Όταν πήγα να φάω ξύλο στον Ηλεκτρικό χωρίς κανέναν λόγο
- 3 ΝΟΕ 2019
Ας ξεκινήσω την αφήγησή μου, όπως ξεκινάει κάθε σχεδόν τραυματική εμπειρία σε αυτόν τον κόσμο. Ο Γιώργος Λιάγκας…όχι. Από την αρχή. Ήταν, λοιπόν, μια Κυριακή βράδυ και καθόμουν αμέριμνος στην κεντρική από τις τελευταίες θέσεις του βαγονιού στον ΗΣΑΠ, μια θέση που παραδοσιακά επιλέγω, ακριβώς επειδή αγαπώ πολύ τη θέα των άδειων βαγονιών. Είχα ακουστικά στα αυτιά και άκουγα κάτι σίγουρα αθώο και αμέριμνο ως ένας αθώος και αμέριμνος άνθρωπος που ήμουν κοιτώντας την αθώα και αμέριμνη δουλειά μου.
Ξαφνικά, στον Άγιο Νικόλαο -νομίζω- μπαίνει μια παρέα 3 ατόμων. Ήταν ένα ζευγάρι γύρω στα 40 και ένας τύπος στην τότε ηλικία μου. Γύρω στα 25. Θυμάμαι μόνο από αυτόν ότι ήταν αρκετά αδύνατος, φορούσε cargo με μαύρη ζακέτα, ενώ είχε ένα από αυτά που λέμε ‘κοτσιδάκια αυχένα’, δηλαδή μια μικρή τούφα που ξεχωρίζει μέσα σε ένα κοντοκουρεμένο κεφάλι. Δεν μπορώ να εξηγώ παραπάνω. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Αντιλαμβάνεστε πάντως ότι μιλάμε για ντύσιμο και μαλλί που, αν είσαι εντός γηπέδου σημαίνει ότι θα δεχτείς φάουλ με απευθείας κόκκινη (ξέρετε από αυτά που τα κάνουν και πάνε καπάκι αποδυτήρια) και, αν είσαι εκτός, θα δεχτείς φάουλ αλλά δεν θα είναι κανείς εκεί να βγάλει την κόκκινη κάρτα.
Από την πρώτη στιγμή που με εντόπισε αυτός ο τύπος έκατσε στη μέση του βαγονιού, πιάστηκε από τα δύο χέρια σκύβοντας ελαφρώς τον αυχένα του και άρχισε να με κοιτάει στα μάτια. Αρκετά επίμονα. Το ζευγάρι που ήταν μαζί του είχε κάτσει σε μια γωνία και δεν ασχολούνταν με όλο το σκηνικό. Ούτε και εγώ για να είμαι ειλικρινής. Μέχρι που ο τύπος ξεπέρασε το όριο των δευτερολέπτων που κοιτάς κάποιον στα μάτια γιατί αφαιρείσαι. Ξεπέρασε και το όριο των δευτερολέπτων που κοιτάς κάποιον στα μάτια γιατί θες να κάνεις σεξ μαζί του. Ξεπέρασε και το όριο των δευτερολέπτων που κοιτάς κάποιον στα μάτια γιατί θες να τον παντρευτείς. Είχε φτάσει στο εύρος των δευτερολέπτων που κοιτάς κάποιον γιατί θες να πλακωθείτε. Ήταν ένα εύρος ώρας που εκείνη την ημέρα έμαθα. Σόρι αλλά στη Νέα Ιωνία μεγάλωσα, δεν μεγάλωσα στο Compton.
Εγώ άρχισα ομολογουμένως στην αρχή να νιώθω άβολα και έκανα αυτό που αξίζει να κάνει κάθε άνθρωπος που νιώθει άβολα σε αυτόν τον κόσμο. Σκρολάρισμα. Κάθε φορά που έπαιρνα τα μάτια μου από το κινητό είχα καρφωμένα πάνω μου δύο μάτια. Ήταν μάλλον η φάση που εκνευρίστηκα και έκανα νόημα με το χέρι μου αν συμβαίνει κάτι και ο τύπος γύρισε φιλάρεσκα το κεφάλι και περπάτησε ελάχιστα προς τα εμένα. Τότε ήταν που κατάλαβα τι συμβαίνει. Μάλλον τότε κατάλαβε και η παρέα του τι συνέβαινε.
Υπήρχε ένα θέμα όμως. Επειδή είχα ξεπεράσει αρκετά την ηλικία των 16 και επειδή το να πλακωθώ στο ξύλο με έναν άγνωστο, Κυριακή βράδυ στον ΗΣΑΠ, ε, δεν ήταν ρε παιδί μου και το όνειρο που είχα κάνει για εκείνη τη βραδιά, ξαναγύρισα στο ανηλεές και κτηνώδες σκρολάρισμα. Ταυτόχρονα, κρυφάκουγα τι συνέβαινε απέναντι. Το ζευγάρι είχε σηκωθεί και προσπαθούσε να συνετίσει τον τύπο με φράσεις του στιλ “Πάλι τα ίδια κάνεις; Τι σου φταίει το παιδί;”.
Όταν η επίκληση στο φιλότιμο δεν έπιανε με τίποτα, άρχισαν να με παρουσιάζουν ως ένα αιμοβόρο κτήνος που αν λυθεί από τα σχοινιά του, δεν θα υπάρχει άνθρωπος για να το σταματήσει. “Αυτός είναι 1.95, αν σηκωθεί τι θα κάνεις” (δεν είμαι ούτε 1.90). Εγώ εκείνη την ώρα ανεβοκατέβαζα τις ρυθμίσεις φωτεινότητας του κινητού μου, για να παριστάνω ότι με κάτι ασχολούμαι. Για τέτοιο κτήνος μιλάμε. Το θέμα εδώ είναι ότι πέρασα γρήγορα από μια ακολουθία συναισθημάτων: στην αρχή περιέργεια, μετά φόβο, μετά εκνευρισμό. Στο τέλος όμως είχε κυριαρχήσει παντελώς η αμηχανία. Αν το έβλεπα τώρα από κάπου, σίγουρα θα το έντυνα με μουσική Benny Hill. Άρχισα, λοιπόν, να σκέφτομαι να του μιλήσω σε ένα mood “Κύριε, είναι πολύ κολακευτική η πρότασή σας να με πλακώσετε στο ξύλο αλλά αυτή τη στιγμή δυστυχώς πρέπει να την αρνηθώ. Αφήστε μου στοιχεία επικοινωνίας και, όταν γίνω 16 ή Άγγλος, θα σας ειδοποιήσω άμεσα”.
Τελικά, χάρη στην παρέμβαση των ψυχραιμοτέρων, το ξύλο αποφεύχθηκε και ο καθένας μας προχώρησε στη ζωή του. Ένα τελευταίο βλέμμα, πιο αγαπησιάρικο αυτή τη φορά, έξω από το τρένο πιστοποίησε αυτό το bromance που υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που πλακώνονται στο ξύλο χωρίς λόγο, όπως μας τα δίδαξε και ο Φίντσερ στο Fight Club. Τελικά, γύρισα σπίτι με όλα τα δόντια μου στη θέση τους. Έβαλα να φάω. Διάβασα ένα βιβλίο και κοιμήθηκα ήρεμα σαν μικρό παιδάκι. Αν με έβλεπα από μια γωνιά, σίγουρα θα μου έριχνα ξύλο.
(Κεντρική Φωτογραφία: Eurokinissi)