Όλα στην ψυχολόγο μου
Mερικά ακόμα bytes στο internet όπου ένας millennial γκρινιάζει και σχολιάζει τι συμβαίνει γύρω του.
- 7 ΟΚΤ 2021
Δεν γνωρίζω καθόλου αν φταίει που είμαι ένας πολύ κλειστός άνθρωπος. Πάντα έβλεπα ότι υπάρχει μία λεπτή διαφορά μεταξύ του «τι κάνεις;» και του «πώς είσαι;». Το πρώτο είναι σαν το «καλημέρα». Κάτι τυπικό. Ένας εύκολος τρόπος να δείξεις ότι δεν είσαι άνθρωπος των σπηλαίων. Το δεύτερο είναι λίγο πιο ουσιαστικό και ίσως γι’αυτό πιο σπάνιο. Περιμένεις όντως από τον άλλον να σου απαντήσει πώς νιώθει.
Στο «τι κάνεις;», η τυπική απάντηση είναι «καλά» ή έστω «καλά μωρέ» ή στην τελική «μία χαρά». Στο δεύτερο, τα πράγματα περιπλέκονται. Μπορεί να ξεκινήσουν και εδώ από ένα «καλά» και να καταλήξουν στο να βρεθείς με έναν άνθρωπο να κλαίει στον ώμο σου ή να χορεύεις στην μπάρα ενός ελληνάδικου 5 το πρωί μιας άκυρης Τετάρτης. Δεν ισχύει όμως πάντα αυτό.
Για τους millennials (χοντρικά τους γεννημένους μεταξύ 1985 και 1995) έχει γίνει σαν τυπική απάντηση στο «τι κάνεις;» το «προσπαθώ» ή το «χάλια» ή ακόμα και το «όλοι θα πεθάνουμε». Από ένα σημείο και μετά αυτό γίνεται αυτοματοποιημένα. Το να πεις «είμαι τέλεια» σε καθιστά αυτομάτως εκτός παρέας. Για το υπόλοιπο βράδυ θα κάθεσαι μόνος σου: Eσύ, το smartphone και η τελειότητά σου.
Οι λόγοι που γίνεται αυτό είναι πολλοί. Αρκεί να πούμε ότι ο ορίζοντας προσδοκιών που έχουμε εμείς σε σχέση με τους γονείς μας είναι αντιστρόφως ανάλογος. Εκείνοι έβλεπαν το μέλλον τους σε ιπτάμενα αυτοκίνητα. Εμείς το βλέπουμε σε πυρηνικά καταφύγια.
Πού οδήγησε όλη αυτή η επιτέλεση της μιζέριας; Σε κάτι καλό. Την ενασχόληση με την ψυχική υγεία. Πολλοί millennials έχουν μισθό 750 ευρώ και θα δώσουν τα 150 από αυτά στον ή στην ψυχολόγο τους. Θα μιλήσουν δε για τις επισκέψεις τους σε αυτόν ή αυτή τελείως απενοχοποιημένα. «Δεν μπορώ να έρθω για καφέ σήμερα, έχω ψυχολόγο». Ούτως ή άλλως δεν θα ερχόταν αλλά ξέρετε…
Καμιά φορά βέβαια ίσως και να το παρακάνουμε. Ίσως αντιμετωπίζουμε την ψυχοθεραπεία ως τη λύση όλων των προβλημάτων με τρόπο σχεδόν μηχανικό. Λες και σε 2, 3, 5 χρόνια θα βρούμε τη βίδα που λάσκαρε, θα την αλλάξουμε και θα αρχίσουμε να λειτουργούμε σαν καινούργιοι μετά το update.
Η αλήθεια είναι ότι δεν λειτουργεί έτσι. Ευτυχώς δεν λειτουργεί έτσι. Tα τραύματα και τα βιώματά μας θα τα κουβαλάμε για πάντα.
Από την άλλη, ανυπομονώ απίστευτα πολύ να ζήσουμε επιτέλους σε μία κοινωνία που όλοι κατανοούν ότι κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι ζωτικής σημασίας (ιδίως για τους άντρες). Ομολογώ όμως ότι τρομοκρατούμαι μπροστά σε έναν κόσμο που η ζωή (ή ο έρωτας) δεν θα προκαλεί την παραμικρή συναισθηματική δυσφορία.
Αφορμή για αυτό το κείμενο ήταν το ομολογουμένως πανέξυπνο σκίτσο που ακολουθεί: