγους που δεν ‘σπάω’ την παράδοση που ο ίδιος έφτιαξα.
Νομίζω πως φταίει το ‘αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε’. Μετά από τόσους Αύγουστους στην πόλη, νομίζω πως εύκολα μπαίνεις στην λούπα της μόνιμης καλοκαιρινής σχέσης. Σου βγάζει νόημα, έστω και αν δεν σε γεμίζει απόλυτα, είναι πιο εύκολο το ‘κάτσε στα αυγά σου’ από το ‘δοκίμασε κάτι καινούργιο’. Έχω και την ρουτίνα μου τον Αύγουστο. Οι πιο πολλοί καφέδες σε δημόσιο χώρο, η βελτιωμένη μου σχέση με τον ήλιο. Ειδικά το δεύτερο βέβαια και να μην θες το δέχεσαι, ο ήλιος είναι παντού και σε κοπανάει από κάθε γωνία. Βλακωδώς διαβάζω και περισσότερα βιβλία και τονίζω το βλακωδώς γιατί το γκάζι που πατάω παραδοσιακά εκείνον τον μήνα, δεν έχει την παραμικρή λογική πέρα από κάτι πραγματάκια που ψελλίζω που μοιάζουν με ‘ε καλά, ξες τώρα, τι άλλο να κάνεις, μονάχος είσαι’.
Κάπου πήγαινε με αυτό τώρα, αλλά με έχει βαρέσει ο ήλιος. Εντούτοις, θα κάνω μια προσπάθεια δια να το κάνω ΙΛΟΥΣΤΡΕΗΤ το ζήτημα. Πριν από ένα ή δύο χρόνια (δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν έχει σημασία) βρισκόμουν σε ένα μπαρ (δεν θα το ονομάσουμε δια να το προστατέψουμε), μέσα στα γκάζια του Αυγούστου. Η πόλη σχετικά άδεια, το ίδιο και το μπαρ, οι θέσεις άφθονες και το προσωπικό βαρύ. Όχι βαρύ αγενές, αλλά βαρύ κουρασμένο από την ζέστη, έστω και με υποψία χαμόγελου για να διασκεδάσουν λίγο τις εντυπώσεις. Διαβάζω το δεύτερο βιβλίο μου (το πρώτο είχε αποχαιρετίσει ολοκληρωμένο μέσα στις πρώτες δέκα μέρες) και κουτσοπίνω ένα τζιν με σόδα, γιατί το τόνικ έχει ζάχαρη. Καθώς κάνω ένα διάλειμμα από την ανάγνωση και έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι με ένα παγάκι που προσπαθεί να μου ανακόψει την ροή του ποτού προς το στόμα μου, μιας και παραμένει πεισματικά στην επιφάνεια και κοπανάει στο πάνω χείλος και στα δόντια μου, ο μπαρμαν με πλησιάζει και με ρωτάει το (σχετικά) αναμενόμενο:
– Δεν θα την κάνεις καθόλου;
– Ε; Όχι.
– Καθόλου, καθόλου; Τίποτα.
– Καθόλου, καθόλου. Τίποτα.
– Μαλακία.
– Μπα.
– Μην μου πεις ότι είσαι από αυτούς που γουστάρουν Αθήνα το καλοκαίρι;
– Όχι ακριβώς, αλλά περίπου.
– Δεν θα ήταν καλύτερα να ήσουν στην θάλασσα;
– Γενικά, ποτέ δεν είναι καλύτερα να είσαι στην θάλασσα.
– Γιατί;
– Γιατί είσαι στην θάλασσα. Έχει άμμο. Πέτρες. Κόσμο. Ήλιο.
– Καλά, εντάξει κι εδώ έχει ήλιο και κόσμο.
– Δεν έχει άμμο και πέτρες όμως.
– Α.
Κοινώς, η σχέση μου με τον Αύγουστο στην Αθήνα συνεχίζεται. Ως επιλογή ζωής. Γνωστή, αναμενόμενη, της ρουτίνας. Υπάρχουν κι άλλες σχέσεις εκεί έξω. Ενδεχομένως πολύ καλύτερες. Σαφώς ανώτερες. Αλλά ο Αύγουστος στην Αθήνα, το ξεκαλοκαίριασμα στο κέντρο είναι safe bet. Βαρετό, επαναλαμβανομενο, αλλά safe bet. To ξέρεις. Αρκεί.