Όταν ο φυλακισμένος Δουρής μού είπε ότι ήταν ο δολοφόνος
- 29 ΦΕΒ 2020
“Παρουσία εισαγγελέως, ομολόγησε -σήμερα το μεσημέρι- αβίαστα τις πράξεις του ο Δουρής Εμμανουήλ. Ο πατέρας του νεκρού παιδιού”, είπε ο αστυνομικός διευθυντής Αργολίδας, Κωνσταντίνος Πολίτης όταν ενημέρωσε τους δημοσιογράφους, λίγες ημέρες έπειτα από τη δολοφονία και την κηδεία του αγοριού. Αρχικά, δηλώθηκε η εξαφάνιση του παιδιού από τον ίδιο τον πατέρα. Ο ελαιοχρωματιστής (ήταν 40 ετών) κίνησε υποψίες στους αστυνομικούς, επειδή ο ίδιος βρήκε το άψυχο σώμα του παιδιού του που ήταν καλά κρυμμένο σε ένα μαντρότοιχο, ενώ κατά τη μαρτυρία του -πριν ομολογήσει το έγκλημα- είχε πέσει σε αντιφάσεις.
Ο ιατροδικαστής, Φίλιππος Κουτσαύτης, αποφάνθηκε ότι το παιδί είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και ύστερα πέθανε από ασφυξία. Ο δολοφόνος τού είχε φράξει το στόμα και τη μύτη, πιθανότατα για να το εμποδίσει να φωνάξει. Ο κ. Κουτσαύτης βρήκε γενετικό υλικό του πατέρα στο σώμα του μικρού Νίκου. Ο Δουρής παραδέχθηκε επίσης ότι είχε τρυπήσει το παιδί με πιρούνι στην οπίσθια επιφάνεια του σώματος, προς τα νεφρά. Υποστήριξε ότι το έκανε για να δει αν ζούσε, αλλά ήταν ήδη νεκρό.
Στήθηκε λαϊκό δικαστήριο έξω από το σπίτι τους και πολλοί ήταν πρόθυμοι να βγάλουν στη… φόρα όσα ήξεραν και δεν ήξεραν για τον πατέρα, τη σύζυγό του και τα επτά παιδιά τους, ακόμη και για το πώς αποκτήθηκε το αυτοκίνητό τους. Είπαν ότι το αγόρασαν με χρήματα εξωδικαστικού συμβιβασμού, τα οποία πήραν όταν απέσυραν μήνυση που είχαν καταθέσει εις βάρος άνδρα. Τον είχαν κατηγορήσει ότι παρενόχλησε ένα από τα παιδιά της φαμίλιας. Η δολοφονία του εξάχρονου Νίκου αναστάτωνε -επί μέρες- την Ελλάδα, που δεν είχε συνέλθει από την αποκάλυψη των εγκλημάτων των σατανιστών της Παλλήνης (Δεκέμβριος 1993).
Η ομολογία στην κάμερα
“Ήμουν στο MEGA -στη Σταδίου-, όταν έφυγα αμέσως για το Ναύπλιο. Σχεδόν, μια εβδομάδα μείναμε εκεί. Φορούσα την ίδια μπλούζα κάθε μέρα. Δεν προλαβαίνεις να πάρεις ρούχα μαζί σου. Ενημερώθηκα από την Πάτρα ότι ο Δουρής είναι στο Άργος και όχι στο Ναύπλιο, όπως γνωρίζαμε. Νύχτα ήταν. Είχε ομολογήσει μετά την κηδεία και όλοι περίμεναν να βγει από το Δικαστικό Μέγαρο. Τον είχαν φυγαδεύσει. Αναστροφή επί τόπου και πήγα στο Άργος. Μίλησα με τον αστυνομικό, στο τμήμα. Ήταν προσηνής. Τον ρώτησα αν μπορώ να δω τον Δουρή και απάντησε ότι μπορώ.
Αρχικά, τον είδα στο κελί του. Μιλούσε πολύ αργά και προσπαθούσα να μάθω και να καταλάβω αν είναι υπό την επήρεια κάποιου φαρμάκου, ώστε να είμαι σίγουρη ότι είναι νηφάλιος και μπορώ να χρησιμοποιήσω δηλώσεις του. Τον ρώτησα αν θέλει να πει τι συνέβη. Δέχθηκε να μιλήσει. Η κάμερα μπορούσε να γράψει και στο κελί, αλλά δεν ήθελα. Βγήκαμε στο σαλονάκι και ο αστυνομικός μου είπε τότε: ”μιλάει και πιο γρήγορα”. Ενημέρωσα το κανάλι και δεν πίστευαν ότι έχουμε τέτοια δήλωση. Το μονταρισμένο υλικό έπαιξε στο δελτίο. Καταδικάστηκε και με αυτή την ομολογία. Στη δίκη, ο Δουρής είπε ότι εξαναγκάστηκε από την αστυνομία να ομολογήσει και τότε τον ρώτησαν και ”η δημοσιογράφος σας εξανάγκασε;”, θυμάται η Ελίζα Καλλίτση.
Η ομολογία του Δουρή έπαιξε στο νυχτερινό δελτίο του ΜEGA. Είχε πει on camera: “Δεν καταλάβαινα ούτε τι είχα κάνει, αλλά ούτε πώς το είχα κάνει. Γιατί αυτό που είχα ήταν σαν να ήμουν σε ένα όνειρο, σε έναν εφιάλτη. Εκεί (εννοεί στην αποθήκη), δεν ξέρω τι έγινε. Σας είπα αυτή η αρρώστια, η κρίση αυτή με οδήγησε σε αυτές τις απάνθρωπες πράξεις. Τα νεύρα μου είναι τόσα πολλά, όταν με πιάνουν κρίσεις. Δεν γνωρίζω. Δεν βλέπω μπροστά μου. Μπορεί να το βίασα, μπορεί να έκανα κάτι άλλο, αλλά ήμουν εκτός χρόνου και τόπου”. Ο Μανώλης Δουρής, όταν ήταν 20 χρόνων, πολέμησε -κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής- το 1974, στην Κύπρο. Οι ψυχολογικές κρίσεις που είχε εμφανίσει στο παρελθόν επιδεινώθηκαν εκείνη την περίοδο.
Kανένας δικηγόρος δεν ήθελε να αναλάβει συνήγορος υπεράσπισης και το κράτος διόρισε τον Βασίλη Καρύδη, ο οποίος στην πορεία είχε αμφιβολίες για την ενοχή του Δουρή και πίστεψε ότι ο κατηγορούμενος που εν συνεχεία καταδικάστηκε, για κάποιο λόγο που δεν ήθελε να αποκαλύψει ανέλαβε την ευθύνη του εγκλήματος. “Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος”, είχε δηλώσει ο καθηγητής εγκληματολογίας και μετέπειτα υπουργός Δημόσιας Τάξης, Γιάννης Πανούσης σε συνέντευξή του στην ‘Ελευθεροτυπία’. Στο σώμα του παιδιού εκτός από το γενετικό υλικό του Μανώλη Δουρή βρέθηκαν και τρίχες γεννητικού οργάνου, που δεν εξετάστηκαν.
Ο ιερέας δεν άγιασε το σπίτι του Δουρή
Ο Δουρής κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε τον Νοέμβριο του 1994. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν: ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για βιασμό, φυλάκιση ενός έτους για ασέλγεια και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια. Μέσα σε δύο χρόνια άλλαξε τέσσερα διαφορετικά σωφρονιστικά ιδρύματα, δείγμα του εχθρικού κλίματος που αντιμετώπισε από τους συγκρατούμενούς του.
“Δεν θα ξεχάσω αυτό που μου είχε πει ο γιος του, ο Ηλίας. ‘Ξέρω τι λένε για τον πατέρα μου, αλλά για μένα είναι ο πατέρας μου’. Δεν σταμάτησα να παίρνω αυτό το παιδί τηλέφωνο για δυο χρόνια, μετά το γεγονός. Είχε επηρεαστεί πολύ. Βίωνε την απόρριψη της κοινωνίας και ήταν αποκλεισμένος. Με τον συνάδελφο, Κώστα Καζακόπουλο -που ήταν επίσης στο MEGA- του πήραμε δώρο ένα καλάμι. Του είπα: ‘Να πας να ψαρέψεις και θα περιμένω να μου φέρεις ψάρια, το βράδυ’. Και πήγε. Ένιωσε ότι από κάποιους ήταν αποδεκτός. Η αποδοχή του έδωσε ένα κίνητρο. Μου έκανε εντύπωση -τότε- ο ιερέας της περιοχής. Λόγω των ημερών -ήταν μετά την Πρωτοχρονιά- άγιαζε τα σπίτια. Το σπίτι της οικογένειας Δουρή το προσπέρασε, δεν το άγιασε. Κλειστή κοινωνία και μια άλλη εποχή. Αυτή η απόρριψη -για μένα- ήταν σοκαριστική”, τόνισε η Ελίζα Καλλίτση. Ένα δεύτερο έγκλημα είχε αρχίσει μετά τη δολοφονία του μικρού Νικόλα. Ο στιγματισμός των παιδιών που έμειναν πίσω. Και αυτά ήταν θύματα.
‘Σλάλομ’ ανάμεσα στα πτώματα
Η Ελίζα Καλλίτση είχε καλύψει τις φωτιές στην Πελοπόννησο, σεισμούς, προσφυγικό, θέματα που την έχουν πείσει για ένα πράγμα: “το καλύτερο μάθημα δεν το έχουμε πάρει ακόμα”.
“Για να μπορέσουμε να περπατήσουμε κάναμε ‘σλάλομ’ ανάμεσα στα πτώματα, στις φωτιές της Ηλείας. Χάθηκαν άνθρωποι σε σημεία που λες δεν γίνεται να φτάσει η φωτιά εδώ. Κι όμως. Όταν άρχιζε το δελτίο ήμασταν στο σημείο Α. Ξεστήναμε την κάμερα για το σημείο Β και βγαίναμε στον αέρα από το σημείο Γ, επειδή η φωτιά μας πλησίαζε, συνεχώς. Σαν να καίει στο Σύνταγμα, εσύ να βρίσκεσαι στο Ψυχικό και να μην προλαβαίνεις να της ξεφύγεις. Μπροστά μας πέρασε ένας άνδρας με ένα φακό. Δεν ήξερα ποιος ήταν. Κατάλαβα ότι κάποιους έψαχνε.
Δεν σηκώσαμε κάμερα. Ο κάμεραμάν μου του φώτιζε διακριτικά τη διαδρομή του με το φως της κάμερας, για να τον διευκολύνει. Αργότερα, έμαθα ότι ήταν ο σύζυγος της γυναίκας που κάηκε με τα παιδιά της. Εκείνες τις ημέρες δεν φοβήθηκα τη φωτιά. Με βοήθησε και ο καμεραμάν που είχα μαζί μου, ο Περικλής Αγγελόπουλος. Όμως, ένιωσα τον φόβο δυο μήνες μετά, όταν συνειδητοποίησα ότι όλα ενδέχεται να συμβούν από το πουθενά. Τις στιγμές αυτές δεν τρέμεις, επειδή δεν πρέπει. Καλύπτεις κάτι. Συμμετέχεις. Δεν μπορείς να πεις παραιτούμαι”.
Πριν από χρόνια, δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στην κάμερα, λόγω σφοδρής κακοκαιρίας. Ήταν στη γέφυρα Ρίου-Αντίρριου. Προκειμένου να δώσει το ρεπορτάζ, οι τεχνικοί που είχε μαζί της έσκυψαν και της κρατούσαν τα πόδια, για να τη συγκρατήσουν. Την έπαιρνε ο αέρας. Όμως, έπρεπε να βγει το θέμα για το δελτίο ειδήσεων. Στις 15 Ιουνίου του 1995, μόλις είχε μπει στο σπίτι της, όταν χτύπησε ο Εγκέλαδος (6,1 της κλίμακας Ρίχτερ), στο Αίγιο. Ήταν 3.15 το πρωί. Ο φονικός σεισμός είχε 26 θύματα. “Είχα επιστρέψει από ένα θέμα, για έναν τοκογλύφο. Δεν είχα προλάβει να αφήσω τα κλειδιά μου και ξαναέφυγα. Φτάσαμε πρώτοι και κατεβάζαμε κόσμο”. Τον Ιανουάριο του 2014 θαμπώθηκε από το θάρρος μια γιαγιάς 103 ετών που έδινε κουράγιο στους σεισμόπληκτους της Κεφαλλονιάς, τους βοηθούσε και σέρβιρε κομμάτια βασιλόπιτας: “Δεν είναι τίποτα. Θα το περάσουμε και αυτό. Αύριο, θα είναι μια άλλη μέρα”.
Ο υπερήφανος Κούρδος πατέρας
Είχαμε ακόμη δραχμές όταν έδωσε ένα χιλιάρικο σε ένα μικρό Κούρδο πρόσφυγα, για να τον βοηθήσει. Ο μικρός ζωγράφιζε μπροστά στην κάμερα του MEGA: “Με αναζήτησε ο πατέρας του. Με βρήκε και μου επέστρεψε τα χρήματα. Δεν τα έπαιρνε με τίποτε”. Και τι δεν έλεγαν για τους ανθρώπους. “Είχαν πει ότι τρώνε σκυλιά και και γάτες. Έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζώα. Το έψαξα. Τίποτε δεν ίσχυε. Αντιθέτως, ένας Αφγανός μου εμπιστεύτηκε το σκυλάκι του, πριν μπει στο πλοίο για την Ιταλία. Το δώσαμε για υιοθεσία”. Η Ελίζα Καλλίτση ζει στην Πάτρα. Κάλυπτε ως ανταποκρίτρια του MEGA τα ρεπορτάζ της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας. “Πολλά θέματα με έκαναν κουρέλι, αλλά κι ευτυχισμένη ταυτόχρονα. Ευτυχισμένη για τα μαθήματα ζωής που πήρα”. Αύριο, θα είναι μια άλλη μέρα.