Ο Κωνσταντίνος Τζούμας πιστεύει ότι μόνο αυτός είναι ο αληθινός Bachelor
- 19 ΝΟΕ 2020
Ενδίδω όμως και προχωρώ μαζί της στη μεγάλη σάλα, εκεί που η Ιζαμπέλα, ο Αντρέας και μια Ιταλιάνα φίλη τους πολύ γουστόζικη και φαντεζί, φλυαρούν μπροστά από την πολύχρωμη τηλεόραση.
“Κωνσταντίνε”, μου λέει ο Αντρέας, “έχει ένα πρόγραμμα που πιστεύω ότι θα είναι πολύ του γούστου σου”.
“Αμφιβάλλω”, του απαντώ, στέλνοντας την πρώτη γενναία γουλιά οινοπνεύματος να συστηθεί με τον ουρανίσκο μου.
“Είκοσι γυναίκες προσπαθούν να κερδίσουν την καρδιά ενός άντρα. Η εκπομπή λέγεται ‘Bachelor’”, επιμένει με μια σχεδόν συντριπτική αφέλεια.
‘“Όχι, Αντρέα. Λέγεται απλά “Το χθεσινό μου βράδυ”, τον διορθώνω και η Ιταλιάνα δίπλα του με τα ατίθασα πόδια και τη νυσταγμένη επιθυμία για τρυφερότητα, συγκλονίζεται. Αλλά ούτε αυτό με αφορά.
Το θέαμα στην τηλεόραση είναι θλιβερό. Ένας νεαρός λιμπερτίνος προσφέρει τριαντάφυλλα μέσα από γκροτέσκα ενσταντανέ και ενοχικές αμηχανίες, σαν πρωταγωνιστής μίας μεσοπολεμικής μασκαράτας φθηνού γούστου. Τα μπογιατισμένα κορίτσια γύρω του, συνηθισμένα σε χαμηλόφωνα κοπλιμάν και θεατράλε εξαπατήσεις, παίζουν κι αυτά την παρτίδα με τα φύλλα τους σημαδεμένα. Θρηνωδία, καταλαβαίνεις.
“Κωνσταντίνε”, μου λέει η Ιζαμπέλα. “Νομίζω ότι ο αληθινός μπάτσελορ είσαι εσύ και μόνο. Ε, Βάνα; Τι πιστεύεις κι εσύ”, ρωτά πονηρά την οικοδέσποινα της βραδιάς, που τόση ώρα την έχω αφήσει να σιγοβράζει μέσα στο μακρύ καραμελένιο κιμονό της. “Φυσικά, φυσικά”, και στο τραπέζι σχηματίζεται ένας λεκές απ’ τα δάκρυά της που μυρίζει αλάτι και αναμνήσεις. Όλοι σώπασαν, κατάλαβαν ότι πίσω μας υπάρχει ένα παρελθόν ικανό να συντρίψει το βράδυ τους, ίσως ακόμη και τις ίδιες τις πληκτικές ζωές τους.
Με τη Βάνα, την οικοδέσποινα, είχαμε συναντηθεί για πρώτη φορά πριν από 34 χρόνια σε ένα μαδριλένικο μπιστρό που σέρβιρε κονιάκ και επιθυμίες. Εκείνο το βράδυ μοιραστήκαμε το ίδιο ταξί, το ίδιο κρεβάτι και τον ίδιο ταξιτζή στο κρεβάτι. Τα επόμενα δύο χρόνια θα μοιραζόμασταν πολλά περισσότερα και κυρίως ένα διαμέρισμα στο κέντρο της ισπανικής μητρόπολης -μπροστά από μια πιάτσα ταξί, φυσικά.
Ξοδευτήκαμε σε νυχτερινές ανάσες και ανεκπλήρωτες ματαιώσεις, και οι δρόμοι μας χώρισαν όταν εκείνη επέλεξε να επιστρέψει στον σύζυγό της τον Άντζελο, έναν πρώην αλκοολικό ιστορικό τέχνης που ορκιζόταν ότι δυστυχούσε μακριά της, χαμένος μέσα σε βιεννέζικα καφέ και υγρές λεωφόρους. Τι κλισέ.
Το τελευταίο βράδυ μας το περάσαμε γυμνοί σαν ήρωες του Φελίνι σε ένα φιλμ που θρηνεί τους λεηλατημένους πόθους.
“Κωνσταντίνε”, μου είπε καθώς το φως των μαδριλένικων δρόμων έπεφτε από το παράθυρο και υπογράμμιζε τη λεπτή φυσιογνωμία της. “Κωνσταντίνε, είσαι γεννημένος εργένης. Ήδη ήταν έγκλημα που σε στέρησα για δύο χρόνια από τις υπόλοιπες γυναίκες. Θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο έγκλημα όμως, αν σε παντρευόμουν”. Και πριν προλάβω να της ψιθυρίσω στο αυτί ένα μυστικό που αναστατώνει, με τράβηξε μία τελευταία φωτογραφία έτσι όπως ήμουν, γυμνός, εκστατικός, ένας δάνδης αλά γκρέκα ντυμένος με τη δική της γύμνια.
Την αποχαιρέτησα με την αμετάκλητη μελαγχολία των εμιγκρέδων και στην πόρτα με σταμάτησε για να μου χαρίσει την πολαρόιντ που λίγα λεπτά πριν είχε τραβήξει. Της υποσχέθηκα να μην την πετάξω ποτέ και το ίδιο μου υποσχέθηκε και ο ταξιτζής από κάτω μόλις του τη χάρισα. Άσε μας μωρή κακομοίρα. Η πολλαπλή περιπέτεια του σώματος δεν καταλαβαίνει από ηθική και αδρές υποχρεώσεις. Δεν με αφορά. Καταλαβαίνεις.
Ήμουν έτοιμος να γυρίσω πια στην Ελλάδα. Οι αθηναϊκές αναθυμιάσεις, οι δίχως όνομα απουσίες και οι προβολείς των αυτοκινήτων που σε λούζουν με φως στην Φιλολάου, μού είχαν λείψει αφάνταστα. Όμως μία νέα γνωριμία θα με τραβούσε μαζί της στα βερολινέζικα καμπαρέ και στις μπάσες εκρήξεις της καλοκουρντισμένης γερμανικής πρωτοπορίας. Το Βερολίνο θα γινόταν η επόμενη στάση μου. Ποιος ξέρει για πόσο.
Και όμως τόσα χρόνια μετά, απόψε είμαι εδώ και πάλι παρέα με τη Βάνα που είχαμε να ιδωθούμε δυο ζωές και κάτι. Βλέπουμε την κακόγουστη φάρσα του Bachelor να αντιγράφει τις πρόζες του Αλμπέρτο Λατουάντα και όλο αυτόν τον χείμαρρο πρωτοφανέρωτης αλήθειας του ιταλικού νεορεαλισμού. Κι εγώ πάλι, ασφυκτιώ θρασύτατα. Κλασικός Κωνσταντίνος.
Κλείνω την πόρτα και φεύγω βιαστικά. Η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν με αφορά. Όλη αυτή η ασχήμια, αυτή η μπαναλαρία και τα τηλεοπτικά ντιριντάχτα που είδα πίσω από το κρύσταλλο της μικρής οθόνης με έχει εξουθενώσει. Ένας συναρπαστικός πολισμάνος, πλάσμα της νύχτας, θα με σταματήσει. “Κύριε, δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία τέτοια ώρα;”. Βγάζω τη μάσκα περισσότερο για να με αναγνωρίσει, παρά για να του δημιουργήσω έξαψη. “Κύριε Τζούμα, δεν κατάλαβα ότι…”. Αφουγκράζομαι τον πανικό του και συμπονετικά, τον σταματώ. “Δεν πειράζει”, του λέω και στρίβω με δεξιοτεχνία στον επόμενο μπουλεβάρτο. Ανατριχιάζει.
Κατρακυλώ στο κρεβάτι μου, στην άγρια όχθη του εαυτού μου και σκέφτομαι πώς αν το πάθος είναι ένα ταλαιπωρημένο ρεβόλβερ, τότε η συνήθεια δεν είναι παρά ο ύπουλος σιγαστήρας του. Βυθίζομαι στον ύπνο και στα όνειρά μου προβάρω ένα σάλτο μορτάλε, που αν και είμαι σίγουρος ότι θα κοπεί στο μοντάζ, το απολαμβάνω. Όπως απολαμβάνω κι εμένα.
Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ο Κωνσταντίνος Τζούμας, θα συμφωνήσω με τον περισσότερο κόσμο. Απόψε όμως δεν είναι μία από εκείνες τις νύχτες. Καταλαβαίνεις.
*Προφανώς και το κείμενο δεν έχει γραφτεί απ’ τον κ. Τζούμα.