Όταν πίστεψα ότι θα πεθάνω σ’ ένα ασθενοφόρο στη Ρωσία
- 26 ΙΟΥΝ 2018
Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που είσαι αναγκασμένος να έρθεις αντιμέτωπος με τις φοβίες σου. ‘Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή’, δεν λέει ο Αγγελάκας; Ε, κάπως έτσι. Στην περίπτωσή μου, η συγκεκριμένη στιγμή ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα, αλλά αργότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Αν χρειαζόταν να με χαρακτηρίσω με μία λέξη θα ήταν αγχώδης. Αν έπρεπε με δύο; Υπερβολικά αγχώδης. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω σε ένα μόνιμο άγχος. Άγχος για τους βαθμούς στο σχολείο (παρότι ήμουν καλός μαθητής), άγχος για τις Πανελλήνιες, άγχος να μην αργήσω στα ραντεβού μου, άγχος να περάσω τα μαθήματα στη Σχολή, άγχος να είμαι σωστός και καλός στη δουλειά μου. Άγχος, άγχος, άγχος…
Την ίδια στιγμή, όμως, είμαι κι ιδιαίτερα εσωστρεφής ως χαρακτήρας. Ό,τι νιώθω, το κρατάω μέσα μου, επειδή δεν θέλω να γίνομαι βάρος στους άλλους. Προτιμώ, όλα όσα με ανησυχούν και με προβληματίζουν, να τα συζητάω τις περισσότερες φορές με τον εαυτό μου. Ξανά και ξανά. Μέχρι να βρω μία λύση, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να μην βρεθεί ή να μην είναι η ιδανική. Κι αυτό αποδείχθηκε το μεγαλύτερο λάθος μου.
Το τελευταίο διάστημα, το άγχος, που δεν με αποχωρίστηκε ποτέ ουσιαστικά, επέστρεψε και έδειξε το πιο σκληρό πρόσωπό του. Κάποιες αλλαγές στη ζωή μου, όπως το γεγονός πως καλούμαι να υπηρετήσω τη ‘μαμά πατρίδα’ τον προσεχή Σεπτέμβρη, τη στιγμή που έχω βάλει σε μία τάξη τα επαγγελματικά και τα προσωπικά μου, μου δημιούργησαν μία επιπρόσθετη πίεση. Δηλαδή, ένα έξτρα άγχος.
Θα πει κάποιος: ‘Για το στρατό σκας; Εννιά μήνες είναι, θα περάσουν’. Στην πραγματικότητα, ο στρατός είναι το δέντρο, αφού από πίσω κρύβεται ένα τεράστιο δάσος, όπως αποδείχθηκε τις τελευταίες 15 ημέρες.
Πριν από δύο εβδομάδες, μία ημέρα πριν ταξιδέψω για τη Μόσχα στο πλαίσιο μίας δημοσιογραφικής αποστολής, γύρισα σπίτι εμφανώς αγχωμένος. Κάθισα στον καναπέ, άνοιξα την τηλεόραση, αλλά οι αρνητικές σκέψεις για το ταξίδι δεν έλεγαν να με αφήσουν σε ησυχία.
Αν αγχωθώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τι θα κάνω; Θα τρελαθώ
σκεφτόμουν.
Είχα φτάσει στο σημείο να αγχώνομαι επειδή υπήρχε περίπτωση να αγχωθώ. Οι σφυγμοί της καρδιάς άρχισαν να ανεβαίνουν απότομα, η δύσπνοια είχε κάνει την εμφάνισή της, ενώ μία έντονη τάση προς εμετό μού δημιουργούσε μία πάρα πολύ άσχημη διάθεση.
Τα συμπτώματα δεν μου ήταν άγνωστα. Τα συναντούσα σχεδόν καθημερινά τους τελευταίες δύο μήνες, ύστερα από ένα ταξίδι που έκανα στην Κρήτη. Απλά δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα κατάματα. Όμως, πλέον, ένιωθα πως είχα φτάσει στα όριά μου. Στο σημείο μηδέν. Φώναξα την κοπέλα μου και της ζήτησα να πάμε στο νοσοκομείο.
Ήταν το πρώτο (και σημαντικότερο) βήμα για να αντιμετωπίσω τον μπαμπούλα που είχε μπει στο δωμάτιο (aka στο μυαλό μου) και δεν με άφηνε να δω με νηφαλιότητα τα πράγματα. Όπως αναμενόταν, οι καρδιολογικές και αιματολογικές εξετάσεις ήταν καλές. Είμαι 26 χρονών, άλλωστε. Τι μπορεί να πάει τόσο στραβά; Ωστόσο, πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των εξετάσεων, είχα προλάβει να ενημερώσω τη γιατρό πως είμαι υπερβολικά αγχώδης. Το κατάλαβε κι αυτή καλύτερα στη συνέχεια της κουβέντας μας. Με καθησύχασε, μου ζήτησε να απολαύσω το ταξίδι και μου έδωσε ένα αγχολυτικό προκειμένου να σταματήσουν να περνούν δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό μου κατά τη διάρκεια της πτήσης.
Πράγματι, η πτήση για τη Μόσχα κύλησε νεράκι. Όλα έδειχναν ιδανικά. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα, αφού μία ημέρα αργότερα, την ώρα που παρακολουθούσα ένα τουρνουά ποδοσφαίρου χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, άρχισα να αισθάνομαι τους παλμούς να ανεβαίνουν, την ανάσα μου να κόβεται, ενώ είχα και τάσεις λιποθυμίας, με την υποσημείωση πως δεν έχω λιποθυμήσει ποτέ στη ζωή μου!
Αρχικά, προσπάθησα να νικήσω το φόβο μου. Κοιτούσα τριγύρω σαν χαμένος, πίεζα το μυαλό μου να σκεφτεί θετικά. Μάταια. Ο μπαμπούλας είχε επιστρέψει στο δωμάτιο. Κι εγώ, αυτή τη φορά, έπρεπε να απευθυνθώ και να ζητήσω βοήθεια από έναν άνθρωπο που γνώριζα μόλις λίγες ώρες. Ό,τι χειρότερο, ειδικά για έναν κλειστό χαρακτήρα όπως εγώ. Για καλή μου τύχη, ο Θάνος είναι από τα καλύτερα παιδιά του χώρου και δίχως να το γνωρίζει, με την κοσμοθεωρία του, με βοήθησε πολύ στο κομμάτι της αντιμετώπισης του στρες τις πέντε ημέρες που μείναμε στη Μόσχα.
– Θάνο, δεν αισθάνομαι πολύ καλά.
– Πάμε να βρούμε έναν γιατρό.
Η παραπάνω σύντομη στιχομυθία ήταν το μοναδικό ρεαλιστικό κομμάτι όσων ακολούθησαν της νέας κρίσης άγχους. Διότι, μπορεί να μην το ξέρετε, αλλά το να συνεννοηθείς με τους Ρώσους στα αγγλικά φαντάζει το ίδιο δύσκολο με το να βάλεις ένα μωρό να σου λύσει μία τριτοβάθμια εξίσωση. Μπορεί να χρειάστηκαν περίπου 10 λεπτά διαπραγματεύσεων για να βγάλουμε άκρη, αλλά τελικά μάς έστειλαν στο ασθενοφόρο που βρισκόταν στον περιβάλλοντα χώρο του γηπέδου.
Ο Θάνος χτύπησε το τζάμι του συνοδηγού και φώναξε στα αγγλικά ‘το παιδί δεν αισθάνεται καλά’. Καμία ανταπόκριση. Δεν επηρεάστηκε. Άνοιξε την πίσω πόρτα του ασθενοφόρου και απαίτησε, κυρίως με κινήσεις (γιατί για αγγλικά ούτε λόγος), να με εξετάσουν. Η δεύτερη προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία, παρότι ο Ρώσος ‘γιατρός’ είναι βέβαιο πως μουρμούρισε αρκετά για τις οικογένειές μας.
Με έβαλε στο κρεβάτι, αλλά συνέχιζε να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Θάνο για το τι ακριβώς αισθάνομαι. Αναγκαστήκαμε να καλέσουμε μέχρι και… μεταφραστή για να βρούμε λύση. Από τα ελληνικά στα αγγλικά, από τα αγγλικά στα ρωσικά και τούμπαλιν. Όσο δίπλα μου παιζόταν το θέατρο του παραλόγου, η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Σε σημείο που νόμιζα πως θα βγει από το στήθος μου.
Πες του μαλάκα να με εξετάσει, γιατί θα πεθάνω εδώ μέσα
φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Είχα φτάσει σε ένα ψυχολογικό τέλμα. Άρχισα να σκέφτομαι την οικογένειά μου, την κοπέλα μου, τους φίλους μου. Δεν ήθελα να πεθάνω στην σκατομόσχα. Ούτε, φυσικά, πουθενά αλλού. Ήθελα να γίνω καλά. Να φύγουν αυτές οι γαμημένες σκέψεις απ’ το μυαλό μου.
‘Δεν έχει τίποτα, απλά μία ταχυκαρδία. Θα του δώσουμε ένα αγχολυτικό και θα αισθανθεί καλύτερα’, ενημέρωσε ο κομπογιαννίτης. Η αλήθεια είναι πως είχε δίκιο. Όχι πως δεν το γνώριζα, αλλά οι αρνητικές σκέψεις δεν με άφηναν γι’ ακόμα μία φορά να δω καθαρά.
Οι επόμενες ημέρες δεν ήταν εύκολες. Μπορεί να μην έπαθα ξανά κρίση πανικού, αλλά τα συνεχόμενα κρούσματα μου είχαν δημιουργήσει πολύ κακή διάθεση. Πολλά βράδια ευχόμουν να με πάρει ο ύπνος για να ηρεμήσω και να νιώσω καλύτερα.
Παρότι έπρεπε να αισθανόμουν τυχερός που, στο πλαίσιο του ταξιδιού, θα έβλεπα την πρεμιέρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εγώ φοβόμουν μήπως πάθω κάτι κακό. Παρανοϊκά πράγματα. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν το ταξίδι να μου αφήσει μία γλυκόπικρη γεύση, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να πετάω από τη χαρά μου.
Επιστρέφοντας στη ρουτίνα της καθημερινότητας, πίστεψα πως θα φύγουν οι σκοτούρες. Έκανα ξανά λάθος. Για τρίτη φορά, μέσα σε διάστημα μίας εβδομάδας, η αγχώδης διαταραχή έκανε την εμφάνισή της. Το νοσοκομείο ήταν η εύκολη λύση. Το είχα περάσει πρόσφατα, ήξερα τη διαδικασία και το έβλεπα ως λύτρωση. Είχα, βέβαια, αρχίσει να πιστεύω πως οι γιατροί, όταν τους περιέγραφα τι αισθανόμουν, με θεωρούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, κατά φαντασίαν ασθενή. Στη χειρότερη, τρελό.
‘Δεν έχεις κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα. Είναι ξεκάθαρα θέμα άγχους, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσεις, γιατί διαφορετικά θα ταλαιπωρείσαι μία ζωή’, ήταν η απάντηση της γιατρού. Πλέον, έπρεπε να δω το πρόβλημα με τη σοβαρότητα που του άρμοζε, χωρίς υπεκφυγές. Όφειλα να σταματήσω να βρίσκω δικαιολογίες και να καθυστερώ το επόμενο βήμα. Έπρεπε να επισκεφθώ έναν ειδικό. Έναν ψυχολόγο, ο οποίος θα με βοηθούσε να σταθώ απέναντι στο πρόβλημα και να βρω μία λύση που θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής μου.
Στην Ελλάδα δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με την έννοια του ψυχολόγου, παρά το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μία σημαντική πρόοδος. Προσωπικά, δεν με ενόχλησε καθόλου η συγκεκριμένη εξέλιξη. Ίσως είναι από τα λίγα πράγματα που δεν με κάνουν να νιώθω άβολα. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως θα βρεθούν οι αιτίες πίσω από τις ιδιαίτερες καταστάσεις που βίωσα τόσο έντονα το τελευταίο δίμηνο. Είμαι ακόμα στην αρχή του δρόμου, αλλά όλα θα πάνε καλά. Δεν είναι, άλλωστε, διαπραγματεύσιμο.
Γνωρίζω πως πάρα πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αλλά δεν έχουν βρει, μέχρι στιγμής, τη δύναμη να τα εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους είτε στην οικογένειά τους, είτε σε κάποιον ειδικό. Δεν λέει κανείς πως είναι εύκολο. Είναι, όμως, το σημαντικότερο βήμα για να πορευτείς στη ζωή σου όπως θες εσύ, κι όχι όπως σε διατάσσει το μυαλό σου. Ο δρόμος μπορεί να είναι μακρύς και δύσβατος. Όμως, στο τέλος, πρέπει να θυμάσαι πως ‘υπάρχει ακόμα κάτι που δεν έχει χαθεί’.
Ο μπαμπούλας θα βρίσκεται στο δωμάτιο όσο του το επιτρέπεις εσύ.