Ο Τζούμας αναρωτιέται γιατί είναι τόσο βλάχοι όσοι βλέπουν Μουντιάλ
- 1 ΙΟΥΛ 2018
Συνάντησα μία φίλη μου εχθές, σε κάποιο καφέ που μου θύμιζε εκπληκτικά το Καφέ Ντελ Όπερα της Βαρκελώνης, ένα εξαιρετικό καφέ, εκεί λοιπόν συνάντησα τη Νανά, μία φιγούρα έτσι ελεγειακή, αρκετά γκροτέσκο θα λέγαμε σήμερα, την οποία είχα να δω, ας πούμε, πάρα πολλά χρόνια. Βέβαια. Νομίζω είχα να τη δω από τότε που το έσκασε με εκείνον τον νεαρό Γάλλο ζωγράφο απ’ τη Μπεζανσόν ή απ’ το Ρουσιγιόν, δεν θυμάμαι, πάνε πολλά χρόνια, καταλαβαίνεις.
Πίναμε τον καφέ μας, έναν υπέροχο λατέ με κουρκουμά, όταν πρόσεξα ότι έβγαζε από την τσάντα της μία εφημερίδα και εγώ ο ανόητος, ε, πίστεψα ότι θα ήταν η Επιθεώρηση Τέχνης, η Ντερ Γκράτσε ή έστω η Μπάτενερ Τζέιτουγκ, κάτι που να φωνάζει ‘Κωνσταντίνος’ τέλος πάντων. Καταλαβαίνεις.
Τα ‘χασα. Συγκλονίστηκα. Η φίλη μου η Νανά, η φαντεζί βιρτουόζα του έρωτα και της σαγήνης, με την αλκοολούχα αναπνοή, με το αναγεννησιακό κάλλος που της άρεσε τόσο να κάνει έρωτα κάτω απ’ τον ανοιχτό νεοϋορκέζικο ουρανό, να κυλιέται γυμνή σε τοπία βουκολικά, παρέα με τα αιγοπρόβατα και τις νεοκλασικές καρδάρες γεμάτες απ’ το γάλα και τους χυμούς της λαγνείας, ξεδίπλωνε μπροστά μου, χωρίς καμία αιδώ, κάποια εφημερίδα για το στοίχημα.
Μα είναι δυνατόν; Δεν μπορούσε να το συλλάβει το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το διανοηθώ, καταλαβαίνεις.
Το υποτιμητικό μου βλέμμα έγλειψε αυστηρά τις βλεφαρίδες της. Ντράπηκε. Ανατρίχιασε. Έβαλε την εφημερίδα στην τσάντα της και χάθηκε γρήγορα μέσα στο πλήθος, χάθηκε όπως χανόταν η Μορίς Ρονέ στο ‘Γυμνοί στον Ηλιο’ του Ρενέ Κλεμάν, εκείνη την υπέροχη ταινία, με τον εξαιρετικό Μαρί Λαφορέ, τον Ερνό Κριζά, τον Πολ Πογκμπά και τα λοιπά και τα λοιπά.
Περπάτησα μέχρι τα ταξί, απόγευμα ήταν νομίζω ακόμη, φορούσα ένα υπέροχο καπέλο θυμάμαι, με ένα εξαίσιο γείσο, εμπριμέ, και κάθισα στην πίσω θέση του πρώτου αυτοκινήτου, που συνάντησα μπροστά μου. Προς απογοήτευσή μου όμως, ο συμπαθής κατά τα άλλα οδηγός του ταξί, δεν έχω κάτι με τον άνθρωπο, αυτή είναι η δουλειά του, άλλοι είμαστε καλλιτέχνες ας πούμε, φυσικές διάνοιες ξέρω γω, κάποιοι άλλοι είναι υδραυλικοί, κάποιοι σοφέρ, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Εκείνος λοιπόν ο σοφέρ είχε κρεμάσει στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του κομποσκοίνια, σταυρουδάκια, τέτοια, καταλαβαίνεις, αυτά τα παλιομοδίτικα αλέγκρο αξεσουάρ, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να με απολαύσω όσο θέλω, να μου κρύβεται η θέα.
Με το που θα του έλεγα, λοιπόν, να βγάλει τα σταυρουδάκια για να αρχίσω να με γοητεύω ανενόχλητος με πονηρές ματιές στον καθρέφτη, με ρωτάει “εσείς με τι ασχολείστε”; “Είμαι ηθοποιός”, του λέω. “Κάνω ραδιόφωνο, χοροθέατρο, ετ σέτερα, ετ σέτερα”. “Α, κάνετε ραδιόφωνο”, μου λέει εντυπωσιασμένος, σαν να μπορούσε να καταλάβει από τέχνη, σαν να είχε τα προσόντα να αντιληφθεί το μεγαλείο μου. “Σε αθλητικό είστε, ε; Σας έκοψα εγώ, μεγάλη μπαλαδόφατσα. Πώς το βλέπετε το Μεξικό-Σουηδία; Να το παίξω διπλό;”. Αηδίασα. Μπαλαδόφατσα αυτό το πρόσωπο με τη ναΐφ απλότητα, που κάθε του γραμμή σε εκτοξεύει στη στρατόσφαιρα του αισθητικού οργασμού; Δεν νομίζω, χρυσέ μου.
Θυμάμαι μια φορά που με πήγε ο παππούς μου, μία πολύ ελεγκάν φιγούρα με μεγάλη αγάπη για τη χαρακτική, τη ξυλογλυπτική, το βερολινέζικο μπαρόκ, ο πατέρας του πατέρα μου, με πήγε στον Ταύρο, στο γήπεδο του Φωστήρα θα ήτανε, για να δούμε την τοπική ομάδα εναντίον κάποιας άλλης λούμπεν μιζέριας, μου διαφεύγει το όνομά της, τέλος πάντων. Τραγωδία. Πιο πληκτικό θέαμα δεν έχω δει ποτέ μου, είναι να θλίβεσαι, δεν ξέρω πως μπορείτε κάποιοι.
Ποδόσφαιρο… χα, χα σε παρακαλώ. Εμείς τότε φλερτάραμε, βγαίναμε, γνωρίζαμε κορίτσια, δεν είχα χρόνο στα 7 μου να παίξω ποδόσφαιρο, σε παρακαλώ πολύ.
Θυμάμαι παίζανε τα υπόλοιπα παιδιά αυτό το παιχνίδι και εγώ τριγυρνούσα με ένα ποδήλατο, έτσι κυανό ήταν, υπέροχο, και ήμουν σαν ήρωας από νουβέλα του Μπαρτολίνι, σαν να βγήκα μέσα από από τον ‘Κλέφτη Ποδηλάτων’, το φιλμ του Βιτόριο ντε Σίκα, με τον εξαιρετικό Λαμπέρτο Ματζοράνι, τον Βιτόριο Αντονούτσι, το αριστούργημα του ιταλικού νεορεαλισμού, όπως το είχε χαρακτηρίσει και ο εξαιρετικός κριτικός, ο Μάριο Μπαλοτέλι, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.
Λοιπόν. Δεν είχα χρόνο εγώ τότε να ασχολούμαι, να βλέπω Μουντιάλ, μπάλα και δεν ξέρω εγώ τι. Χρόνο δεν έχω σήμερα να ασχολούμαι με αυτήν τη βλαχιά, αυτήν την κακομοιριά, θα είχα τότε; Καλέ τι μας λες.
Ο σοφέρ με άφησε δυο στενά πριν από το διαμέρισμά μου, ένιωσα την ανάγκη να περπατήσω. Τον καληνύχτισα ευγενικά, τον άφησα να μου κλέψει τα ρέστα και χάθηκα στο μεθύσι των σκέψεών μου. Γιατί όσοι βλέπουν μπάλα είναι τόσο μπανάλ, τόσο βλάχοι αναρωτιόμουν όσο βάδιζα στη βροχερή Σταδίου και τα βήματα μου έκαναν τακατούκατης τακατούκατης.
Θυμήθηκα τότε κάτι που μου είχε πει κάποτε ο Αλέξης Κωστάλας, ο υπέροχος, κάτι που με συγκίνησε βαθιά, μετά από ένα γεύμα στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, μία κομψή μονοκατοικία, τη ‘χρυσή του φυλακή’ όπως την αποκαλούσε θλιμμένος. Είχε πει θυμάμαι το υπέροχο “Γιούρι Γκριγκαρόβιτς, ο θρύλος των μπαλσόι”.
Τι λαμπρά λόγια, ε;
“Ο θρύλος των μπαλσόι”… Πράγματι, Αλέξη. Γιούρι Γκριγκαρόβιτς και Λίμνη των Κύκνων μέχρι να ξεβλαχέψουν όλοι τους. Μη λυπάσαι κανέναν.
Σε ευχαριστούμε.
Κεντρική Φωτογραφία: Eurokinissi/Ζωντανός Αλέξανδρος