Οι χειρότερες καλοκαιρινές διακοπές της ζωής μου
- 12 ΑΥΓ 2023
120 δραματικές ώρες στη Ζάκυνθο, για τον Γιώργο Ρομπόλα
Λίγο μετά τις Πανελλήνιες, και αφού έχω φάει όλο το μπάτζετ των διακοπών στην Ίο, αποφασίζω να συνεχίσω παρά τα ζορισμένα οικονομικά μου: τo σχέδιο είναι να βρω κάτι φίλους στη Ζάκυνθο και να μείνουμε όλοι μαζί σε ένα άθλιο κάμπινγκ κοντά στον Λαγανά.
Οι συνθήκες διαβίωσης δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αφού μοναδικός σκοπός είναι το ξέφρενο πάρτι (λέμε τώρα). Τελικά, όλοι οι υπόλοιποι καβατζώνονται κάπου· σε κάποιο ξεχασμένο εξοχικό, σε μία θεία τους, ακόμα και στο μπαλκόνι κάποιου άλλου φίλου που κάνει διακοπές με τους γονείς τους.
Έτσι, μένω μόνος στο κάμπινγκ. Με μία νοικιασμένη (μάλλον χειμωνιάτικη) σκηνή, σε ένα σημείο χωρίς καθόλου μα καθόλου σκιά, με καύσωνα και 100% υγρασία, δίπλα σε οικογένειες με παιδάκια που βάζουν πολύ δυνατά Δέσποινα Βανδή γύρω στις 7 κάθε πρωί.
Μετά από 48 ώρες απελπισίας, νιώθοντας φριχτά προδομένος από τους φίλους μου, μπαίνω να αλλάξω στη σκηνή. Στο διπλανό αντίσκηνο, ένα παντρεμένο ζευγάρι προσπαθεί να κάνει μεσημεριανό σεξ – με ατάκες όπως «ήσυχα, μη μας ακούσουν τα παιδιά». Ως δια μαγείας, λοιπόν, όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες του κάμπινγκ το βουλώνουν για να στήσουν αυτί.
Προσπαθώντας να ξεφύγω από αυτόν τον εφιάλτη τραβάω άγαρμπα το φερμουάρ της σκηνής. Φρακάρει. Δεν το πιστεύω. Προσπαθώ ξανά. Φρακάρει χειρότερα. Τρελαίνομαι. Βρίζω θεούς και δαίμονες. Αρχίζω να παθαίνω κάτι σαν κρίση πανικού από τη ζέστη. Σκίζω τη σκηνή με ένα σουγιά, βγαίνω έξω σαν τρελός, πληρώνω τον αντιπαθέστατο ιδιοκτήτη του κάμπινγκ για τη ζημιά και φεύγω.
Στο τέλος νοίκιασα ένα δωμάτιο για τρεις μέρες. Μόνος μου. Απλά το μπάτζετ δεν έβγαινε: το επόμενο τριήμερο έτρωγα μια σοκολάτα από το περίπτερο για πρωινό, κατάπινα ένα μπέργκερ από το ταχυφαγείο Tucan στον Λαγανά και έπινα μία μπύρα στο μοναδικό ροκάδικο της περιοχής. Όχι, και άσχημα δηλαδή.
Μία σειρά από ατυχή γεγονότα στη Μάνη για την Μάρω Παρασκευούδη
Η παραλία της Αλύπας
Θυμάμαι μία φορά στη Σκιάθο, που ο ξενοδόχος αποφάσισε να πετάξει τα άπλυτα ρούχα μου στα σκουπίδια γιατί την «είχες κρεμάσει» λέει «στην κουζίνα» και «ποιος αφήνει ρούχα στην κουζίνα». «Όποιος κοιμάται σε ράντζο στην κουζίνα», είχα απαντήσει αφού αυτό ήταν όλο κι όλο το δωμάτιο που υπερχρέωνε. Επίσης, ως δια μαγείας χάθηκε και ξαναβρέθηκε το δαχτυλίδι μιας φίλης που έμενε στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν αυτές οι χειρότερες διακοπές στη ζωή μου; Όχι, γιατί όταν είσαι στα 20s σου δεν σε ενδιαφέρει τίποτα από αυτά.
Οι διακοπές όμως που σίγουρα δεν αναπολώ ήταν πριν από δύο χρόνια στη Μάνη, όπου πρωταγωνίστησα σε μια σειρά από ατυχή γεγονότα (Λέμονι Σνίκετ). Είναι όμορφα τα χωριά στη Λακωνική Μάνη και επειδή ζούμε στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει δυστυχώς ότι πρέπει να καούν. Μια χαλαρή καλοκαιρινή φωτιά, λοιπόν. Τσεκ.
Στο γραφικό Λιμένι, μία θαλάσσια χελώνα αποφάσισε να βγει προς τα έξω. Μετά το πρώτο σοκ του κόσμου, κάποιοι αποφάσισαν να την πάρουν στο κατόπι για φωτογραφίες στο Instagram. Η χελώνα τα έπαιξε κι επιτέθηκε ελαφρώς σε μία λουόμενη. Σοκ ξανά για τις χελώνες που καταπατούν τις θάλασσές μας και δεν μας επιτρέπουν να συμπεριφερόμαστε τελείως άμυαλα και για την πάρτη μας μόνο.
Μετά εκεί που διάβαζα το βιβλίο μου, έσκασε μια γάτα από τον ουρανό, που για καλή της τύχη έπεσε στο νερό και όχι στα βράχια. Η απάντηση της κυρίας που καθόταν στο ουζερί πιο πάνω, ήταν ότι έπεσε κατά λάθος, όταν την έσπρωξε με το πόδι της για να μη χώσει τη μουσούδα της σε ένα άδειο πιάτο.
Θυμάμαι ότι πήρα την απόφαση να φύγω νωρίτερα, όταν πηγαίνοντας ένα βράδυ προς Αρεόπολη, ένας τύπος τσόκο μαροκάνα δεν έκανε απλώς προσπέραση σε στροφή, αλλά αποφάσισε να παραμείνει στο αντίθετο ρεύμα κι εμείς να φλερτάρουμε με τον γκρεμό. Υπέροχη η αδούλωτη Μάνη παιδιά, αλλά ένα θεματάκι υπάρχει, προσέξτε το.
Κατσούφηδες στην Μάνη, για τον Πάνο Κοκκίνη
«Μια τυροπιτούλα θα ήθελα για τη μαμά μου που είναι άρρωστη», είπε ο φλώρος παιδικός κολλητός μου στο φημισμένο φούρνο της Λακωνικής Μάνης. Όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Η απάντηση; «Τι μέρα είναι, Παρασκευή; Δεν έχουμε τυρόπιτες, ρε, Παρασκευή», η απάντηση του όχι και τόσο ευγενικού γιου της φουρνάρισσας.
Εγώ άρχισα να γελάω. Ο φίλος μου εκεί, να επιμένει «Σπανακόπιτα έχετε; Αν ναι, παίρνω όλο το ταψί γιατί μόλις βγήκε από το νοσοκομείο η καημενούλα».
Η απάντηση; «Άσε μας ρε παλικάρι, ότι βλέπεις πάρε και άμα θες». Ένα μικρό preview από ένα ταξίδι σε έναν υπέροχο τόπο που εμείς, υποθέτω, είχαμε την ατυχία να πέσουμε αποκλειστικά πάνω στους πιο κατσούφηδες, αντικοινωνικούς και αγενείς κατοίκους του.
Συμπεριλαμβανομένου του ταβερνιάρη που πήγε να μας πουλήσει το μπαγιάτικο ψάρι σε τιμή μεζονέτας στο Πανόραμα Βούλας και του ξενοδόχου που, παρότι είχαμε σκάσει πάνω από 150 ευρώ για να μείνουμε σε σουίτα στον οικογενειακό πύργο του, μας έβαλε σε ένα ημι-υπόγειο δυο επί δυο, χωρίς air condition και δίπλα στο πλυντήριο που βαρούσε τρελά ντεσιμπέλ όλο το βράδυ. Αλλά ο τόπος, να τα λέμε, φυσάει.
Διάστρεμμα στη Λέσβο, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή
Στη Λέσβο και δη στον Μόλυβο, έχω περάσει μερικές από τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου. Ένα καλοκαίρι όμως, πέρασα και τις πιο πονεμένες.
Με την παρέα βλέπεις, συνηθίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο στο νεότευκτο 5χ5 του ξενοδοχείου που μέναμε. Λίγο πριν αρχίσουμε το διπλό, την ώρα των παραδοσιακών σουτ, πάτησα την μπάλα και γύρισε το πόδι μου.
Στην εφηβεία βέβαια, δεν δίνεις σημασία σε τέτοιους τραυματισμούς. Ακόμη ζεστός ο αστράγαλος άλλωστε, σιγά μην έχανα το ποδόσφαιρο για ένα χαζοδιάστρεμμα. Μετά από 1,5 ώρα μπάλας, το πόδι άρχισε να πρήζεται και να πονάει, με αποτέλεσμα να κουτσαίνω στο υπόλοιπο των διακοπών.
Όχι ότι πέρασα άσχημα, απλά όλα γίνονταν πιο αργά και με γκριμάτσες πόνου. Τουλάχιστον έμαθα όταν τραυματίζομαι να σταματάω, κάτι είναι κι αυτό.
Με μηδέν ευρώ στη Μύκονο, για τη Χριστίνα Φαραζή
Με τη Μ. ήμασταν ακόμα φοιτήτριες, αν θυμάμαι καλά στο δεύτερο έτος, όταν μπήκαμε στο πλοίο από Ραφήνα ένα απόγευμα μίας Παρασκευής του Ιουλίου με προορισμό τη Μύκονο. Θα έπαιζε ο John Digweed στο Super Paradise, θα χορεύαμε σαν ξεβιδωμένες, θα πίναμε, θα κάναμε τη νύχτα μέρα, θα κοιμόμασταν για ελάχιστες ώρες στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο κάτι φίλων που έκαναν ήδη διακοπές στο νησί και το επόμενο μεσημέρι του Σαββάτου θα επιστρέφαμε όλοι μαζί στη Ραφήνα.
Φανταστικά μέχρι εδώ. Βασικά, φανταστικά μέχρι το «θα επιστρέφαμε». Τα κάναμε όλα, όπως τα είχαμε στο μυαλό μας, εκτός από το να μπούμε στο πλοίο για να γυρίσουμε πίσω. Οι φίλοι μας μπήκαν, εγώ και η Μ. όχι. Βλέπαμε το πλοίο να μας κουνάει το μαντήλι και για όλα έφταιγε μία μάσκαρα ματιών. Αυτή η πανάκριβη που είχε δανειστεί η Μ. από την αδερφή της και αν επέστρεφε χωρίς αυτήν θα τη σκότωνε. Κι ενώ είχαμε ήδη φτάσει στο λιμάνι, επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να την πάρουμε και μέχρι να γυρίσουμε πάλι πίσω, μάντεψε.
Τελικά, λίγο έλειψε να σκοτώσω εγώ την Μ., καθώς ξεμείναμε στη Μύκονο χωρίς μετρητά, χωρίς λεφτά στις κάρτες, τίποτα, μηδέν, νάδα. Ό,τι λίγο είχαμε, το είχαμε φάει στον Digweed γιατί «έλα μωρέ, τι τα θέλουμε τα λεφτά, σε λίγες ώρες θα είμαστε πίσω (στη Νέα Μάκρη, το εξοχικό μου)». Εκείνη να κλαίει και να οδύρεται επειδή η μητέρα της δεν την πίστευε ότι χάσαμε το πλοίο, νόμιζε ότι της έλεγε ψέματα και δεν της μετέφερε χρήματα, εγώ να παρακαλάω μάταια τον ταξιδιωτικό πράκτορα να μη μας χρεώσει καινούργια εισιτήρια επιστροφής. Παράλληλα, να προσπαθώ να συνεννοηθώ με τον πατέρα μου πώς θα μου μεταφέρει χρήματα -εποχές προ web banking- πρώτον, για να βγάλουμε καινούργια εισιτήρια, δεύτερον, για να φάμε.
Μη μακρηγορώ, τρόπος βρέθηκε τελικά να γίνει η μεταφορά των χρημάτων και η εικόνα της Μ. να τρώει κλαμένη τυρόπιτα, να πίνει φραπέ και να κάνει τράκα τσιγάρο είναι σήμερα, αξία ανεκτίμητη.
Η πρώτη (και τελευταία) φορά που έκανε κάμπινγκ στην Ελαφόνησο, ο Νίκος Παπαηλιού
Δεν ήμουν φαν του κάμπινγκ για πολλά χρόνια, μέχρι να γοητευτώ στην ιδέα των νερών του Σίμου και της Ελαφονήσου και να αποφασίσω να πω το «ναι» επιτέλους για μια τέτοια εμπειρία. Τον Αύγουστο του 2019, λίγους μήνες πριν ο κορονοϊός αλλάξει τις ζωές μας, όλα ήταν πιο ανέμελα και στα 22 μου πια θεώρησα ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Η σκηνή που πήρα με τον κολλητό ήταν δεκαετιών και το συνειδητοποιήσαμε στήνοντάς τη, καθώς οι ράβδοι ήταν στραβωμένοι και δεν πρακτικά ήταν αδύνατο να μπορέσουμε να στήσουμε. Χωρέσαμε λοιπόν όλοι στη σκηνή τύπου – σαλόνι που ευτυχώς είχε φέρει η ευρύτερη παρέα. Ως εδώ όλα καλά.
Οι πρώτες δύο μέρες στον Σίμο ήταν υπέροχες. Είχα εφαρμόσει και ένα πλάνο που με ήθελε να ασχολούμαι όλη μέρα με αθλοπαιδιές (μπιτς βόλεϊ, ρακέτες, κανόε καγιάκ) ώστε τις νύχτες να είμαι τόσο κουρασμένος που να μην ενοχλούμαι από τίποτα και να κοιμάμαι. Κάπου εκεί όμως ξεκίνησε η φωτιά να καίει το νησί. Την πρώτη μέρα η ατμόσφαιρα στο κάμπινγκ ήταν αποπνικτική καθώς η πυρκαγιά φαινόταν από την παραλία να καίει τα μικρά αλλά δύσβατα βουνά του νησιού.
Έτσι λοιπόν, το κάμπινγκ εκκενώθηκε και εμείς βρεθήκαμε, χωρίς να πάρουμε τα πράγματά μας, στη Μονεμβασιά, όπου όλα έμοιαζαν υπέροχα. Φυσικά, είχαμε πληρώσει εισιτήριο στο πλοίο προς Νεάπολη, λες και επιλέξαμε εμείς να πάμε για αναψυχή. Το απόγευμα ενημερωθήκαμε από το κάμπινγκ ότι η φωτιά είχε τεθεί υπό έλεγχο, οπότε γυρίσαμε στο νησί, όπου θα βρισκόμασταν για άλλα τρία βράδια. Μόλις νύχτωσε, ως συνήθως όλο το κάμπινγκ βρέθηκε στην παραλία και εκεί το θέαμα ήταν διαφορετικό. Η φωτιά είχε επιστρέψει και φαινόταν ελεγχόμενη, αλλά ο Σίμος φωτιζόταν μόνο από εκείνη και το φεγγάρι, δημιουργώντας μια δυστοπική ατμόσφαιρα.
Γυρίσαμε ξανά στη σκηνή και κοιμηθήκαμε με αρκετό αέρα, όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που έγινε μόλις ξυπνήσαμε. Οι περισσότεροι σηκώθηκαν από τους ήχους των σειρήνων και από τη φωνή στα μεγάφωνα που ζήταγε την άμεση -εκ νέου- εκκένωση του κάμπινγκ. Οι εστίες στην Ελαφόνησο δεν είχαν απλά αναζωπυρωθεί, αλλά είχαν πολλαπλασιαστεί κιόλας και μία από αυτές είχε φτάσει στους χώρους του κάμπινγκ.
Και όλα αυτά παρά τη διαβεβαίωση που είχαμε την προηγούμενη ημέρα ότι ήταν όλα υπό έλεγχο. Φορτώσαμε τα πάντα στο αυτοκίνητο, φύγαμε χωρίς τον έναν από την παρέα, ο οποίος κοιμόταν με άλλη παρέα, και μέσα στον απόλυτο χαμό τον βρήκαμε ξανά στη Νεάπολη. Φυσικά ξαναπληρώσαμε εισιτήριο για να φύγουμε από το νησί, το οποίο αφήσαμε άρον άρον για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα. Τις επόμενες ημέρες έγινε γνωστή η ζημιά που υπέστη η Ελαφόνησος. Είχε καεί το 25% του νησιού. Έκτοτε δεν ξαναέκανα κάμπινγκ, αφού δεν ξέρεις τι άλλο μπορεί να συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, δεν τη λες και τύχη του πρωτάρη.
Λουτρό μιζέριας παρέα με Ελληνοαμερικάνους στην Κάλυμνο για τον Άγγελο Κλάδη
Ακούγοντας την πρόταση για διακοπές στο απόμακρο νησί της Καλύμνου. ένας απεγνωσμένος παραθεριστής που ψάχνει μια μικρή γωνιά ησυχίας στον χάρτη του Αιγαίου, όπως και του λόγου μου πέρσι, περιμένει τελείως διαφορετικά πράγματα από εκείνα που του επιφυλάσσει τελικά η δόλια του η μοίρα. Περιμένεις ας πούμε ένα ήσυχο, ει δυνατόν ξεχασμένο νησί με ανόθευτη ομορφιά, νερά-κρύσταλλο και φθηνό φρέσκο ψάρι, αλλά μάλλον αργήσαμε καμια δεκαετία.
Διότι στο ενδιάμεσο, το μάλλον άγνωστο για μας νησί των σφουγγαράδων έχει εξελιχθεί στον διασημότερο νησί-προορισμό για ορειβάτες από Σκανδιναβία, το τουριστικό του κέντρο (Μασούρι) έχει αναπτυχθεί τόσο άναρχα που ανταγωνίζεται στα ίσια το Λουτράκι και, ειδικά τον Αύγουστο, το νησί πήζει από τουρίστες. Έχει κανονικά δηλαδή κίνηση στους δρόμους.
Και για αυτόν τον παράδεισο ανάπτυξης –συνειδητοποιείς– έχεις ταξιδέψει 11 γεμάτες ώρες στο πλοίο, οπότε κάνεις την ανάγκη φιλότιμο και πείθεις τον εαυτό σου ότι κάπου θα βρεις μια ήσυχη μεριά να αράξεις, έναν βράχο να πιαστείς. Αλλά ούτε γραφικά χωριά έχουν μείνει, ούτε κάτι ιδιαίτερο έχεις να κάνεις. Μόνο βράχια να πιαστείς. Ελπίζεις σε κάποια απόμακρη παραλία που να σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα. Και πράγματι τη βρίσκεις: στα ανατολικά του νησιού, μια απότομη κατηφόρα δείχνει να οδηγεί σε έναν υπέροχο κολπίσκο – την παραλία Ακτή.
Επιτέλους, σκεφτήκαμε εκείνη τη μέρα.
Αρμυρίκια με πυκνή σκιά, βοτσαλάκι και νερά να τα πιεις στο ποτήρι. Μια παραλία στη μέση του πουθενά, ικανή να σε κάνει να ξεχάσεις τον αρνητισμό που κερνούσε το υπόλοιπο νησί, όπως και τον αρνητισμό που άντεξες μια ολόκληρη χρονιά. Κάνουμε μια βουτιά, κοιταζόμαστε και χαμογελάμε. Αλλά η ευτυχία είναι στιγμές, όπως λένε: 10 λεπτά αργότερα, προσγειώνεται στον κολπίσκο (των 20 περίπου μέτρων) μια οκταμελής οικογένεια Ελληνοαμερικανών με μόνο τα απαραίτητα: φουσκωτά φλαμίνγκο, καρπούζια που πετάχτηκαν στη θάλασσα για να δροσίσουν, μουσικές και τάπερ φαγητού.
Ο πάτερ φαμίλιας, μπαίνοντας τελευταίος στη θάλασσα με το τσιγάρο στο χέρι, κέρασε και τη γόπα του στο κύμα πριν βουτήξει. Υπέροχη σκηνή.