Οδοιπορικό στα ομιχλώδη Μετέωρα, εκεί που ο Θεός κρύβεται πίσω από τα σύννεφα
- 20 ΙΑΝ 2022
Μισή ώρα αργότερα φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του βουνού, στο Μεγάλο Μετέωρο. Η ομίχλη, όμως, είναι τόσο δυνατή που δεν μας επιτρέπει να δούμε σε απόσταση μεγαλύτερη από τα δύο μέτρα. Το μόνο που διακρίνουμε είναι τα πολύχρωμα αδιάβροχα των περιηγητών ενώ για σάουντρακ ακούμε τις φωνές των ντόπιων μικροπωλητών που έχουν στήσει τους πάγκους τους έξω από τα μοναστήρια και πουλούν κάθε λογής αντικείμενα: από εικόνες και σταυρούς, μέχρι μαγνητάκια με τα Μετέωρα και ομπρέλες.
Δεν είναι, όμως, ώρα για ψώνια. Για να φτάσουμε στο μοναστήρι πρέπει πρώτα να ανεβούμε αμέτρητα σκαλιά και να περάσουμε μέσα από ένα τούνελ που είναι λαξεμένο μέσα στον βράχο και είναι τόσο κοντό που οριακά τα κεφάλια μας δεν βρίσκουν στην οροφή του.
Το ανέβασμα είναι δύσκολο, καθώς από τη μία η αφόρητη υγρασία και από την άλλη η μάσκα προστασίας από τον κορονοϊό δεν μας επιτρέπουν να πάρουμε σωστή ανάσα. Αν προσθέσει κανείς στην εξίσωση κι όλους εκείνους που σταματούν κάθε λίγο και λιγάκι για να βγάλουν μία selfie, ο χρόνος ως την είσοδο του μοναστηριού αυξάνεται γεωμετρικά.
Με το που φτάνουμε στην είσοδο, υπάρχει ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο μαντίλια το οποίο προορίζεται για τις γυναίκες που, σύμφωνα με τις οδηγίες του μοναστηριού, θα πρέπει να τα δένουν υποχρεωτικά γύρω από τη μέση τους και έξω από τα ρούχα τους. Οι φωτογραφίες επιτρέπονται σ’ όλους τους εξωτερικούς χώρους, εκτός από τους ναούς και τη μουσειακή έκθεση με τις σπάνιες εικόνες, όπου υπάρχουν συνήθως φύλακες για να επιβάλουν την τάξη.
Στον χώρο υπάρχουν δύο κατηγοριών ανθρώπων. Αυτοί που φτάνουν ως εκεί για να θαυμάσουν τα θρησκευτικά κειμήλια και τους ναούς και να μάθουν για τη χριστιανική ιστορία των μοναστηριών που είναι χτισμένα πάνω στους βράχους και τους φυσιολάτρες -κυρίως τουρίστες από το εξωτερικό- που έρχονται για να δουν από κοντά τη μαγευτική θέα, η οποία, λόγω της κακοκαιρίας, μέχρι στιγμής είναι ανύπαρκτη.
Τα Μετέωρα πριν από 30 εκατομμύρια χρόνια βρίσκονταν κάτω από τη θάλασσα
Τα Μετέωρα αποτελούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεωλογικά φαινόμενα στη γη, ενώ, από το 1989 η UNESCO τα έχει εγγράψει στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας φυσικό και πολιτιστικό αγαθό του κόσμου. Οι βράχοι, ακόμη και μέσα στα σύννεφα, είναι τόσο εντυπωσιακοί που δεν μπορείς να σταματήσεις να τους κοιτάς.
Ποια είναι, όμως, η ιστορία πίσω απ’ αυτούς και πώς προέκυψε το περίεργο γεωλογικό φαινόμενο στην περιοχή, παρόμοιο με το οποίο δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο;
Η επικρατέστερη θεωρία είναι αυτή του Γερμανού γεωλόγου, Al Philipson, που ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα μόνο και μόνο για να αναλύσει τους βράχους των Μετεώρων. Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενά του, ένας μεγάλος ποταμός είχε τις εκβολές του στην περιοχή, ενώ για εκατομμύρια χρόνια καλυπτόταν από ένα στενό και βαθύ θαλάσσιο τμήμα. Τα νερά του ποταμού αυτού, εναπόθεταν στις εκβολές φερτές ύλες και πέτρες που μεταφέρονταν με τα νερά του από βορειότερα τμήματα της αρχέγονης κεντρικής Ευρώπης.
Από τη συσσώρευση των υλικών αυτών σχηματίστηκαν δελτογεννείς κώνοι. Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια και μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία μετατράπηκε σε λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Κατά την τριτογενή περίοδο, αποκόπηκαν οι συμπαγείς όγκοι των βράχων από την οροσειρά της Πίνδου που δημιουργήθηκε και με την πάροδο των αιώνων σχηματίστηκε ανάμεσά τους η κοιλάδα του Πηνειού ποταμού. Με τη συνεχή διάβρωση από τους ανέμους και τις βροχές, καθώς και από άλλες γεωλογικές μεταβολές, οι βράχοι αυτοί στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών πήραν τη σημερινή τους μορφή.
Η θεωρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα υλικά με τα οποία έχουν «φτιαχτεί» οι συγκεκριμένοι βράχοι. Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί από γεωλόγους, έχει διαπιστωθεί πως τα Μετέωρα αποτελούνται κυρίως από βοτσαλωτό ψαμμίτη και κροκαλοπαγή του Ολιγόκαινου και του Μειόκαινου.
Οι τουρίστες που ανέβηκαν στο βουνό με τα πόδια
Η ομίχλη στο Μεγάλο Μετέωρο γίνεται όλο και πιο πυκνή κι εμείς, αποφασίσουμε να το πάρουμε με τα πόδια και να κατεβούμε από τον δρόμο, μήπως και καταφέρουμε να δούμε τους βράχους. Το εγχείρημά μας, όμως, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς τα αυτοκίνητα, εάν δεν έχουν αναμμένα τα φώτα, μπορεί να μην αντιληφθούν την παρουσία μας και να πέσουν πάνω μας.
Το τοπίο γύρω μας μοιάζει βγαλμένο από σκηνή ταινίας θρίλερ. Βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά, όλα τα δέντρα γύρω μας είναι κατάμαυρα από τη βροχή, χωρίς κανένα κλαδί πάνω τους, ενώ το μόνο που ακούμε είναι τα μεγάλα πουλιά που πετάνε από βράχο σε βράχο.
Η μόνη φορά που το τοπίο αλλάζει είναι όταν πέφτουμε πάνω σ’ έναν τεράστιο λευκό σταυρό που είναι τοποθετημένος σε μια διασταύρωση για να θυμίζει την ιερότητα του χώρου. Δίπλα του βρίσκονται δύο τουρίστες από την Ολλανδία και την Αμερική που ήρθαν από τις χώρες τους μόνο και μόνο για να θαυμάσουν το φυσικό τοπίο. Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι από τον χώρο που πήραν την απόφαση να ανεβούν τη διαδρομή με τα πόδια.
Όσο κατεβαίνουμε, η θέα των βράχων είναι όλο και πιο ευδιάκριτη, το ίδιο κι αυτή των μοναστηριών. Αυτά που μας τραβούν το βλέμμα, όμως, είναι τα βαθουλώματα μέσα στους βράχους, στα οποία έζησαν οι πρώτοι σκήτες που ανέβηκαν ως εκεί για να βρουν τη γαλήνη που τόσο πολύ επιθυμούσαν. Εκεί ζούσαν, εκεί έτρωγαν, εκεί κοιμόντουσαν και εκεί πέθαναν. Πρόκειται για μία από τις πιο ακραίες μορφές ασκητισμού που όσο περνούν τα χρόνια αρχίζει να εκλείπει από τον δυτικό κόσμο.
Μέσα στα χρόνια όλοι αυτοί οι μοναχοί άρχιζαν να αναρριχώνται όλο και πιο ψηλά στα Μετέωρα. Κάποια στιγμή έφτασαν στην κορυφή τους και εκεί αποφάσισαν να λαξεύσουν τα μοναστήρια τους πάνω στην πέτρα. Η ανοικοδόμηση, όμως, ήταν πολύ δύσκολη καθώς δεν υπήρχαν σκάλες κι όλα τα βαριά υλικά ανέβαιναν μέσα σε καλάθια.
Συνολικά κατασκευάστηκαν 41 μοναστήρια, ωστόσο, επισκέψιμα σήμερα είναι μόνο τα έξι απ’ αυτά. Όσο κατεβαίνουμε ο καιρός γίνεται ακόμη καλύτερος, κάτι που επιτρέπει στους ταξιδιώτες να σταθούν δίπλα στα δρόμο και να βγάλουν φωτογραφίες με θέα τους βράχους. Έχουμε φτάσει πια στην κοιλάδα που οδηγεί στην Καλαμπάκα.
Μπροστά μας τώρα βρίσκεται το Καστράκι, ένα γραφικό χωριό με ταβέρνες, παραδοσιακά σπίτια, ακόμη και χώρο για ιππασία κάτω από τους βράχους. Μπαίνουμε σε μία από αυτές. Τα κρέατα είναι πάνω στις σούβλες και εμείς είμαστε πεινασμένοι από το δίωρο περπάτημα. Το φαγητό είναι, πράγματι, τέλειο. Πώς θα μπορούσε, όμως, να μην είναι όταν βρίσκεσαι σε ένα μέρος σαν κι αυτό;