ΚΑΠΟΥ ΟΠΑ

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είδε και σχολιάζει το νέο Star Wars

"Όσους τζεντάι και να απαντήσει ο Χάρος, σαν τους Πασόκους μωρέ είναι κι αυτοί. Στάχτη γινόνται και ξαναγεννιούνται".

Ξημέρωσε ο Θεός, φωτολαμπάδιασαν οι κορφές και τα παλιόσπιτα και κίνησα κατάμονος για το μπακαλικάκι του Καγιαμπή, μισή οκά φακή να γυρέψω και δυο δράμια τίμια κακαβιά, που μου τα μήνυσε η κυρά, σαν έβαλε πουρνό πουρνό στη θράκα το τσουκάλι και εκείνο πήρε να πυροκοκκινίζει.

Στους Κουκουβάουνες στο ανηφόρι, πέρα απ’ το λιοτρίβι το παλιό, εκεί που τώρα χτίζουνε τις φωλιές τους τ’ αγριοπερίστερα και οι παλιοκουρούνες, έστεκε ακόμη του Νταλούμη το σινεμαδάκι, κόντρα στου καιρού το πείσμα και τα χαλάσματα. Σφαληγμένο το μάνταλο στην πόρτα, μα πάνω στην παλιά ρεκλάμα το έργο το νιοφερμένο να ξεχωρίζει, το Σταρ Γουόρς το καινούργιο, ‘οι Τζεντάι οι τελευταίοι’, του Γαλαξία τα στερνοπούλια.

Πότε περάσανε μωρέ οι χρόνοι… Πότε ήσανε το ’77, τότες που με τον Ηλία τον Κατριβάνο τον σχωρεμένο, αυτόν τον γίγαντα, αυτόν τον τιτάνα του πασόκ και του σοσιαλισμού, παίζαμε  κολτσίνα στο καφενεδάκι του Αλέκου του Μπέτση και σαν τέλεψε το παλιοπαίχνιδο και γινήκανε όλες οι φτωχοδεκάρες μου καπνός, μου λέει “πάμε να σε κεράσω έναν σινεμά βρε Λεφθέρη, να γλυκάνει λίγο το μέσα σου. Πάμε να δούμε αυτό το καινούργιο, αυτό το έργο που παραμιλάει ο ντουνιάς ολάκερος, τον Πόλεμο των Άστρων”.

“Τι είναι τούτα τα πράματα βρε Ηλία”, του είπα μπαϊλντισμένος, “τι δουλειά έχουμε εμείς με τα αστρόπλοια και τα ρημαδολέηζερ; Εμείς που τρέχαμε στο φτωχομαχαλά με τα κοντά παντελονάκια και σκανταλιές σκαρώναμε με την παλιοπαρέα… εμείς που δέναμε με σπάγγο τα καροτσάκια και τα σούρναμε στο κατηφόρι, απάνω στο χαλίκι και στη λασπουριά και βάναμε λάστιχο τριγύρω απ’ τα καρούλια για να μη ξεσηκωθεί η γειτονιά από το σούσουρο, μη ξυπνήσουνε οι αγωγιάτες και οι γιαπιτζίδες, που μια Κυριακή είχανε και αυτοί οι έρημοι να ξαποστάσουνε μια στάλα”.

Δάκρυσα σαν τα θυμήθηκα, μα σιμά μου βρέθηκε άξαφνα ο Παναγής ο Βεντούζος, τα πιο δυνατά μπράτσα στο καρνάγιο, φίλος καρδιακός απ’ τα παλιά κι από χρόνους περασμένους και μου εσκούπισε τα μάτια με το φτωχομάντηλο. “Μην πολυδακρύζεις, Λεφθέρη”, μου λέει… “Όσους τζεντάι και να απαντήσει ο Χάρος, θα απομείνει η μαγιά και ξανά απ’ την αρχή θα γενούν. Σαν τους Πασόκους μωρέ είναι κι αυτοί. Στάχτη γινόνται και ξαναγεννιούνται. Εκατό φορές να πέσουν, χίλιες θα σηκωθούν”. Μου χτύπησε την πλάτη και κίνησε να φύγει, με βήμα σερνικό και αντρίκιο, και σαν να πήρε μαζί του και το δάκρυ μου το πικρό το αρμυρωμένο, που πότισε το κατωχείλι μου που έτρεμε… Σταυρώσαμε τα χέρια και ραντεβουδάκι για το απόβραδο δώσαμε, παρέα το έργο να δούμε, σαν τότες που τρέχαμε με τα κοριτσόπουλα αγκαλιά στον Ταρζάν και τον Μασίστα.

Πήρε να θαμποσκοτινιάζει και μισοφαγωμένο κρεμάστηκε το φεγγάρι παράμερα στου ουρανού την άκρη. Τι είπα πάλι ο πού@##$, τι είπα πάλι ο καριο@#$, ο ογκόλιθος της ρωμιοσύνης και της προσφυγιάς, τι είπα πάλι ο Λεφθέρης ο Παπαδόπουλος ο στιχουργός ο μέγας, ο τεράστιος, ο ποιητής.

Κομπολόι κεχριμπάρι, τσιγάρο σέρτικο και προυσαλένιο και την τραγιάσκα μου στραβά και κίνησα για το σινεμαδάκι, να ανταμώσω τον φίλο τον παλιό, τ’ αδέρφι μου.

Παίρνει μπρος η μπομπίνα, μοσκοβολάει ο αγέρας σάμαλι και παστέλι και δώστου οι χαμάληδες να κουβαλάνε τις παγοκολόνες για το παλιοψυγείο, δροσερεμένη να κρατάνε την λεμονάδα και την γκαζόζα.

Και νάτος ο Λουκής ο Σκάηγουόκερ, διαολόπαπας και λεβεντόγερος, με το ‘να χέρι κολοβό, από κείνη τη νυχτιά που του το ‘κοψε ο δόλιος ο πατέρας του με τη μαχαίρα, τότες που κουβέντα στην κουβέντα πιάστηκανε στα χέρια για τα κληρονομικά και για δυο καρπουζοχώραφα. Και αργότερα, την Παναγιά την Φιδούσα είδε στα ονειράτα του, να του γνέφει να κατέβει κάτω στο μουράγιο, πέρα στη λιμανόπορτα και να μπει στη σκούνα την πρώτη που θα ιδεί, να μπαρκάρει για κάποιο ρημονήσι και εκεί να ρίξει άγκυρα. Και στο πρώτο μποστάνι που θα απαντήσει, να σκάψει να βρει την εικόνα της την από καιρό χαμένη, κι εκεί να χτίσει μοναστήρι και να καλογερέψει, μακριά από θεούς και ανθρώπους, μέσα στα αγιοκέρια και τα ψαλτήρια, μέσα στα θυμιάματα να περάσει τη ζωή του, μαγκούφης και ανύπαντρος.

Μα ξάφνου να σου και η Ρέι, λυγερή και μακρυκάνα, μαγεύτρα σωστή, που για τα μάτια της τα γραμμένα κάθε Σαββάτο κάνανε σαματά όλοι οι τζεντάι του μαχαλά, με σαντούρια και μαντολίνα, με ζουρνάδες και βιολιά. Μα αυτή σκληρή και χοντροκόκκαλη, δεν ήθελε κανέναν τους, μοναχά το αντάρτικο την ένοιαζε και να βρει τους γονείς της, τη μάνα και τον πατέρα της, που ‘χασε τότες με τον Διωγμό τον Μεγάλο και έμεινε παντέρημη και ορφανή. Και βρίσκει τον Λουκή με το βοσκοράβδι του στο βουνοπλάι απάνω  και το χαμπέρι το κακό του φέρνει. “Η δημοκρατία δέχεται γιουρούσι, πόλεμος και αντάρα στον γαλαξία, η Δεκσά αντεπιτίθεται, γύρνα πίσω να ψυχώσεις τα παλικάρια, γύρνα πίσω για χάρη της φτωχολογιάς και της δημοκρατικής παράταξης”. Μουρτζούφλης αυτός και πελαγωμένος , γυρνάει και της λέει “είσαι τζεντάι, τι φοβάσαι μωρέ; Σηκώσου απάνω. Εμείς και στον Νταρθ Βέηντερ, όρθιοι ομιλούμε”.

Και νάτος κι αυτός ο έρημος, ο τρούπερ ο Φυν, μαύρος σαν το κατράμι, καψαλισμένος απ’ το λιοπύρι και τον καημό, που απαράτησε το ασκέρι του και γίνηκε ρωμιός και τον γαλαξία γύρναγε σαν τον Χουσεΐνη τον Αράπη, που περνούσε από τον φραγκομαχαλά στα μικράτα μου με την πραμάτεια του και ‘βγαινε το γυναικομάνι στους δρόμους να αγοράσει χτένια και κουβαρίστρες, προικιά και ψιλολόγια για το σπιτικό του.

Μα ο Κάιλο ο Ρεν, του Χαν του Σόλο ο πρωτοκανακάρης, της Λέια της πριγκιποπούλας το στερνοπαίδι, τ’ άρματα ζώνει και στήνει καραούλι, βροντάνε τα τουφέκια, βροντάνε και τα λέηζερ, λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, βροχή πέφτουν τα βόλια και οι καμπάνες όλο παρακάλιο βαρούνε το φονικό να σταματήσει. Ο Κάιλο ο Ρεν, πρωτοτσέλιγγας και πρωτοκαπετάνιος, της γενιάς του βασιλιάς, που μπήκε στα στήθια του ο σατανάς Μεγάλη Παρασκευή και στην πλευρά τη μαύρη τον επήγε, την πίστη του να αλλάξει, να προσκυνήσει την τουρκιά.

Τελείωσε το έργο, στρατί για το φτωχοκάλυβό μου, μην αργοπορέψω και με πάρει στο κατόπι η κυρά με τον κόπανο που έχει για να καθαρίζει τη βελέντζα από τον σκόρο. Μα ο νους φτερούγιζε, ποιος διάολος τάχα τον ορίζει, θυμότανε και μαγάριζε τον δύστυχο, τον Ντούσαν τον Μπάγεβιτς, που ‘χε ψυχή καθάρια και σαν νερό κρουστάλλινη, πώς πλανεύτηκε κι αυτός ο δόλιος και τη σκοτεινή πλευρά αντάμωσε για πέντε ψωρογρόσια και δύο φλουριά χρυσά και γίνηκε παλιόγαυρος με μπαμπεσά.

“Η τσέπη ξεγελιέται εύκολα, Λεφθέρη”, μου ‘πε κάποτε ο Πετράκης ο Ραβούσης σαν κατεβάζαμε τα ποτηράκια μας με το κρασόξυδο του κάπελα του Σαϊτονικολή. “Μα η καρδιά ποτές”, και μπήξαμε και οι δυο τα κλάματα τα ενωσίτικα τα κιτρινόμαυρα και σφιχταγκαλιαστήκαμε.