ORIGINALS

Οι 3 εφιάλτες του Λουτσέσκου

Δεν θα άντεχες ούτε μια νύχτα μέσα στο μυαλό του.

Μιλήσαμε με τον Ραζβάν Λουτσέσκου και του ζητήσαμε να μας περιγράψει μερικά απ’ τα πιο άσχημα όνειρα που έχει δει ποτέ. Του ζητήσαμε να μας πει για εκείνους τους εφιάλτες που τον έχουν κρατήσει ξάγρυπνο, για εκείνους τους εφιάλτες που τον έχουν αναγκάσει να ανοίξει τα μάτια διάπλατα μέσα στη μέση της νύχτας και να παρακαλέσει τον Θεό για μια τζούρα οξυγόνο.

Θυμήθηκε τους τρεις πιο πρόσφατους εφιάλτες του και δέχτηκε να μας τους περιγράψει.

Δες:

Και τότε θα καταλάβεις.

1.

“Είμαι στην απονομή του πρωταθλήματος. Οι παίκτες μου έχουν σηκώσει το τρόπαιο και με φωνάζουν κοντά τους. Χαμογελάω δακρυσμένος, το αγγίζω με ακροδάχτυλα που τρέμουν, ετοιμάζομαι να το φιλήσω, όταν ξαφνικά ακούω ένα σφύριγμα… ένα οικείο, φριχτό κι αποκρουστικό σφύριγμα… Κοιτάζω πίσω μου και βλέπω τον Κομίνη με σηκωμένο το χέρι. Τον ρωτάω “τι έγινε;”, μου λέει “έχετε 2 παιχνίδια περισσότερα, άκυρο το πρωτάθλημα”. Του απαντάω “αποκλείεται”. “Τότε τρία παιχνίδια περισσότερα ρε μου#@#ανο”, μου λέει και τρέχει στα αποδυτήρια να κρυφτεί. Προσέχω ότι ο κόσμος που πανηγυρίζει στο γήπεδο φοράει κίτρινες μπλούζες. Έτσι ήταν απ’ την αρχή; Δεν μπορώ να θυμηθώ.

Ο Κομίνης τελικά είναι ακόμα εκεί, με πλησιάζει και αρχίζει να μου πετάει αγιασμό. Κοιτάζω καλύτερα και βλέπω ότι μοιάζει τώρα με τον Βασίλη Δημητριάδη. Όλα κινούνται αργά, νιώθω σαν να βουλιάζω μέσα σε μια κλεψύδρα. Ο Δημητριάδης μπαίνει σε ένα τρίκυκλο και φεύγει με το κύπελλο. Φωνάζω “κλέφτης, κλέφτης”. Δεν μ’ ακούει κανείς, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ότι είμαι μόνος μου. Από κάπου συνεχίζει να πέφτει αγιασμός. Ο Δημητριάδης με κοιτάζει από ψηλά και γελάει. Τώρα είναι στα δίχτυα και τα ελέγχει. Τώρα είναι σε ένα τραπέζι και τρώει προβατίνα με πατατούλες τηγανητές. Τώρα είναι μπροστά μου, περήφανος και πλαδαρός. Γελάει ακόμα.

Ξυπνάω πανικόβλητος και τρέχω να πιω ένα ποτήρι νερό. Ο Κομίνης κάθεται μπροστά απ’ το ψυγείο, καπνίζει και με κοιτάζει σατανικά. Του λέω “σε παρακαλώ, διψάω”. Σηκώνει το χέρι του και σφυρίζει ξανά. Ξυπνάω αυτήν τη φορά κανονικά. Το σφύριγμα συνεχίζει να ηχεί φριχτά στα αυτιά μου. Δεν θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό…”

2.

“Η υγρασία περονιάζει το κορμί, η πλάτη μου στάζει πηχτό αίμα και σάρκα, τα ουρλιαχτά των πατριωτών μαρτυρούν το μέρος που βρίσκομαι. Γκεστάπο. Στα βρόμικα υπόγεια της, τα πρωταθλήματα αλλάζουν χέρια με τρόπο σκοτεινό, οι τίτλοι περνούν απ’ τη μια ομάδα στην άλλη, το μεγαλύτερο έγκλημα του ναζισμού είναι εκεί, μπροστά μου, το βλέπω να συμβαίνει. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια εντολή του Φύρερ, ένα απλό κούνημα του χεριού του και το πρωτάθλημα θα πάψει να είναι του ΠΑΟΚ.

Είμαι δεμένος σε έναν τσιμεντένιο στύλο και με ρωτάνε που το έχω κρύψει. Αρνούμαι να μιλήσω. Το μαστίγιο πιάνει ξανά δουλειά. Αντέχω όμως. Ο Χίτλερ φωνάζει ένα όνομα, δεν καταλαβαίνω ποιο, αλλά μέσα μου ξυπνάει ένας αρχέγονος τρόμος. Η πόρτα ανοίγει, ακούω δυο βήματα βιαστικά να πλησιάζουν, είναι ο Κώστας Καρράς ντυμένος ‘Γερμανός ναζί Κομίνης’. “Αρχηγέ το βρήκα”, λέει στα γερμανικά για να κερδίσει ένα φιλικό τσίμπημα στο μάγουλο. Ο Χίτλερ γελάει, πλησιάζει το πρόσωπο μου και μου λέει με ήρεμη, σίγουρη φωνή “είναι δικό μου, κάθαρμα, δικό μου”. Ξαφνικά με χαστουκίζει. Είναι αποκρουστικός. Με ξαναχαστουκίζει. Μου κλέβουν το πρωτάθλημα και φεύγουν. Με αφήνουν δεμένο. Δίπλα μου κρέμεται απ’ το ταβάνι ένας δημοσιογράφος. Μου λέει ότι “ούτε στη ναζιστική Γερμανία δεν γίνονταν αυτά”. Του ζητάω να με λύσει. Ένας φύλακας βγαίνει μέσα απ’ τον τοίχο με μία χάρτινη μάσκα Ιβάν Σαββίδη και μου τη φοράει. Κοιτάζω γύρω μου, όλοι φοράνε τέτοιες μάσκες. Ακούγονται γέλια. Ξυπνάω έντρομος. Μένω στο κρεβάτι ξαπλωμένος, χωρίς καμία μάσκα τώρα, χωρίς τίποτα που να μπορεί και τώρα να κρύψει την αγωνία απ’ το πρόσωπό μου.”

3.

“Είμαι στο σχολείο και ο καθηγητής κινείται με αυστηρό βλέμμα ανάμεσα στα θρανία. Θα γράψουμε τεστ, απροειδοποίητο, το ξέρουμε χωρίς να μας το πει, είναι παντού στον αέρα. Κλείνουμε τα βιβλία και βγάζουμε όλοι ένα λευκό φύλλο αγώνα. Ένα παιδί δίπλα κλαίει, κάποιο άλλο νομίζω μου ζητάει μολύβι, ένα τρίτο έχει αρχίσει το αμπαλέα. Σηκώνω το κεφάλι μου και είναι όλοι μαζεμένοι γύρω μου, αντιγράφουν από μένα τα πάντα. Ο καθηγητής είναι πιο μεγάλος τώρα, γερασμένος, με προειδοποιεί ότι θα με βγάλει έξω αν συνεχίσω να αντιγράφω. Του λέω “μα δεν βλέπετε, οι άλλοι αντιγράφουν, όχι εγώ”. Κοιτάζω το θρανίο μου και είναι κενό. Πού πήγε το γραπτό μου;

Ξαφνικά άρχισαν όλοι να φωνάζουν “τελείωσαμε, κύριε” και να αφήνουν τα μολύβια τους κάτω. Ψάχνω ακόμα το γραπτό μου.

Τώρα είμαι στον διάδρομο και τρέχω. Φτάνω στο κυλικείο. Ρωτάω για ζαμπονοτυρόπιτες. Δεν έμεινε καμία μου λένε. Τρέχω πίσω στην τάξη. Η πόρτα είναι κλειστή. Ξανατρέχω στο κυλικείο. Βλέπω τον Βλάνταν Ίβιτς να τρώει ζαμπονοτυρόπιτα με ένα δίχτυ στα μαλλιά. Ψαχουλεύω το κεφάλι μου και φοράω κι εγώ ένα ίδιο.

Ο καθηγητής τώρα γράφει τα ονόματα μας στον πίνακα και δίπλα τον βαθμό που πήραμε. Όλοι έχουν πάρει 20, εμένα το έχει αφήσει κενό. Του φωνάζω ότι είναι άδικο. Ο δάσκαλος μου λέει να διαβάσω και ότι του χρόνου θα τα πάω καλύτερα. “Έτοιμη ομάδα έχεις”, μου λέει. Κάποιος σαν τον Χιμένεθ που κάθεται στο τελευταίο θρανίο, φωνάζει ότι τελείωσε, σηκώνεται και δίνει το τεστ. Βλέπω ότι είναι το δικό μου. Ο καθηγητής του βάζει 20. Όλη η τάξη του δίνει συγχαρητήρια. ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΜΩΡΕ;;;

Με ξυπνάει ο σκύλος μου. Ο Θεός του το ‘στειλε αυτό το κατούρημα. Ο Θεός.”

 

 

Φωτογραφίες: Eurokinissi